Super User

Super User

Πέμπτη, 11 Ιανουάριος 2024 03:00

Μετά τά Φῶτα Ἐφ 4,7-13

Τά χαρίσματα καί ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας

 

Hagiasophia christ ῾Η ἀρχαία ῎Εφεσος, χτισμένη στά μικρασιατικά παράλια τοῦ Αἰγαίου, ἦταν σπουδαῖο ἐμπορικό, συγκοινωνιακό καί πολιτιστικό κέντρο. Προσείλκυε ἀνθρώπους ἀπό ὅλη τή ρωμαϊκή ἐπικράτεια μέ ποικίλες πολιτιστικές καί θρησκευτικές παραδόσεις. ῾Ο ἀπ. Παῦλος τήν ἐπισκέφθηκε κατά τήν γ´ περιοδεία του καί ἔμεινε ἐκεῖ τρία χρόνια. ῞Ιδρυσε ἐκκλησία τήν ὁποία κατέστησε κέντρο καί ὁρμητήριό του γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου καί στίς ἄλλες μικρασιατικές πόλεις (Κολοσσές, Σμύρνη, Μαγνησία, Λαοδίκεια κτλ).

 ῾Η πρός ᾿Εφεσίους ᾿Επιστολή ἀνήκει στίς ἐπιστολές τῆς αἰχμαλωσίας, τίς ὁποῖες ἔγραψε ὁ Παῦλος κατά τήν πρώτη φυλάκισή του στή Ρώμη, τό 62-64 μ.Χ. Εἶναι ἐγκύκλιος, ἀπευθύνεται δηλαδή ὄχι μόνο στήν ἐκκλησία τῆς ᾿Εφέσου ἀλλά καί στίς ἄλλες ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας. ῾Ο σκοπός της εἶναι νά στερεώσει τούς χριστιανούς τῆς ᾿Εφέσου στήν ὀρθή πίστη καί νά τούς προφυλάξει ἀπό τήν αἵρεση τοῦ νικολαϊτισμοῦ, πού ξέσπασε στίς Κολοσσές καί ἀπειλοῦσε ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας (βλ. Μάθ. 6ο).

  Γενικό θέμα τῆς ᾿Επιστολῆς εἶναι ἡ ἑνότητα καί ἡ εἰρήνη τῆς ᾿Εκκλησίας. Στήν ᾿Εκκλησία, ὅπως δείχνει καί τό ὄνομά της (ἐκ + καλῶ = συγκεντρώνω σ᾿ ἕνα μέρος), ὅλα ἑνώνονται καί γίνονται ἕνα. ῞Ενα σῶμα, ἕνα πνεῦμα, μία ἐλπίδα, ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα, ἕνας Θεός καί πατέρας ὅλων μας (᾿Εφ 4,4-6). ῾Ωστόσο ἀπό τά πρῶτα χρόνια ἐμφανίστηκε ἕνας κίνδυνος πού ἀπειλοῦσε τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η κακή χρήση τῶν ποικίλων χαρισμάτων πού ἔδινε τό ἅγιο Πνεῦμα στούς πιστούς ἔγινε ἀφορμή νά ταραχθεῖ καί μερικές φορές νά διασπασθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία. Στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὁ ἀπ. Παῦλος ἀντιμετωπίζει τό ἴδιο πρόβλημα προληπτικά (Ρω 12), ἐνῶ στήν Κόρινθο προσπαθεῖ νά τό θεραπεύσει (Α´ Κο 12).

  Στήν πρός ᾿Εφεσίους, στήν περικοπή πού ἀποτελεῖ τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα, ὁ ἀπόστολος ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν δέν εἶναι μία ἐπιφανειακή ὁμοιομορφία, ἀλλά μία οὐσιαστική κατάσταση. Τήν ἐξασφαλίζει γιά τήν ᾿Εκκλησία τό Πνεῦμα τό ἅγιο καί οἱ χριστιανοί ἀγωνίζονται νά τήν διατηρήσουν. ῾Ο Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χάριτος καί ὁ σοφός διανομέας τῶν χαρισμάτων σέ ὅλα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά διάφορα χαρίσματα καί ἀξιώματα συντελοῦν στήν πνευματική ἑνότητα τῶν πιστῶν, στόν καταρτισμό καί στήν τελειότητά τους, ὅπως ἡ ποικιλία τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος συντελεῖ στήν καλή λειτουργία καί στήν ἁρμονία του.

α) ῾Ο Χριστός διανέμει τά χαρίσματα (4,7-10)

4,7. ῾Ενί δέ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

 ᾿Από τό σύνολο, τήν ᾿Εκκλησία, ὁ ἀπόστολος περνᾶ στά πρόσωπα πού τήν ἀποτελοῦν· ἑνί δέ ἑκάστῳ. Στόν κάθε πιστό ἐδόθη ἡ χάρις. ῾Η λέξη χάρις μέσα στήν Κ.Δ. ἔχει πολύ πλούσιο περιεχόμενο. ᾿Εδῶ σημαίνει τά χαρίσματα, τά ὁποῖα οἱ πατέρες διακρίνουν σέ α) γενικά· πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, υἱοθεσία, μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας, β) εἰδικά· τάλαντα μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός ἔχει προικίσει τόν κάθε πιστό, γ) ἔκτακτα· χαρισματικές ἐνέργειες καί δυνάμεις, μέ τίς ὁποῖες οἱ πιστοί σέ ἔκτακτες περιπτώσεις ἐπιτελοῦν σημεῖα. Τά πρῶτα τά ἔχει δώσει ὁ Θεός σέ ὅλα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τά προσωπικά τους χαρίσματα, διότι ἀπό αὐτά ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τους. Τά εἰδικά καί τά ἔκτακτα χαρίσματα ποικίλλουν.

  Κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Μέτρο σημαίνει τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο μετρᾶμε κάτι. Τά χαρίσματα εἶναι δῶρα πού δέν δόθηκαν τυχαῖα στόν κάθε πιστό. ῾Ο Χριστός γιά νά τά μοιράσει στούς δικούς του χρησιμοποιεῖ μέτρο καί ὡς πρός τό εἶδος τοῦ χαρίσματος καί ὡς πρός τήν ποσότητα. Μέτρησε, ὑπολόγισε καί ἔδωσε δωρεάν τό κάθε χάρισμα, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του καί τήν ὠφέλεια τοῦ προσώπου καί τήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό μέτρο τοῦ Χριστοῦ, τό κριτήριο γιά τή διανομή τῶν χαρισμάτων, εἶναι τό μόνο δίκαιο καί τέλειο μέτρο, διότι ρυθμίζεται ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό σχέδιό του γιά τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. ῎Αρα ἡ ποικιλία τῶν χαρισμάτων θά ἔπρεπε νά εἶναι αἰτία ἑνότητος καί ὄχι διαίρεσης.

 Εἶναι προσβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά χρησιμοποιεῖ κανείς τά χαρίσματά του γιά νά καταφρονεῖ αὐτούς πού ἔχουν μικρότερα. Προσβάλλει ἐπίσης τόν Παράκλητο καί ὁ χριστιανός πού αἰσθάνεται ἡττοπάθεια ἤ κατωτερότητα, διότι δέν ἔχει ἐντυπωσιακά χαρίσματα. ᾿Αντιθέτως κάθε πιστός ὀφείλει νά εὐχαριστεῖ τόν Χριστό γιά τά προσωπικά του χαρίσματα χωρίς νά ὑπερηφανεύεται, ἀλλά καί νά θεωρεῖ δικά του τά χαρίσματα τῶν ἄλλων καί νά τά χαίρεται. Τά χαρίσματα καί οἱ διάφορες διακονίες μπορεῖ νά φαίνονται ἄνισα, ἀλλά δέν εἶναι δοσμένα ἄδικα. Δόθηκαν στήν ᾿Εκκλησία ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό γιά νά συσφίγγουν τήν ἑνότητά της.

 ᾿Ενῶ ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τόσο πολύ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, δέν παραβλέπει οὔτε καταδυναστεύει τό ἄτομο. Τό χάρισμα συντελεῖ στή διάσπαση τοῦ ἀτόμου, ὥστε τό κάθε ἄτομο νά γίνει πρόσωπο. Καί ἐνῶ στό ἄτομο κυριαρχεῖ τό «ἐγώ», στό πρόσωπο ὑπάρχει ὁ Χριστός πού δεσπόζει καί κυριαρχεῖ μέσα του. Στήν ᾿Εκκλησία μέ τήν πίστη καί τήν ὑπακοή μας στόν Χριστό καί μέ τά χαρίσματά του ἡ προσωπικότητά μας ὑφίσταται θεία ἀλλοίωση. ῎Ετσι, μέ τή συνεχῆ ἀνακαίνιση καί τήν αὔξηση γινόμαστε καινούργιοι ἄνθρωποι.

 ῾Ο ἅγιος Συμεών λέγει ὅτι ὅλοι πήραμε χαρίσματα. ᾿Από μᾶς ἐξαρτᾶται νά τά ἀξιοποιήσουμε ὥστε νά τά μετατρέψουμε σέ ἀρετές· ὅποιος ἔχει τό χάρισμα τοῦ πλούτου νά ἀποκτήσει τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, ὅποιος ἔχει τήν ἱκανότητα νά διοικεῖ νά γίνει ἐπιεικής, ὁ ἐπιστήμων ταπεινός, ὁ ὑγιής προσεκτικός. Αὐτό προϋποθέτει ἕναν ἰσόβιο προσωπικό ἀγώνα.

4,8. Διό λέγει· ἀναβάς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καί ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις.

  Τό νόημα τοῦ στίχου μας τό βρίσκουμε στόν Ψαλμό 67,19· «᾿Ανέβης εἰς ὕψος, ᾐχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν, ἔλαβες δόματα ἐν ἀνθρώποις, καί γάρ ἀπειθοῦντας τοῦ κατασκηνῶσαι». ῾Ο Ψαλμωδός ἀναφέρεται στόν Γιαχβέ Θεό Πατέρα, ἐνῶ ὁ ἀπ. Παῦλος τό χρησιμοποιεῖ γιά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, διότι εἶναι καί αὐτός Θεός ἴσος μέ τόν Πατέρα (βλ. ᾿Ιω 3,13). ῾Ο Παῦλος παραθέτει τή μαρτυρία τῆς Π.Δ., γιά νά δείξει ὅτι ἡ δωρεά τῶν χαρισμάτων εἶναι τόσο σημαντικό γεγονός στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὥστε προφητεύτηκε. Καθώς ζῆ πλέον τήν προφητεία ὡς πραγματικότητα ὁ ἀπόστολος ἑρμηνεύει τό χωρίο. ᾿Αντί τοῦ ψαλμικοῦ «ἔλαβες δόματα» γράφει ἔδωκε δόματα, διότι ὁ Χριστός ἔλαβε καί ἔδωσε στούς ἀνθρώπους τά πλούσια δῶρα του.

  ᾿Αφοῦ ὁ Χριστός ἀνέβηκε εἰς ὕψος, δηλαδή ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἐξαπέστειλε τό ἅγιο Πνεῦμα καί προίκισε τούς ἀνθρώπους μέ τά διάφορα χαρίσματα (βλ. Πρξ 2,33).

  Στά χρόνια ἐκεῖνα, ὅταν ἕνας βασιλιάς ἤ στρατηγός νικοῦσε τόν ἀντίπαλο στόν πόλεμο, τά λάφυρα πού ἔπαιρνε τά μοίραζε στούς ὑπηκόους του. ῎Ετσι ὁ Χριστός νίκησε καί σύντριψε τό σατανᾶ (Μθ 12, 29-30), καί τόν λαφυραγώγησε, τοῦ πῆρε τήν αἰχμαλωσίαν, τούς σκλάβους πού κρατοῦσε στήν ἐξουσία του. Σ᾿ αὐτούς τούς πρώην αἰχμαλώτους τοῦ σατανᾶ ὁ Χριστός χάρισε τήν ἐλευθερία καί τούς κατάστησε δικούς του ὑπηκόους, μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας του. Εὐλογεῖ τή ζωή τους ἐδῶ στή γῆ καί θά τούς πάρει μαζί του στήν ἐπουράνια βασιλεία του γιά νά χαίρονται αἰώνια τόν παράδεισό του.

4,9. Τό δέ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μή ὅτι καί κατέβη πρῶτον εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς;

 ῾Η Γραφή λέγει γιά τόν Χριστό ἀνέβη· αὐτό σημαίνει ὅτι κατέβη πρῶτον εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς. ᾿Εφόσον ὑπάρχει ἄνοδος ἔχει προηγηθεῖ κάθοδος.

 Πολλοί νομίζουν ὅτι τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς εἶναι ὁ ἅδης. ᾿Αλλά, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐδῶ δέν συγκρίνεται ἡ γῆ (κάτω) μέ τόν ἅδη, γιά νά ποῦμε ὅτι ὁ ἅδης εἶναι κάτω ἀπό τή γῆ (κατώτερα μέρη), ἀλλά συγκρίνεται ἡ γῆ (κατώτερα) μέ τόν οὐρανό (ἀνώτερα), ὅπως θά δοῦμε στόν ἑπόμενο στίχο.

 ῾Ο Χριστός κατέβηκε στή γῆ μέ τήν ἐνανθρώπησή του. ῎Εδωσε τή μάχη κατά τοῦ διαβόλου στό σταυρό. Μετά τή νίκη του, τήν ᾿Ανάσταση, ἀνέβηκε «εἰς ὕψος» μέ τήν ᾿Ανάληψη, καί μέ τήν Πεντηκοστή χάρισε τά δῶρα του στούς ἀνθρώπους. ῾Η κατάβαση πού ἔγινε μέ τήν ἐνανθρώπηση, λένε οἱ πατέρες, δέν εἶναι τοπική μετάβαση, ἀλλά δείχνει τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί τήν ταπείνωσή του. Χωρίς νά παύσει νά βρίσκεται στούς οὐρανούς μαζί μέ τόν Πατέρα, ὁ Υἱός «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βρ 3,38· βλ. Α´ Τι 3,16).

4,10. ῾Ο καταβάς αὐτός ἐστι καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα.

 ῾Ο Χριστός ὁ ὁποῖος κατέβηκε, αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἀνέβηκε ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν. Αὐτή ἡ ἔκφραση δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος πίστευε ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί οὐρανοί. Εἶναι μία ὑπερβολική ἔκφραση πού δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός ἀνέβηκε πάνω ἀπ᾿ ὅλα καί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ψηλότερα ἀπ᾿ αὐτόν.

 ῞Ινα πληρώσῃ τά πάντα· ῾Η βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δέν περιορίζεται μόνο στή γῆ, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στόν οὐρανό. Μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί οἱ ἄγγελοι. «Πάντα δέ, τά τε ἐπί τῆς γῆς καί τά ὑπό τήν γῆν καί τά ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν. ῞Ινα πληρώσῃ πάντα τῆς ἐνεργείας καί τῆς δεσποτείας αὐτοῦ», τονίζει ὁ Ζιγαβηνός. ῾Ο Χριστός ὡς Θεός καί πρίν ἐνανθρωπήσει ἦταν πανταχοῦ παρών· ἀλλά καί μετά τήν ἐνανθρώπησή του, ἐνῶ βρίσκεται στή γῆ, εἶναι καί στόν οὐρανό. Τό ἵνα πληρώσῃ τά πάντα σημαίνει τή νίκη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τήν ᾿Εκκλησία του κυριαρχεῖ στά σύμπαντα, ὅπως εἶπε στούς μαθητές του· «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Μθ 28,18).

β) Σκοπός τῶν ἀξιωμάτων ἡ οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας (4,11-12)

4,11. Καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους.

 Καί αὐτός ἔδωκε· ᾿Εδῶ ὁ ἀπόστολος λέει ὅτι ἔδωσε ὁ Υἱός, σέ ἄλλα χωρία ἀναφέρεται ὁ Πατέρας ὡς δοτήρας τῶν ἀγαθῶν (βλ. Α´ Κο 12,28) καί ἀλλοῦ τό ἅγιο Πνεῦμα (Πρξ 20,28). «Κοινό εἶναι καί αὐτό τό ἔργο τῆς ἁγίας Τριάδος», παρατηρεῖ ὁ Ζιγαβηνός. ῞Οπως ὁ Θεός ἔδωσε τόν Χριστό στήν ᾿Εκκλησία γιά νά εἶναι ἡ κεφαλή της (βλ. ᾿Εφ 1,22), ἔτσι ὁ Χριστός ἔχει δώσει τούς διακόνους γιά νά ὑπηρετοῦν τήν ᾿Εκκλησία σέ ποικίλες ὑπηρεσίες.

 ᾿Απόστολοι· Εἶναι αὐτοί τούς ὁποίους ἀπέστειλε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός γιά νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιό του. Οἱ αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, τοῦ θανάτου καί τῆς ᾿Αναστάσεώς του. Τέτοιοι ἦταν οἱ δώδεκα, στούς ὁποίους μετά τήν αὐτοκτονία τοῦ ᾿Ιούδα προστέθηκε ὁ Ματθίας καί ἀργότερα ὁ ᾿Ιάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καί ὁ Παῦλος. ᾿Απόστολοι ἐπίσης ἦταν οἱ ῾Εβδομήκοντα.

 Προφῆται στήν Κ. Δ. δέν λέγονται μόνον ἐκεῖνοι πού προφητεύουν τά μέλλοντα νά συμβοῦν, ὅπως π.χ. ὁ ῎Αγαβος (Πρξ 21,11), ἀλλά γενικά καί οἱ διδάσκαλοι, πού καλλιεργοῦσαν πνευματικά τούς πιστούς. Οἱ προφῆται ἦταν διδάσκαλοι φωτισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο. Αὐτοί ἀναφέρονται πάντοτε ἀμέσως μετά τούς ἀποστόλους (βλ. ᾿Εφ 2,20· 3,5).

 Εὐαγγελισταί· ᾿Εδῶ εὐαγγελισταί ὀνομάζονται ἐκεῖνοι πού εὐαγγελίζονται τό θεῖο λόγο σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν γνώρισαν τόν Χριστό π.χ. ὁ διάκονος Φίλιππος πού βάπτισε τόν αἰθίοπα εὐνοῦχο. ᾿Αργότερα ὀνομάσθηκαν εὐαγγελισταί οἱ συγγραφεῖς τῶν τεσσάρων εὐαγγελίων.

 Ποιμένες καί διδάσκαλοι· Μπορεῖ νά εἶναι δύο διαφορετικές τάξεις ἀλλά καί μία· ποιμένες πού εἶναι καί διδάσκαλοι. Αὐτοί μένουν μόνιμα στίς ἐκκλησίες πού ἱδρύουν οἱ ἀπόστολοι ἤ στούς τόπους πού πηγαίνουν οἱ προφῆτες καί οἱ εὐαγγελιστές καί δημιουργοῦνται κύκλοι πιστῶν, κατ᾿ οἶκον ἐκκλησίες. Στήν τάξη αὐτή ἀνήκουν ὅσοι στήν Κ.Δ. ὀνομάζονται πρεσβύτεροι, ἐπίσκοποι καί διάκονοι.

 ῾Η παρουσία τῶν χαρισμάτων δημιούργησε διάφορες τάξεις στήν πρώτη ἐκκλησία· ὑπῆρχαν ἀπόστολοι, προφῆται, εὐαγγελισταί, ποιμένες, διδάσκαλοι καί διάφοροι ἄλλοι χαρισματοῦχοι. Αὐτοί ἦταν καί οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς ᾿Εκκλησίας, διορισμένοι καί τοποθετημένοι ἀπό τόν Χριστό. Καί σήμερα ὑπάρχουν ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, ἱεροκήρυκες, κατηχητές κτλ. ᾿Αλλά ὑπάρχουν διάφορες τάξεις καί ἀνάμεσα στούς ἁπλούς πιστούς· διδάσκαλοι καί μαθητές, γονεῖς καί παιδιά, ἐργοδότες καί ὑπάλληλοι κτλ., χωρίς αὐτό νά ἐμποδίζει σέ τίποτε τήν ἑνότητα καί τό σύνδεσμο μεταξύ τους. ᾿Αντίθετα ὁ σύνδεσμος τονίζεται καί ἡ ἑνότητα ἐξασφαλίζεται μέσα στήν ποικιλία τῶν χαρισμάτων καί τῶν ἁρμοδιοτήτων.

4,12. πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

 ῾Ο στίχος τονίζει τήν ἀποστολή τῶν χαρισματούχων στήν ᾿Εκκλησία καί τόν ἄμεσο σκοπό τῆς δωρεᾶς τῶν χαρισμάτων.

 Πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων· Καταρτίζω σημαίνει «κάνω κάποιον ἤ κάτι ἄρτιο, διορθώνω τίς βλάβες πού ἔχει πάθει». Μετά τό ψάρεμα οἱ μαθητές «ἦσαν καταρτίζοντες τά δίκτυα» (Μθ 4,21· Μρ 1,19). Στήν ἰατρική ὁρολογία, καταρτίζω σημαίνει τοποθετῶ στή θέση του ἤ ἕνα ἐξαρθρωμένο ὀστό ἤ μιά ἐξαρθρωμένη ἄρθρωση. ῎Ετσι ἐπικράτησε νά σημαίνει καί «θεραπεύω, τελειοποιῶ». ῾Η κύρια σημασία του ὅμως εἶναι· «καθιστῶ κάτι κατάλληλο γιά χρήση». ῾Ο ἄνθρωπος πού ἔπεσε σέ κάποιο παράπτωμα ἔχει ἀνάγκη ἀπό διόρθωση, ἀπό πνευματική θεραπεία καί ἀποκατάσταση στήν τελειότητα. ῞Ωστε καταρτισμός τῶν ἁγίων σημαίνει νά γίνονται οἱ ἅγιοι κατάλληλο οἰκοδομικό ὑλικό στήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας, νά διορθώνονται, νά βελτιώνονται καί νά τελειοποιοῦνται, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ζιγαβηνός.

 ῞Αγιος λέγεται ὁ ξεχωρισμένος ἀπό τόν κόσμο, ὁ ἀφιερωμένος στόν Θεό. ῞Αγιοι ὀνομάζονται ὅλοι οἱ πιστοί, τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι τέλειοι ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τελειοποιήσεως. Οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἄλλοι χαρισματοῦχοι τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχουν ἀναλάβει αὐτό τό ἔργο, ὥστε νά κάνουν τούς πιστούς καταλλήλους εἰς ἔργον διακονίας, στίς διακονίες τῆς ἐκκλησίας, καί εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία, πού ἀποτελεῖται ἀπό μέλη τά ὁποῖα θά πρέπει νά εἶναι καταρτισμένα. Οἱ χαρισματοῦχοι ὁδηγοῦν στήν πίστη ἀπίστους καί ἁμαρτωλούς, τούς καλλιεργοῦν πνευματικά καί τούς συνδέουν σάν ζωντανούς λίθους μέ τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ἔτσι αὐξάνει καί οἰκοδομεῖται.

 Σκοπός τῶν χαρισμάτων δέν εἶναι ἡ προβολή τῶν χαρισματούχων, ἀλλά ἡ ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν, ὁ καταρτισμός τῶν ἁγίων. Οἱ χαρισματοῦχοι ἔχουν τό χάρισμα γιά τούς ἄλλους πιστούς καί οἱ πιστοί τό ἀπολαμβάνουν καί τό χαίρονται σάν δικό τους, διότι ξέρουν ὅτι ὁ Χριστός τό ἔδωσε στόν ἀδελφό τους γιά τό δικό τους καλό. ᾿Εξάλλου τά χαρίσματα ἀξιοποιοῦνται μόνο ὅταν ὑπηρετοῦν τούς πιστούς, ὅπως τό γάλα τῆς μητέρας ἔχει ἀξία ὅταν προσφέρεται στό παιδί της. Τότε καί τό παιδί τρέφεται καί ἡ μάνα χαίρεται τρέφοντας τό παιδί της. ῎Ετσι καί οἱ πιστοί ὠφελοῦνται ἀπό τά χαρίσματα τῶν χαρισματούχων, ἀλλά καί οἱ χαρισματοῦχοι χαίρονται δίδον-τας τόν ἑαυτό τους καί τό χάρισμά τους στήν ᾿Εκκλησία· δέν ξυπάζονται καί δέν καταφρονοῦν τούς ἀδελφούς σάν κατωτέρους. ᾿Αλλά καί κανείς πιστός δέν φθονεῖ τόν χαρισματοῦχο, διότι ξέρει ὅτι ὁ Χριστός τόν τίμησε μέ τό χάρισμα, κι ἀφοῦ ἀγαπᾶ τόν Χριστό ἀγαπᾶ καί χαίρεται καί τόν χαρισματοῦχο ἀδελφό ὡς δῶρο τοῦ Χριστοῦ.

4,13. μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

 Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες· «Καταντῶ» σημαίνει φθάνω στό τέρμα, πρα-γματοποιῶ τό σκοπό μου. ῾Ο Χριστός θέλει μέσα στήν ᾿Εκκλησία οἱ πάντες, δηλαδή ὅλοι οἱ πιστοί, νά εἶναι συντονισμένοι καί νά αὐξάνουν ἁρμονικά. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι θά ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια πνευματικότητα, ἀλλά θά ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια συμμετοχή καί κοινωνία στό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας.

 ῾Ο τελικός σκοπός εἶναι διπλός. Νά φθάσουμε α) εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί β) στήν ἑνότητα τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Νά πιστεύουμε ὅλοι στόν υἱό τοῦ Θεοῦ, μέ κοινή πίστη. ῎Ετσι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἑνότητα, πού εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία. ῾Η πίστη εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐνῶ ἡ ἐπίγνωση ἡ κορυφή. ᾿Επίγνωση εἶναι ἡ τέλεια γνώση πού συνοδεύεται ἀπό ἐμπειρία, δέν εἶναι θεωρητική. ᾿Οφείλουμε ὅλα τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας νά ἔχουμε ὄχι μόνο κοινή πίστη ἀλλά καί κοινή ἐπίγνωση, πνευματική ἐμπειρία. ᾿Αντικείμενο τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ὀρθά φρονοῦμε γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ὀρθά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του, τότε ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀληθινή ἑνότητα τῆς πίστεως, ὑπογραμμίζει ὁ Θεοφύλακτος.

 Εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ· ῾Η φράση εἶναι ἐπεξήγηση τῶν προηγουμένων. ῾Η ἑνότητα τῆς πίστεως καί ἡ ἐπίγνωσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στήν τελειοποίηση, κάνει τόν ἄνθρωπο τέλειο ἄνδρα μέ τήν πνευματική ἔννοια, δηλαδή ὡς πρός τήν πίστη καί τήν ἀρετή. ῞Οπως στή φυσική ζωή ὁ ἄνθρωπος ἀπό βρέφος γίνεται παιδί, ἔφηβος κι ἔπειτα ὥριμος ἄνδρας καί ἡ ἀνδρική ἡλικία εἶναι ἡ τέλεια, ἔτσι καί στήν πνευματική ζωή, συνεχῶς ὁ πιστός αὐξάνει καί καλλιεργεῖται μέ στόχο νά γίνει τέλειος ἄνδρας.

 ῾Ηλικία στά ἀρχαῖα ἑλληνικά λέγεται τό ἀνάστημα, πρβλ. τόν Ζακχαῖο, πού ἦταν «τῇ ἡλικίᾳ μικρός» (Λκ 19,3), δηλαδή κοντός. Τό τέλειο πνευματικό ἀνάστημα εἶναι τοῦ τελείου Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι γιά τούς πιστούς τό μέτρον ἡλικίας, πού πρέπει νά μιμηθοῦν. Νά μή συγκρίνουν τόν ἑαυτό τους μέ τούς συνανθρώπους τους, ὥστε νά τόν βρίσκουν καλύτερο ἀπ᾿ αὐτούς, ἀλλά νά μετροῦν τό πνευματικό τους ἀνάστημα μέ μέτρο τόν Χριστό. Τότε μόνο θά διαπιστώνουν τή μικρότητά τους καί θά ταπεινώνονται.

 Οἱ διδάσκαλοι, προφῆτες καί οἱ ἄλλοι χαρισματοῦχοι καλλιεργοῦν τούς πιστούς καί τούς βοηθοῦν νά προάγονται καί νά αὐξάνουν συνεχῶς, γιά νά φθάσουν κάποτε τό ἀνάστημα τοῦ Χριστοῦ καί νά γίνουν σάν κι αὐτόν. ῾Ως μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας χρωστοῦμε ὑποταγή σ’ αὐτούς πού ὁ Θεός ὅρισε νά μᾶς καταρτίζουν καί νά μᾶς καλλιεργοῦν· ὀφείλουμε νά τούς σεβόμαστε, νά τούς τιμοῦμε, νά τούς ὑπακοῦμε. Κι ὅταν ἀκόμη, σέ κάποιες περιπτώσεις, οἱ ἱερεῖς ἤ ἄλλα ὑψηλά πρόσωπα δέν μᾶς ἐμπνέουν μέ τή ζωή τους, δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ἀδιαφορήσουμε γιά τό κήρυγμα καί τή διδασκαλία τους. ῞Οπως ἀπό τόν ταχυδρόμο παίρνουμε τό γράμμα πού μᾶς φέρνει καί δέν τόν ἀποστρεφόμαστε ἐπειδή τυχαίνει νά εἶναι κακοντυμένος, ἔτσι ἀπό τούς χαρισματούχους παίρνουμε τή χάρη καί τό μήνυμα τῆς αἰώνιας σωτηρίας μας, χωρίς νά ἐξετάζουμε τή ζωή τους. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά προβάλουμε καί θά βοηθήσουμε ἀναξίους νά ἀναλάβουν ἀξιώματα. Σημαίνει ὅτι θά φροντίσουμε καί θά ἀγωνισθοῦμε γιά τήν κάθαρση τῆς ᾿Εκκλησίας χωρίς νά ξεκόψουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό αὐτήν. Διαφορετικά κινδυνεύουμε νά πέσουμε στήν αἵρεση.

4,14. ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρός τήν μεθοδείαν τῆς πλάνης.

 ῾Ο στίχος αὐτός τονίζει ἀρνητικά τήν ἀλήθεια τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος διατύπωσε θετικά στόν προηγούμενο στίχο.

 Οἱ πατέρες παρατηροῦν ὅτι ὁ ἀπόστολος στόν σκληρό ἔλεγχο πού κάνει στούς ᾿Εφεσίους συμπεριλαμβάνει ταπεινά καί τόν ἑαυτό του, λέγοντας ὦμεν, ὥστε ὁ λόγος νά γίνει δεκτός καί νά ἀποβεῖ ὠφέλιμος.

 ῞Ινα μηκέτι ὦμεν νήπιοι· Δίπλα στόν τέλειο κάι ὥριμο ἄνδρα τοποθετεῖται τό νήπιο μέ τήν ἀτέλεια, τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἄγνοια. Οἱ μετοχές κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι δηλώνουν τήν ἀστάθεια καί τό εὐμετάβολο τῶν νηπίων. «Κλυδωνίζομαι», σημαίνει «ταλαιπωροῦμαι ἀπό τήν τρικυμία» καί «περιφέρομαι», «παρασύρομαι ἀπό τόν ἄνεμο». Τό πρῶτο λέγεται γιά τά καράβια, τά ὁποῖα χτυπᾶ καί σείει τό κύμα, τό δεύτερο γιά τά φύλλα πού παρασύρει ὁ ἄνεμος.

 Μέ αὐτές τίς δύο εἰκόνες παρουσιάζονται οἱ ἀκαλλιέργητοι καί ἀκατάρτιστοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται νήπιοι. Αὐτοί ταράσσονται καί παρασύρονται ἀπό τίς διάφορες διδασκαλίες. Μάλιστα ὁ Παῦλος γράφει παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, γιά νά δείξει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χωρίς καμία σταθερότητα, σάν ἀνεμοδεῖκτες, παρασύρονται ἄλλοτε ἀπό τή μιά κι ἄλλοτε ἀπό τήν ἄλλη διδασκαλία. ᾿Αντιμετωπίζοντας ὁ Παῦλος μιά παρόμοια κατάσταση στήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή γράφει· «διδαχαῖς ποικίλαις καί ξέναις μή παραφέρεσθε» (13,9).

 ᾿Επισημαίνεται μία ἐπικίνδυνη κατάσταση στήν ὁποία μπορεῖ νά πέσουν οἱ πιστοί ἄν δέν προσέξουν, ὅπως φαίνεται ἀπό τό παράδειγμα τῶν νικολαϊτῶν. Οἱ διδάσκαλοι τῶν αἱρετικῶν μοιάζουν μ᾿ ἕναν ἀέρα φοβερό, ὁ ὁποῖος πνέει ἄγρια καί σείει τή θάλασσα καί δημιουργεῖ τρικυμία, καί μέσα στήν τρικυμία αὐτή τά πλοῖα κλυδωνίζονται, σαλεύονται, κινδυνεύουν νά καταποντισθοῦν ἤ χάνουν τήν κατεύθυνσή τους ἤ σπάζει τό πηδάλιο καί δέν πηγαίνουν ὅπου θέλουν ἀλλά ὅπου τά πάει ὁ ἄνεμος γιά νά τά συντρίψει.

 Οἱ αἱρετικοί εἶναι ἐπιτήδειοι καί παρασύρουν τούς πνευματικά ἀρχαρίους, τούς νηπίους. Οἱ πιστοί ὅμως πού καταρτίζονται καί οἰκοδομοῦνται ἀπό τούς χαρισματούχους τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι πλέον νήπια πνευματικά, ἀλλά τέλειοι ἄνδρες καί ἔτσι δέν παραπλανῶνται ἀπό ὁποιαδήποτε διδασκαλία.

 ᾿Εν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων· ῾Η κυβεία εἶναι τό παιχνίδι τῶν ζαριῶν. ῾Ο Θεοδώρητος λέγει· «῎Ιδιον δέ τῶν κυβευόντων τό τῇδε κἀκεῖσε μεταφέρειν τάς ψήφους καί πανούργως τοῦτο ποιεῖν». Οἱ ἐπιτήδειοι πού ἔχουν ἐξασκηθεῖ στό παίξιμο τῶν ζαριῶν μποροῦν νά ξεγελοῦν ἐκείνους πού δέν ξέρουν τά κόλπα καί τίς δολοπλοκίες τους. Μόνη ἡ διδασκαλία τῶν ἀνθρώπων ἔχει δολιότητα, εἶναι αἱρετική καί πλανεμένη καί ξεγελάει τούς ἀφελεῖς, ἐνῶ ἡ διδαχή τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει νοθεία.

 ᾿Ακόμη περισσότερο τονίζεται ἡ ἀποπλάνηση τῶν νηπίων μέ τή φράση· ἐν πανουργίᾳ πρός τήν μεθοδείαν τῆς πλάνης. ῾Η λέξη πανοῦργος στήν Π.Δ. ἔχει πάντοτε καλή σημασία καί δηλώνει τόν συνετό, ἐνῶ στήν Κ.Δ. ἔχει πάντοτε κακή σημασία. ῾Η πλάνη εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος πλανᾶ καί ἐξαπατᾶ, μεθοδεύει τήν πλάνη, τῆς βάζει τή μάσκα τῆς ἀλήθειας. Μέ τήν ἴδια πονηριά καί πανουργία πολλοί ἄνθρωποι ἀπατοῦν τούς ἀστήρικτους χριστιανούς καί μέ διάφορες πλανερές μεθόδους τούς παρασύρουν ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως στήν πλάνη. ῞Οπως οἱ κυβευτές κυβεύουν τά χρήματα καί τήν ὑπόληψη τῶν συμπαικτῶν τους, ἔτσι οἱ αἱρετικοί κυβεύουν τήν πνευματική μας ζωή. ῾Ωστόσο οἱ καταρτισμένοι καί τέλειοι χριστιανοί μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπό ὅλα αὐτά.

4,15. ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός.

 ᾿Αληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ· ᾿Ενῶ οἱ ἄπιστοι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ διαβόλου, χρησιμοποιοῦν τεχνάσματα καί πλάνη, οἱ πιστοί, παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος, νά παραμένουν στήν ἀλήθεια καί στήν ἀγάπη, νά εἶναι δηλαδή ἀληθινοί καί εἰλικρινεῖς στήν ἀγάπη.

 ῾Ο Παῦλος τοποθετεῖ στό τέλος αὐτό πού ἰδιαίτερα θέλει νά τονίσει. Αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός· Αὐξήσωμεν ὡς πρός τήν πνευματική αὔξηση, τήν τελειοποίηση, τήν ὁλοκλήρωσή μας ἐν Χριστῷ. Εἰς αὐτόν σημαίνει σύμφωνα μέ αὐτόν ἤ κατά Χριστόν. Κεφαλή τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. ῞Οπως στό σῶμα τά μέλη εἶναι ἀνάλογα μέ τήν κεφαλή, ἔτσι καί στήν ᾿Εκκλησία, τά μέλη τοῦ σώματος, οἱ πιστοί, πρέπει συνεχῶς νά αὐξάνουν γιά νά προσαρμοστοῦν τέλεια πρός τήν κεφαλή, νά εἶναι ἀντάξιοι τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι τό πρότυπο καί τό ὑπόδειγμά μας, ἡ ἐν Χριστῷ αὔξησή μας εἶναι ἡ προσπάθεια νά μιμηθοῦμε τόν Χριστό, ὥστε κανένα μέλος νά μήν παραμείνει ἀτροφικό, ἀλλά ὅλο τό σῶμα νά εἶναι ὁμοιόμορφο μέ τήν κεφαλή. ῞Οπως ὁ καλλιτέχνης πού δουλεύει γιά νά κάνει ἕνα ἀριστούργημα ἔχει μπροστά του τό πρότυπο καί σύμφωνα μ᾿ αὐτό διαμορφώνει τό ἔργο του, ἔτσι κάθε πιστός ἔχει μπροστά του τό τέλειο πρότυπο, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Μέ τή μίμηση τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, πού πλάσθηκε κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωση Θεοῦ, ἐξομοιώνεται μέ τόν Δημιουργό. ᾿Επειδή ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ ᾿Αδάμ, ἀχρειώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία (βλ. Ψα 48,21), γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς δώσει ἕναν ὑπογραμμό, νά ἀκολουθήσουμε στά ἴχνη του. Τόν Χριστό τόν βλέπουμε ζωντανό στήν ᾿Εκκλησία του, στό εὐαγγέλιο καί στά μυστήριά του. Γι᾿ αὐτό τό κλίμα μέσα στό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐπιτύχει τό σκοπό καί τόν προορισμό τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία.

 Τά πάντα σημαίνει ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς μας. Νά εἶναι ὅλες κατά Χριστόν. ῾Ο Χριστός δέν θέλει μεμονωμένα καλούς τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τούς θέλει τέλειους ὡς σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί εἶναι γεγονός ὅτι μέσα στήν ὀργανική ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ χάρη καί ἡ αὔξηση ἐκείνων πού προκόβουν πνευματικά ἐπεκτείνεται καί στούς ἀρχαρίους καί ἀτελεῖς. ῾Ως μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀναγνωρίζουμε τόν Χριστό κεφαλή μας, ὑποτάσσουμε τό θέλημά μας στό δικό του, ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ καί ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Χριστός. Τότε ἐκπληρώνουμε τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, ὅταν ὁ Χριστός μέ τό ἀνάστημά του, μέ τό μέτρο τῆς ἡλικίας του, μέ τό θέλημά του, μᾶς δίνει τό μέτρο τῆς ζωῆς μας, τή μορφή καί τό περιεχόμενό μας. Διαφορετικά κόβουμε τόν Χριστό στά δικά μας μέτρα, κάνουμε τό δικό μας θέλημα ἤ παίρνουμε μόνο ἕνα ἐπιφανειακό ἐπίχρισμα ἀπό τόν Χριστό, χάνουμε τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, ναυαγοῦμε καί ἀποτυγχάνουμε.

4,16. ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον διά πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ᾿ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνός ἑκάστου μέρους τήν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομήν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ.

 Στό στίχο αὐτό ὁ ἀπόστολος ἐπιμένει στήν εἰκόνα τοῦ σώματος καί μιλάει γιά τήν αὔξησιν τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. «῞Ολο τό σῶμα», λέγει ὁ Παῦλος, «συναρμολογεῖται καί συνταιριάζεται μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγγίζει ὅλα τά μέλη καί δίνεται στό καθένα ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητά του· ἔτσι τό σῶμα αὐξάνει καί οἰκοδομεῖται μέ τό νόμο τῆς ἀγάπης». Τό ἴδιο χωρίο μέ ὁρισμένες παραλλαγές βρίσκεται καί στήν πρός Κολασσαεῖς «ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα διά τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων ἐπιχορηγούμενον καί συμβιβαζόμενον αὔξει τήν αὔξησιν του Θεοῦ» (2,19). (᾿Ανάλυση τοῦ χωρίου βλ. Στέργιου Σάκκου, ῾Η ἔρευνα τῆς Γραφῆς σελ. 58-100).

 ᾿Εξ οὗ, ἐννοεῖται ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, στόν ὁποῖο ὀφείλεται καί ἡ ὕπαρξη ἀλλά καί ἡ ὑγεία της· «ἐκεῖθεν ἔχει τό εἶναι καί τό καλῶς εἶναι», λέει ὁ Χρυσόστομος.

 Πᾶν τό σῶμα συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον· Στήν αὔξηση τῶν μελῶν τοῦ σώματος ὑπάρχει μιά ἁρμονία. Δέν γίνεται π.χ. τό ἕνα χέρι 2 μέτρα καί τό ἄλλο 0,5 μ., ἀλλά συναυξάνουν ἁρμονικά. ᾿Επίσης τά διάφορα μέλη τοῦ σώματος συναρμολογοῦνται καί συνδέονται μεταξύ τους καί ὅλα, μέ τή βοήθεια τῶν νεύρων, συνδέονται μέ τήν κεφαλή. Αὐτό τό παράδειγμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος γιά νά μιλήσει γιά τήν ᾿Εκκλησία. Οἱ πιστοί συνδέονται ἁρμονικά μεταξύ τους καί ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα. ᾿Επιπλέον συνδέονται στενά ὁ καθένας μέ τήν κεφαλή, τόν Χριστό. Καί ὅλη ἡ ᾿Εκκλησία «ἐπιχορηγεῖται», διαποτίζεται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, τό ὁποῖο αὐξάνει καί χαριτώνει τό κάθε μέλος.

 Διά πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας· ῾Η αὔξηση τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας ἐπιτυγχάνεται ὅταν κάθε μέλος βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τήν ἐπιχορηγία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή μέ τήν πνευματική δύναμη καί βοήθεια ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπό τόν Χριστό καί ἀγγίζει τό κάθε μέλος χωριστά, κατά τόν Οἰκουμένιο. Τήν ἴδια ἀλήθεια περιγράφει μέ μία πολύ ζωηρή εἰκόνα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «Τό Πνεῦμα ἄνωθεν ἐπιρρεόμενον ἀφθόνως καί πάντων ἁπτόμενον τῶν μελῶν καί χορηγούμενον· οὕτως αὔξεται».

 ᾿Εντούτοις αὐτή ἡ ἐπιχορηγία δέν δίδεται σ᾿ ὅλους ἐξίσου ἀλλά κατ᾿ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνός ἑκάστου μέρους. Κάθε πιστός λαμβάνει τόση φλόγα, ὅσο μεγάλο εἶναι τό φιτίλι του· τόσο περιεχόμενο, ὅσο μεγάλη εἶναι ἡ χωρητικότητα τοῦ σκεύους του. Λαμβάνει χάρη ἀνάλογα πρός τή δυνατότητα προσλήψεώς του.

 ῾Η ἐπιχορηγία γίνεται μέ δίκαιη κατανομή καί αὐτό ἐκφράζει τό ἐν ἀγάπῃ. ῾Η ἀγάπη εἶναι ὁ πνευματικός νόμος, μέ τόν ὁποῖο συντελεῖται ἀπό τόν Χριστό ἡ οἰκοδομή τοῦ σώματος, δηλαδή ἡ αὔξησή του.῾Ο Θεός ἐπιχορηγεῖ καί ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται. Συνεπῶς καί ἡ αὔξηση, ὅπως καί ἡ ἀναγέννηση καί ἡ ἀνακαίνιση, εἶναι ἔργο τῆς χάριτος ἀλλά καί δικό μας. ῎Ετσι καταλήγει καί ὁ τελευταῖος στίχος τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς· Τό σῶμα ποιεῖται τήν αὔξηση τοῦ σώματος ὥστε νά οἰκοδομεῖ τόν ἑαυτό του ἐν ἀγάπῃ. ῾Η πνευματική αὐτή οἰκοδομή γίνεται μέ τρεῖς τρόπους· α) μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τά μέλη τοῦ σώματός του, δηλαδή τούς πιστούς, β) μέ τήν ἀγάπη τῶν μελῶν πρός τόν Χριστό, τήν κεφαλή τους, καί γ) μέ τήν ἀγάπη τῶν μελῶν μεταξύ τους.

 Οἱ πιστοί δέν εἶναι παθητικοί δέκτες, ἀλλά συμβάλλουν κι αὐτοί κατά κάποιο τρόπο στήν αὔξηση τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό κάθε μέλος τρέφεται καί αὐξάνει μόνο του καί αὐξάνοντας τρέφει καί δίνει τήν αὔξηση σ᾿ ὅλο τό σῶμα. Τό κάθε μέλος στό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι δέκτης καί δότης· τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ᾿Εκκλησία. ῞Ολα αὐτά γίνονται ἐν ἀγάπῃ, μέ συμπάθεια, μέ ἁρμονική συνεργασία, μέ ὁμαλή ρυθμική ζωή, ὅπως καί στά μέλη τοῦ σώματος. Τό κάθε μέλος μέ τό νά αὐξάνει δέν κρατάει τήν αὔξηση γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά τή δίδει στό ὅλο σῶμα. ῞Οπως σ᾿ ἕναν πολυέλαιο ἡ κάθε λάμπα, πού φωτίζει, αὐξάνει ὅλο τό φωτισμό.

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα κυκλαρχῶν)

Πέμπτη, 28 Δεκέμβριος 2023 02:00

Πρό τῶν Φώτων Β΄ Τι 4,5-8

Τό στεφάνι τοῦ καλοῦ ἀγώνα
 

  stefani῾Η Β´ πρός Τιμόθεον εἶναι ἡ τελευταία ᾿Επιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου, γι᾿ αὐτό εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ὡς «τό κύκνειον ἆσμα» του. Γράφεται στή Ρώμη ὅπου βρίσκεται γιά δεύτερη φορά δέσμιος ὁ Παῦλος καί μάλιστα σέ αὐστηρή φυλάκιση «ὡς κακοῦργος» (Β´ Τι 2,9· βλ.1,8· 1,16-17).
  Σκοπός τῆς ᾿Επιστολῆς εἶναι νά ἐνισχύσει τόν Τιμόθεο στή διαποίμανση τῆς νεοσύστατης ἐκκλησίας τῆς ᾿Εφέσου, στήν ὁποία ὁ ἀπ. Παῦλος τόν εἶχε ἐγκαταστήσει ἐπίσκοπο. ᾿Ιδιαίτερα προβλήματα παρεῖχαν στόν Τιμόθεο οἱ αἱρετικοί πού εἶχαν ἀποθρασυνθεῖ στήν Μ. ᾿Ασία. Πολλοί ἀπό αὐτούς ἦταν ἀρχικά συνεργάτες τοῦ Παύλου, στή συνέχεια ὅμως ἔγιναν διαβολεῖς καί ψευδοδιδάσκαλοι. Μέ τήν πλανερή διδαχή τους καί τήν ἀνήθικη ζωή τους σκανδάλιζαν καί ἀναστάτωναν τήν ἐκκλησία. ῾Ο ἀπόστολος παρουσιάζει στήν ᾿Επιστολή τόν τύπο καί τά χαρακτηριστικά τοῦ καλοῦ ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου καί προβάλλει τόν ἑαυτό του ὡς ὑπόδειγμα πρός μίμηση. Συμβουλεύει ἐπίσης τόν Τιμόθεο πῶς θά ἀντιμετωπίσει διάφορα πνευματικά, ἠθικά καί διοικητικά θέματα τῆς ᾿Εκκλησίας (βλ. Εἰσαγωγικά στίς δύο πρός Τιμόθεον ᾿Επιστολές, Μαθ. 14ο καί 16ο).
  Στήν ἀρχή τοῦ 4ου κεφ. ὁ φυλακισμένος ἀπόστολος ἀπευθύνει ἔκκληση πρός τόν Τιμόθεο νά ἐπιβλέπει μέ ἀγάπη τούς πιστούς, νουθετώντας τους κατάλληλα σέ κάθε εὐκαιρία. Προφητεύει ὅτι θά ἔρθει καιρός πού οἱ ἄνθρωποι δέν θά ἀνέχονται τήν ὑγιῆ διδασκαλία ἀλλά θά προτιμοῦν τούς ψευδοδιδασκάλους, ἀπό τούς ὁποίους θά ἀκοῦν ὄχι ἐλέγχους καί ἀγωνιστικές προτροπές ἀλλά εὐχάριστα λόγια καί κολακεῖες.
  Τό σύντομο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρίν ἀπό τή γιορτή τῶν Φώτων εἶναι πολύ πλούσιο σέ διδάγματα καί μηνύματα. ᾿Απευθύνεται, βέβαια, πρός τόν Τιμόθεο ἀλλά καί πρός τόν κάθε χριστιανό, διότι κάθε χριστιανός εἶναι ἕνας Τιμόθεος· πρῶτον, διότι τιμᾶ τόν Θεό καί δεύτερον, διότι τόν τίμησε καί τόν τιμᾶ ὁ Θεός, ὡς μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας.
 

α) ῎Αγρυπνος στό ποιμαντικό ἔργο (4,5)
 

4,5. Σύ δέ νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τήν διακονίαν σου πληροφόρησον.
  Σύ δέ νῆφε· Νήφω κυριολεκτικά σημαίνει «εἶμαι ἀμέθυστος, ἐγκρατεύομαι ἀπό κρασί». ᾿Επειδή ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν μεθάει μόνο μέ κρασί, ἀλλά μεθᾶ καί μέ διεστραμένες ἰδέες καί μέ ἁμαρτωλά καπρίτσια, τό ρῆμα νήφω γενικότερα ἔχει τήν ἔννοια «εἶμαι σώφρων, ἄγρυπνος, προσεκτικός».
 ῾Ο ἀπ. Παῦλος ἀπευθύνεται στόν μαθητή του μέ τό σύ δέ γιά νά δηλώσει μία ἀντίθεση. ᾿Ενῶ οἱ ἄλλοι θά ἐγκαταλείψουν τήν ὀρθή διδασκαλία, τήν ἀλήθεια, καί θά προσηλωθοῦν στούς μύθους (βλ. Β´ Τι 4,4), ὁ Τιμόθεος καλεῖται νά μείνει σταθερός καί ἄγρυπνος στήν πίστη. «Νά γρηγορεῖ, νά μήν ἀμελεῖ, νά μήν παραβλέπει, γιά νά μήν ἀπολεσθοῦν ὅσοι ποιμαίνονται ἀπό ἐκεῖνον», τονίζει ὁ Θεοτόκης.
 ᾿Εν πᾶσι, σέ ὅλα τά θέματα πού θά παρουσιαστοῦν στό ποιμαντικό ἔργο. «᾿Εν πᾶσι δέ πράγμασι καί ἀνθρώποις», ἐξηγεῖ ὁ Ζιγαβηνός. ῾Ο πνευματικός ἐργάτης ἔχει νά διεξαγάγει ἕναν πολυμέτωπο ἀγώνα. ᾿Ιδιαίτερα ὁ ποιμένας ὀφείλει πρωτίστως νά ἐπαγρυπνεῖ, ὥστε νά διδάσκει στό ποίμνιό του τήν ὀρθή πίστη ἀλλά καί νά τό καλλιεργεῖ στήν ὀρθή κατά Χριστόν ζωή. Παράλληλα νά μήν ἀμελεῖ τό φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο καί κάθε δραστηριότητα πού ἀποβλέπει στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
 ῾Η νήψη ταυτίζεται μέ τήν ἐγρήγορση, τήν ἀδιάκοπη ἐπαγρύπνηση, καί ἀντιτίθεται στήν ἀποχαύνωση, στή νωθρότητα καί στήν ἀμέλεια. ῾Ο Κύριος λέγει· «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Μθ 26,41) καί ἄλλοτε τόνισε «ἅ δέ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε» (Μρ 13,37). ῞Οταν μάλιστα ἔκανε λόγο γιά τή δεύτερη ἔλευσή του καί τήν τελική κρίση εἶπε· «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται» (Μθ 24,42).
  Πολλές φορές ὁ Παῦλος πρότρεψε τούς πιστούς νά εἶναι ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Στό τέλος τῆς Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολῆς (16,13) γράφει· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (βλ. Μάθ. 41ο / Β´ 14ο) . Καί στούς Θεσσαλονικεῖς τονίζει· «῎Αρα οὖν μή καθεύδωμεν ὡς καί οἱ λοιποί, ἀλλά γρηγορῶμεν καί νήφωμεν. Οἱ γάρ καθεύδοντες νυκτός καθεύδουσι, καί οἱ μεθυσκόμενοι νυκτός μεθύουσιν· ἡμεῖς δέ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν» (Α´ Θε 5,6-8).
 ῾Ο ἀπ. Πέτρος, ἐπίσης, καλεῖ τούς πιστούς σέ συνεχῆ ἐγρήγορση· «Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος, ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α´ Πέ 5,8). Συνδέει μάλιστα τή νήψη μέ τήν προσευχή· «σωφρονήσατε καί νήψατε εἰς τάς προσευχάς» (Α´ Πέ 4,7). Καί ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν ᾿Αποκάλυψη προτρέπει· «Γίνου γρηγορῶν» (᾿Απ 3,2). Νά εἶσαι ἕτοιμος νά ὑποδεχτεῖς τόν Κύριο πού ἔρχεται.
Στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση σημαντική θέση κατέχουν οἱ «νηπτικοί» πατέρες. Πρόκειται γιά τούς ἁγίους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τους εἶχαν τή διαρκῆ νήψη καί ἐγρήγορση. ᾿Αγωνίστηκαν νά κρατήσουν τό νοῦ τους σέ κατάσταση νηφαλιότητος, ἡ ὁποία ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε πονηρή καί γήινη σκέψη καί τόν ἑνώνει μέ τόν Θεό. ῾Ο ἅγιος ῾Ησύχιος ὁ πρεσβύτερος διδάσκει· «Νῆψίς ἐστιν ὁδός πάσης ἀρετῆς καί ἐντολῆς Θεοῦ...καρδιακή ἀδιάλειπτος ἡσυχία ἀπό παντός λογισμοῦ, Χριστόν ᾿Ιησοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί Θεόν ἀενάως καί ἀδιαλείπτως ἐπικαλουμένη». Οἱ νηπτικοί πατέρες καλλιέργησαν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί προσοχή τοῦ νοῦ, τή βαθειά σιωπή, τή συνεχῆ μνήμη τοῦ θανάτου. ῾Η νήψη εἶναι ἰσόβια καί ἀδιάκοπη. «῞Οσον γάρ ζῇ τις», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος, «χρήζει τῆς νήψεως καί τῆς ἐπιμελείας καί τοῦ ἐξυπνισμοῦ, τοῦ φυλάξαι τόν ἑαυτοῦ θησαυρόν».
  Στήν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι μεθοῦν μέ τή μόδα, τόν εὐδαιμονισμό, τήν πολυτέλεια, τήν τηλεόραση, τίς κοσμικές συναναστροφές, τίς ἡδονές, τίς διάφορες θεωρίες καί φιλοσοφίες πού ἐνεργοῦν σάν ἕνα εἶδος κρασιοῦ καί δημιουργοῦν ζάλη. ῞Οσοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί ὑποχώρησαν στήν ἁμαρτία, παραδόθηκαν στή νωθρότητα καί τήν ἀδιαφορία, στήν ἀποχαύνωση καί τήν ἀνία, στόν παραλογισμό καί τήν ἀπελπισία. ῾Η συνείδησή τους ἔπεσε σέ ἠθικό λήθαργο καί δέν ἀγρυπνεῖ. ῎Ετσι ἐξηγεῖται ἡ διαφθορά πολλῶν νέων, ἡ εὔκολη ἀπόδρασή τους στούς ψεύτικους παραδείσους τῶν ναρκωτικῶν καί ἡ ἀνησυχητική αὔξηση τῶν αὐτοκτονιῶν.
  Νωθρότητα καί ραθυμία ὅμως καταλαμβάνει συχνά καί πολλούς χριστιανούς πού παρασύρονται ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, δελεάζονται ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀμελοῦν τόν πνευματικό τους ἀγώνα. ῾Ο κίνδυνος τῆς αἰχμαλωσίας στά δίχτυα τῆς ἀκηδίας ἀπειλεῖ τόν καθένα μας. ῾Η νήψη κάνει τόν πιστό νά ἀγρυπνεῖ ὄχι μόνο γιά τή δική του ψυχή ἀλλά καί γιά τούς ἀδελφούς του.
  Τό παράγγελμα τοῦ ἀποστόλου γιά νήψη ἀναφέρεται κυρίως στό πνεῦμα, τό κακοπάθησον πού γράφει στή συνέχεια ἀφορᾶ στό σῶμα. Καί τά δύο ἔχουν σχέση μέ τόν στρατιώτη πού στέκεται στό χαράκωμα ἄγρυπνος, κακοπαθώντας καί ὑπομένοντας μέ καρτερία διάφορες στερήσεις. «᾿Ασπάσου τούς πόνους (=τούς κόπους) τῆς ἀρετῆς», συνιστᾶ ὁ Θεοδώρητος.
 ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος βλέπει τήν κακοπάθεια ταυτισμένη μέ τή διακονία τοῦ ποιμένα τῆς ἐκκλησίας· «κακοπάθησον, δηλαδή, κοπίασε πρίν ἔρθει ἡ καταστροφή, βάλε τά πρόβατα σέ ἀσφάλεια, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν οἱ λύκοι, κακοπάθησε παντοῦ».
 Τό ποιμαντικό ἔργο παρουσιάζει δυσκολίες καί προβλήματα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ὁποίων ὁ Τιμόθεος θά μοχθήσει, ὑπομένοντας μέ προθυμία κάθε κόπο καί θυσία, μιμούμενος τό διδάσκαλό του, πού τοῦ ἔγραψε· «Σύ δέ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾿Αντιοχείᾳ, ἐν ᾿Ικονίῳ, ἐν Λύστροις. Οἵους διωγμούς ὑπήνεγκα, καί ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καί πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται» (Β´ Τι 3,10-12).
  ῎Εργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ· ῾Ο Τιμόθεος καλεῖται νά κάνει τό ἔργο τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὅπως παρήγγειλε ὁ Κύριος στούς μαθητές του κατά τήν ἀνάληψή του στούς οὐρανούς· «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ᾿Ιερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πρξ 1,8). Τήν ἐφαρμογή αὐτῶν τῶν λόγων τήν εἶδε καί τήν ἔζησε ὁ Τιμόθεος στίς μεγάλες καί κοπιαστικές περιοδεῖες τοῦ διδασκάλου του. Τώρα καλεῖται νά συνεχίσει κι αὐτός τό σωτήριο ἔργο τοῦ εὐαγγελιστοῦ. «Φέρε μεθ᾿ ἡδονῆς τούς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κινδύνους», λέει ὁ Θεοδώρητος.
  ῾Ιεραποστολικό ἔργο ὀφείλουν νά ἐπιτελοῦν ὄχι μόνον οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς καί οἱ θεολόγοι, ἀλλά καί οἱ πιστοί. ῞Ολοι οἱ χριστιανοί εἶναι ἐπιστρατευμένοι σ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο ἀγώνα· ἡ παρουσία τους στόν κόσμο νά εἶναι μαρτυρία Χριστοῦ. ῾Η φωτεινή ζωή τους καί τό ἅγιο παράδειγμά τους νά εἶναι ἕνα συνεχές, σιωπηλό ἀλλά καί δυνατό κήρυγμα, πού θά ἑλκύει τίς ψυχές στήν πίστη. Τό εὐαγγέλιο ἐξαπλώθηκε στόν κόσμο ὄχι μόνο μέ τούς ἀποστόλους, τούς πατέρες καί τούς διδασκάλους, ἀλλά καί μέ ἕνα πλῆθος χριστιανῶν πού ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοί, χωρίς μόρφωση καί ἀξιώματα, ὅμως ἐργάστηκαν μέ ζῆλο καί ὁδήγησαν ψυχές στόν Κύριο καί στήν ᾿Εκκλησία του.
  Τήν διακονίαν σου πληροφόρησον· Τό ρῆμα πληροφορῶ σημαίνει φέρω εἰς πέρας, ὁλοκληρώνω. ῾Η ἐντολή τοῦ Παύλου δηλαδή σημαίνει· ἐκτέλεσε τή διακονία σου στήν ἐντέλεια. ᾿Εκπλήρωσε μέ συνέπεια καί ὑπευθυνότητα τό καθῆκόν σου στήν ὑπηρεσία πού σοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός· ἐδῶ συγκεκριμένα στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα πού εἶχε ὁ Τιμόθεος.
 ῾Ο Κύριος ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς νά ἐπιτελοῦν τή διακονία τους μέ ζῆλο καί ἐπιμέλεια, διότι κατά τόν προφητικό λόγο εἶναι «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τά ἔργα Κυρίου ἀμελῶς» (᾿Ιε 31,10). ῞Οταν τά παιδιά τοῦ σκότους ἀναπτύσσουν τόσο μεγάλη δραστηριότητα γιά τό κακό, οἱ πιστοί πού τρέφονται μέ τό θεῖο λόγο, μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δέν δικαιολογοῦνται νά παραμένουν ἀδρανεῖς καί ράθυμοι.
  Συνοψίζοντας θά λέγαμε ὅτι στό στίχο μας περιγράφεται ἐπιγραμματικά ἡ τακτική τοῦ ἀγώνα τόν ὁποῖο διεξάγει ἀκατάπαυστα ὁ πνευματικός ἀγωνιστής· Νῆφε σημαίνει τήν ἄμυνα, κακοπάθησον δηλώνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διεξάγεται ἡ ἄμυνα· ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ ἐκφράζει τήν ἐπίθεση γιά τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τήν διακονίαν σου πληροφόρησον δείχνει τήν ἐπιτυχία τοῦ ἀγώνα.
 

β) Τό μαρτύριο τοῦ Παύλου σπονδή καί θυσία στόν Θεό (4,6)
 

  ῾Ο Παῦλος, ἰδιαίτερα τώρα πού διαισθάνεται ὅτι πλησιάζει τό τέλος του, συνιστᾶ στόν Τιμόθεο νά ἀγρυπνεῖ καί νά κοπιάζει. ᾿Αντιλαμβάνεται καί προφητεύει ὅτι ὁ Νέρωνας θά τόν ὁδηγήσει στό μαρτύριο, θά τόν ἀποκεφαλίσει. Πρίν ἀπό λίγα χρόνια ἡ ὑπόθεσή του εἶχε καλή ἔκβαση· ἀποφυλακίστηκε. Τώρα ὅμως ἔχει τήν πληροφορία ὅτι ἐκδόθηκε ἡ ἀπόφαση τῆς σφαγῆς του, ὁ ἀποκεφαλισμός του εἶναι βέβαιος. ῾Ο ἀπόστολος σπεύδει νά προλάβει γιά νά γράψει αὐτή τήν τελευταία του ᾿Επιστολή.
 
4,6. ᾿Εγώ γάρ ἤδη σπένδομαι, καί ὁ καιρός τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε.
  Τό ρῆμα σπένδομαι σημαίνει γίνομαι σπονδή, θυσιάζομαι, χύνω τό αἷμα μου (πρβλ. Φι 2,17). ῾Ο ἀπόστολος προσφέρει τόν ἑαυτό του σπονδή στόν Χριστό ὁ ὁποῖος θυσιάστηκε γιά χάρη μας.
  Καί ὁ καιρός τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε· Δηλαδή ἔφθασε ὁ καιρός τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μου. ᾿Ανάλυσις (ἀνά-λύω) εἶναι ἡ διάλυση, ἡ ἀπαλλαγή, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, δηλαδή ὁ θάνατος. ῾Ο θάνατος εἶναι μιά ἀποχώρηση, ἡ ἀπόλυση πού ζήτησε ἀπό τόν Θεό ὁ ἅγιος Συμεών ὁ θεοδόχος, λέγοντας· «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, δέσποτα» (Λκ 2,29). ῾Ο ὅρος ἀνάλυση χρησιμοποιόταν γιά τό λύσιμο ἑνός πλοίου ἀπό τά σχοινιά πού τό ἔδεναν στό λιμάνι, τό ξεκίνημά του γιά ὑπερπόντια ταξίδια. Λεγόταν ἐπίσης καί γιά τό μάζεμα καί τό δίπλωμα τῶν σκηνῶν πού ἔκαναν οἱ στρατιῶτες καθώς ἑτοιμάζονταν νά ἀναχωρήσουν ἀπό τόν τόπο στόν ὁποῖο εἶχαν στρατοπεδεύσει.
  ῾Ο ἀπόστολος γνωρίζει ὅτι ὁ ἐπικείμενος πλέον θάνατός του θά ἦταν βίαιος καί μαρτυρικός, ὅμως τόν ἀντιμετωπίζει μέ εἰρήνη καί τόν περιμένει μέ τή χαρά τήν ὁποία αἰσθάνεται ὁ ναύτης, ὅταν ἀποπλέει ἀπό ἕνα μακρινό καί ξένο λιμάνι γιά νά ἐπανέλθει στήν πατρίδα του. ῾Ο Παῦλος ἀπό αὐτή τή ζωή καί τή γῆ βλέπει τή μέλλουσα πραγματικότητα. Γνωρίζει ὅτι ἡ αἰώνια ζωή πού ἀρχίζει μετά τό θάνατο εἶναι συνέχεια τῆς ζωῆς πού προγεύεται ἐδῶ στή γῆ ὡς ζωντανό μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
  Οἱ πατέρες θεωροῦν τό θάνατο μεγάλο δάσκαλο, ὁ ὁποῖος διδάσκει τή ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καταδικάζει τήν ἀπληστία, τήν πλεονεξία, τή μνησικακία καί τήν κάθε εἴδους κακία. Αὐτός διδάσκει τή συγχωρητικότητα, τήν ἀγάπη, τήν καλοσύνη, τήν εἰλικρίνεια, τήν ἀρετή. ῾Ο ψαλμωδός παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν βοηθήσει νά συνειδητοποιήσει τό σύντομο τῆς ζωῆς· «γνώρισόν μοι, Κύριε, τό πέρας μου καί τόν ἀριθμόν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ. ᾿Ιδού παλαιστάς ἔθου τάς ἡμέρας μου, καί ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεί οὐθέν ἐνώπιόν σου» (Ψα 38,5-6). Καί πάλι· «Τήν ὀλιγότητα τῶν ἡμερῶν μου ἀνάγγειλόν μοι» (Ψα 101,24). ῞Οταν οἱ πιστοί ζοῦν μέ τή μνήμη τοῦ θανάτου, καλλιεργοῦν τή μετάνοια, προστρέχουν στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως καί προετοιμάζονται γιά τήν ἐκδημία τους ἀπό τόν κόσμο αὐτό.
 

γ) Πίστη καί δρόμος· τά δύο στάδια τοῦ καλοῦ ἀγώνα (4,7)
 

  ῾Υπάρχουν πολλοί ἀγῶνες πού μαγνητίζουν τή σκέψη καί τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων· ᾿Αγῶνες μικροπρεπεῖς καί ἀνάξιοι λόγου, πού γίνονται μέ κίνητρο τά πάθη, μέ ἀφόρμηση τό στενό προσωπικό συμφέρον καί στόχο τόν ὑποβιβασμό τῶν συνανθρώπων. ᾿Αγῶνες ἐπαίσχυντοι καί σατανικοί, πού ἀντιτίθενται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί διεξάγονται μέ τήν ἐπικουρία τοῦ σατανᾶ. ᾿Αλλά καί ἀγῶνες εὐγενεῖς, πού φιλοτιμοῦν τόν ἄνθρωπο νά κινητοποιήσει τίς δυνάμεις του γιά τό καλό τό προσωπικό του καί τῶν συνανθρώπων του. Εἶναι οἱ ἀγῶνες πού ἀξιοποιοῦν τίς δυνατότητες καί τά χαρίσματα, προάγουν τή γνώση, τήν ἔρευνα, τήν ἐπιστήμη κι ἀποσκοποῦν στήν πρόοδο τῆς κοινωνίας. Εἶναι ἀξιόλογοι καί σημαντικοί αὐτοί οἱ ἀγῶνες.
  ᾿Αλλά πάνω ἀπό ὅλους εἶναι ὁ ἀγώνας ὁ καλός, τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος, ὁ μεγάλος ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ, μᾶς παρουσιάζει ἐπιγραμματικά, μέ συγκλονιστική λιτότητα καί σαφήνεια.

4,7. Τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα.
  ῾Ο Παῦλος λίγο πρίν φθάσει στό τέρμα τῆς ζωῆς του ἐξομολογεῖται· τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι· ᾿Αγωνίστηκα τόν καλό ἀγώνα, δηλαδή τόν ἀγώνα τῆς πίστεως (Α´ Τι 6,12). «Τόν καλόν, ὡς ὠφέλιμον καί σωτήριον καί καλοῦ παντός πρόξενον», ὑπογραμμίζει ὁ Ζιγαβηνός. ῾Ο Θεοτόκης λέει ὅτι ὁ ἀγώνας τοῦ Παύλου εἶναι· «Οἱ φοβεροί διωγμοί, οἱ θανατηφόροι κίνδυνοι, ἡ φυλακή, τά δεσμά, ἡ ἁλυσίδα, οἱ μάστιγες, ἡ θηριομαχία (Α´ Κο 15,32), καί τά λοιπά παθήματα, ὅσα μέ τόση γενναιότητα ὑπέρ Χριστοῦ ὑπέμεινε ὁ ἀδαμάντινος. ῾Ο ἀγώνας αὐτός εἶναι καλός, διότι εἶναι θεάρεστος καί πρόξενος τῶν αἰωνίων καλῶν».
  Τόν δρόμον τετέλεκα· ῎Ετρεξα τό δρόμο ὥς τό τέλος. ῾Η λέξη δρόμος λέγεται μεταφορικά καί σημαίνει τήν ἐν Χριστῷ ζωή, τή ζωή πού εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Παῦλος βάδισε τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, γι᾿ αὐτό καί στήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου λέει· «ὡς τελειῶσαι τόν δρόμον μου μετά χαρᾶς καί τήν διακονίαν ἥν ἔλαβον παρά τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ» (Πρξ 20,24· βλ. Α´ Κο 9,24).
Τήν πίστιν τετήρηκα· Διαφύλαξα τήν πίστη. «Οὐδείς γάρ ταύτην ἐσύλησεν, οὐ δῆμος, οὐ δημαγωγός, οὐ βασιλεύς, οὐ τύραννος, οὐκ αὐτός ὁ διάβολος», τονίζει ὁ Θεοδώρητος.
  ᾿Αγώνας, δρόμος καί πίστη συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους. ῾Ο ἀγώνας τοῦ ἀποστόλου διεξάγεται σέ δύο πεδία, σέ δύο στάδια, τήν πίστη καί τό δρόμο.
  Τό πρῶτο ἀφορᾶ στό δόγμα, δηλαδή νά φρονοῦμε ὀρθά, νά ἔχουμε τήν ὀρθοδοξία. Τό δεύτερο ἐπικεντρώνεται στή ζωή, τήν ἠθική· νά ζοῦμε μέ ὀρθοπραξία. ῾Ο Χριστιανισμός εἶναι ἀλήθεια σωτηρίας καί ὁδός ζωῆς, τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί πολιτείας. ῾Η πίστη καί ὁ δρόμος, λοιπόν, εἶναι οἱ συντεταγμένες τοῦ ἀγώνα μας.
  ῾Η ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι τό πιό πολύτιμο ἀγαθό, πού ἀξίζει περισσότερο ἀπό τήν περιουσία, τήν ὑγεία καί ἀπό τήν ἴδια τή ζωή μας, διότι μᾶς ἐξασφαλίζει τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί μᾶς συνδέει μέ τήν αἰώνια ζωή. Οἱ πατέρες μας ἀγωνίστηκαν νά φυλάξουν καί νά παραδώσουν ἀλώβητη τήν ὀρθή πίστη. Αὐτή ἡ πίστη σήμερα βάλλεται καί προσβάλλεται ἀπό χίλια δύο συστήματα. Πολλοί καί ὕπουλοι ἐχθροί, κίνδυνοι ἀμέτρητοι καί μεγάλοι ἐλλοχεύουν σέ κάθε βῆμα, θέλοντας νά προσβάλουν τήν πίστη μας καί νά τή νοθεύσουν. Κι οἱ πιστοί ἀγωνιστές τοῦ καλοῦ ἀγώνα καλούμαστε νά διαφυλάξουμε τήν ὀρθόδοξη πίστη μας «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ».
  ῾Ο δρόμος, τό δεύτερο στάδιο τοῦ ἀγώνα, εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Πολιτογραφηθήκαμε σ᾿ αὐτήν μέ τό Βάπτισμά μας. Δέν εἶναι ὅμως ἁπλή ὑπόθεση ἡ ἐνσυνείδητη χριστιανική ζωή. ᾿Απαιτεῖ κόπο, ἱδρώτα, δάκρυ καί αἷμα. Μ᾿ αὐτά τά φωτεινά σημάδια τήν ὁριοθέτησε ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας· τόν ἱδρώτα τοῦ κόπου του, τά δάκρυα τῆς ἀγάπης του καί τό αἷμα τῆς θυσίας του. Δικό μας χρέος νά τελειώσουμε τό δρόμο τῆς σωτηρίας στόν ὁποῖο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔχει ἐντάξει. Νά παλέψουμε μέ τίς μεθοδεῖες τοῦ πονηροῦ, μέ τά θέλγητρα τοῦ κόσμου, μέ τά πάθη καί τίς κακίες τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας. ῾Η ὀρθή πίστη ἔχει ὡς συνέπεια καί τήν ἀκρίβεια στή ζωή μας.   
  ῾Ο π. Αὐγουστίνος, ᾿Επίσκοπος Φλωρίνης, γράφει· «Λέγοντας ὁ Παῦλος ὅτι ἀγωνίσθηκε τόν καλόν ἀγώνα, ἐννοεῖ ὅτι ὑπάρχει καί κακός ἀγώνας. Κακός ἀγώνας εἶναι αὐτός πού κάνουν οἱ φιλάργυροι, οἱ φιλήδονοι καί οἱ κενόδοξοι γιά νά ἐπιτύχουν τούς ἁμαρτωλούς σκοπούς τους. ᾿Από τέτοιους ἀγῶνες πρέπει νά ἀπέχει ὁ χριστιανός. Μιμητής τοῦ Παύλου πρέπει νά ἀγωνίζεται σ᾿ ὅλη τή ζωή του, μέχρι θανάτου τόν καλόν ἀγώνα. ᾿Αγώνα κατά τῆς σάρκας, πού θέλει νά μᾶς κάνει κτήνη. ᾿Αγώνα κατά τοῦ κόσμου, πού θέλει νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. ᾿Αγώνα κατά τοῦ διαβόλου, πού θέλει νά μᾶς ρίξει στήν ἄβυσσο. ᾿Αγώνα ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς ἀρετῆς. ᾿Αγώνα μέχρι τέλους. ῞Ο,τι καί ἄν στοιχίσει ὁ καλός ἀγώνας, ὁ καλός χριστιανός πρέπει νά τόν συνεχίσει. ῎Ετσι θά γίνει μιμητής τοῦ Παύλου καί φεύγοντας κι αὐτός ἀπό τό μάταιο τοῦτο κόσμο θά πεῖ· Τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι» (Σπινθῆρες ἀπό τόν ἀπόστολο, σελ.16).
 ῾Ο ἀγώνας πρέπει νά διεξάγεται νόμιμα, μέ προσοχή, μέ ὑπομονή, μέ ἐπιμονή, μέ ἀποφασιστικότητα μέχρι θανάτου. ῾Ο Κύριος εἶπε· «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης» (Λκ 13,24). Καί ὁ Παῦλος τόνισε· «πᾶς δέ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται» (Α´ Κο 9,25). ᾿Επίσης κανείς δέν κερδίζει τόν ἀγώνα ἄν δέν τρέξει ὥς τό τέλος τοῦ δρόμου. Πολλοί ἄρχισαν καλά, ἀλλά δέν συνέχισαν μέχρι τέλους καί ἀπέτυχαν.
  ῾Ο Παῦλος βάδισε τό δρόμο κρατώντας τό χέρι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ ὁδός» (᾿Ιω 14,6) ἀλλά καί ὁ ὁδηγός στό δρόμο αὐτό. Καί οἱ χριστιανοί χαρακτηρίσθηκαν «οἱ τῆς ὁδοῦ» (βλ. Πρξ 9,2). ῾Ο ἴδιος μάλιστα ὁ Παῦλος κάποτε κατεδίωκε αὐτούς πού ἀκολουθοῦσαν τήν ὁδό τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί πορείας (βλ. Πρξ 19,23· 22,4). ῞Ομως αὐτόν τό δρόμο πού καταδίωκε, τόν ἀκολούθησε· καί τώρα βλέπει ὅτι ἔφθασε πλέον στό τέλος. ῞Ο,τι εἶχε νά ἐπιτελέσει, τό ἐκτέλεσε μέ ἀκρίβεια.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἑρμηνεύει· «Εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀγωνίζεσαι καί νά τρέχεις. Νά ἀγωνίζεσαι ὑπομένοντας τίς θλίψεις καί νά τρέχεις ὄχι τυχαῖα, ἀλλά γιά κάτι χρήσιμο. Πραγματικά εἶναι ὡραῖος ὁ ἀγώνας, ὄχι ἐπειδή ἁπλῶς εὐχαριστεῖ τό θεατή, ἀλλά ἐπειδή ὠφελεῖ. ῾Ο δρόμος δέν ὁδηγεῖ στό μηδέν, οὔτε εἶναι ἐπίδειξη δυνάμεως καί φιλοτιμίας, ἀλλά ὁδηγεῖ στόν οὐρανό...Τήν πίστη τήρησα λέγει· Πολλά ἦταν πράγματι αὐτά πού ἤθελαν νά τόν ἁρπάξουν· ὄχι μόνο οἱ φιλίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί οἱ ἀπειλές καί οἱ θάνατοι καί μύρια ἄλλα. ᾿Αλλά ἀντιστάθηκε σέ ὅλα. Πῶς; Μέ νήψη καί ἐγρήγορση».
Τό πιό σπουδαῖο καί μεγάλο ἔργο τῶν πιστῶν εἶναι νά ἀγωνίζονται μέ συνέπεια καί πιστότητα τόν καλόν ἀγώνα. Νά πορεύονται κάθε μέρα τό δρόμο τοῦ Χριστοῦ μέ σταθερή πίστη καί ἁγία ζωή. ῎Ετσι καί οἱ ἴδιοι καταξιώνονται ὡς μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κι ἀπόγονοι τῶν ἁγίων τῆς πίστεως, ἀλλά καί στήν κοινωνία προσφέρουν τό πολυτιμότερο κεφάλαιο· ζωντανά μέλη πού ἀγωνίζονται γιά τό καλύτερο.
 

δ) ῾Ο δίκαιος κριτής στεφανώνει τόν ἀγωνιστή (4,8)
 

4,8. Λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δέ ἐμοί, ἀλλά καί πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ.
  ῾Η ἀμοιβή, τό ἔπαθλο πού ἐπιφυλάσσεται στόν ἀπόστολο, εἶναι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος. ῾Ο στέφανος ὑπῆρξε ἀνέκαθεν τό σύμβολο τῆς νίκης καί τοῦ θριάμβου, τῆς δόξας καί τῆς τιμῆς. Οἱ νικητές τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων καί τῶν πολέμων στεφανώνονταν μέ στέφανο δάφνης, ἐλιᾶς, φοίνικα κτλ. ᾿Εδῶ ὁ στέφανος εἶναι τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀρετῆς καί ἀπονέμεται πρός ἀναγνώριση καί ἀνταμοιβή γιά μιά δίκαιη καί ἁγία ζωή. ῾Ο Κύριος σέ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν ὑπόσχεται στέφανον ζωῆς (᾿Ια 1,12· ᾿Απ 2,10) καί στέφανον δόξης (Α´ Πέ 5,4). Οἱ γενικές δικαιοσύνης, ζωῆς, δόξης εἶναι γενικές τῆς ποιότητος καί δηλώνουν ἀπό τί εἶναι φτιαγμένο τό στεφάνι. ᾿Αποτελεῖται ἀπό δικαιοσύνη, ἁγιοσύνη καί πνευματικότητα. Πρόκειται γιά τό στεφάνι τῆς νίκης πού παίρνουν οἱ πιστοί στόν οὐρανό, καθώς εἰσέρχονται στή θριαμβεύουσα ἐκκλησία, στήν ἔνδοξη καί αἰώνια ζωή.
  ᾿Αναφέρω δύο παραδείγματα γιά νά παρουσιάσω τό στεφάνι τῆς δόξας·

  α) ῾Ο Χριστός, ὁ ὁποῖος στόν καιρό τοῦ Πάθους του φόρεσε τό ἀκάνθινο περιπαικτικό στεφάνι (Μθ 27,29· Μρ 15, 17· ᾿Ιω 19,2. 5), στήν ᾿Αποκάλυψη φοράει τό στέφανο τῆς νίκης· «᾿Εδόθη αὐτῷ στέφανος, καί ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (6,2).
  β) ῾Η Παναγία μας, πού ὑποτάχτηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί κατά τόν εὐαγγελισμό εἶπε «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λκ 1,38), ὑπήκουσε μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί ἡ ὑπακοή της ἦταν μεγάλη θυσία. Στήν ᾿Αποκάλυψη ὁ ᾿Ιωάννης τή βλέπει νά φορᾶ στό κεφάλι της ἕνα στεφάνι μέ δώδεκα ἀστέρια (βλ. 12,1). ῾Ο Χριστός καί ἡ Παναγία εἶναι τά πρότυπα στό δικό μας ἀγώνα. Νά ἀγωνισθοῦμε καί ἐμεῖς γιά νά στεφανωθοῦμε μέ τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, τῆς αἰώνιας καί ἀληθινῆς ζωῆς.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «Δέν ὑπάρχει τίποτε ὡραιότερο ἀπό αὐτόν τόν ἀγώνα. Αὐτό τό στεφάνι δέν μαραίνεται, δέν εἶναι ἀπό κότινο. Δέν εἶναι ἄνθρωπος ὁ ἀγωνοθέτης, δέν ἔχει ἀνθρώπους θεατές. Τό θέατρο ἀποτελεῖται ἀπό ἀγγέλους. Στούς ἀθλητικούς ἀγῶνες πολλές ἡμέρες κοπιάζουν καί ταλαιπωροῦνται οἱ ἀθλητές καί σέ μιά ὥρα λαμβάνουν τό στεφάνι, καί ἀμέσως φεύγει ἡ ἡδονή. ᾿Εδῶ ὅμως δέν εἶναι ἔτσι, ἀλλά γιά πάντα ὁ νικητής ζῆ σέ λαμπρότητα, σέ δόξα, σέ τιμή. Πρέπει, λοιπόν, (Τιμόθεε) νά χαίρεσαι, διότι πηγαίνω σέ ἀνάπαυση, βγαίνω ἀπό τό στάδιο. ῎Ακουσες ὅτι εἶναι καλύτερο τό νά πεθάνει κανείς καί νά εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό».
  ῞Ον ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, τόν ὁποῖο θά μοῦ δώσει ὁ Κύριος τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως, τῆς ἀνταποδόσεως. «Δέν εἶπε θά δώσει, ἀλλά θά ἀποδώσει, σάν νά ἐπρόκειτο γιά κάποια ὀφειλή καί χρέος· δίκαιος καθώς εἶναι, ἀναμφίβολα θά ὁρίσει τό ἀνταπόδομα τῶν κόπων. ῞Ωστε ὀφειλή εἶναι ὁ στέφανος, διά τή δικαιοσύνη τοῦ κριτῆ», σχολιάζει ὁ Θεοφύλακτος.
  Οὐ μόνον δέ ἐμοί, ἀλλά καί πᾶσι· Δέν πρόκειται γιά προσωπική κατάκτηση τοῦ Παύλου. Τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας ἀνήκει σέ ὅλους ἐκείνους πού ἀγαποῦν τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ, τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Δέν στεφανώνονται μόνον οἱ ἀπόστολοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι καί οἱ ἀσκητές, ἀλλά στεφανώνονται καί ὅλοι οἱ πιστοί πού μέ λαχτάρα, μέ πόθο, μέ προσμονή καί ἐγκαρτέρηση ἀναμένουν τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου τους. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «῾Ο Παῦλος ἐνθάρρυνε τό μαθητή του· ἐάν ὁ Κύριος θά δώσει σέ ὅλους τό στεφάνι, πολύ περισσότερο θά τό δώσει στόν Τιμόθεο. Δέν εἶπε ὅμως καί σέ σένα, ἀλλά πᾶσι, δηλώνοντας ὅτι, ἄν τό δώσει σέ ὅλους, ἀσφαλῶς θά τό δώσει καί σ᾿ αὐτόν».
  Τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ· ᾿Επιφάνεια σημαίνει παρουσία. Πῶς ὅμως θά μποροῦσε κάποιος νά ἀγαπήσει τήν ἐπιφάνειαν τοῦ Χριστοῦ; Τήν πρώτη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐνανθρώπησή του, τήν ἀγαποῦμε μέ τήν πίστη. Πιστεύουμε ὅτι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α´ Τι 3,16). Τή Δεύτερη Παρουσία του τήν περιμένουμε μέ τήν ἐλπίδα. Δέν ἀγαποῦν τήν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ οἱ λιποτάκτες, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τόν ᾿Ιησοῦ καί δέν περιμένουν πιά τή Δευτέρα Παρουσία.
  ῾Υπάρχει ὅμως καί μιά τρίτη ἐπιφάνεια· ῾Ο Χριστός περνάει ἀπό ψυχή σέ ψυχή καί χτυπάει τήν πόρτα. «᾿Ιδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καί αὐτός μετ᾿ ἐμοῦ» (᾿Απ 3,20). ῾Ο Κύριος περιοδεύει σάν φτωχός ζητιάνος, χτυπάει συνεχῶς τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καί περιμένει νά Τοῦ ἀνοίξουμε, νά Τόν βάλουμε μέσα στήν καρδιά μας καί νά Τόν φιλοξενήσουμε μέ τά ἀγαθά πού ὁ ἴδιος προσφέρει. Αὐτή τήν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ τήν ζοῦμε στήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός, παρών καί ζωντανός ἀνάμεσά μας. ᾿Αγαπῶ τήν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ σημαίνει ἀγαπῶ τήν ᾿Εκκλησία του, ἐκτελῶ τό θέλημά του καί μιμοῦμαι τή ζωή του. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἐξασφαλίζουμε τήν ἐπιφάνεια αὐτοῦ μέσα μας, ὅπως μᾶς τό ὑποσχέθηκε· «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (᾿Ιω 14,23).
  ᾿Εάν κανείς ἀγαπᾶ τήν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου, τά πάντα θά κάνει. ᾿Ακόμη καί τά ὑπάρχοντά του θά δώσει καί ἄν χρειαστεῖ καί τή ζωή του, ὥστε νά Τόν καλέσει μέσα του, καί νά Τόν κατέχει, γιά νά λάμπει στήν ὕπαρξή του τό φῶς. ᾿Αλλά καί γιά νά πετύχει τά μέλλοντα ἀγαθά καί νά καταξιωθεῖ νά δεῖ τή Δευτέρα Παρουσία ὅπως πρέπει, δηλαδή μέ παρρησία, μέ δόξα καί λαμπρότητα.
  ῾Η προσδοκία τῆς ἐπιφάνειας τοῦ Κυρίου στόν κόσμο γεμίζει τόν πιστό μέ χαρά καί ἐλπίδα καί τόν ἐνισχύει στόν πνευματικό του ἀγώνα, τόν κάνει ὥστε νά «θέτει ἐν τῷ Κυρίῳ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του» (βλ. Ψα 72,28). ῾Ο Θεοδώρητος ὑπογραμμίζει· «᾿Αγάπης γάρ καιρός ἀεί· ἀγαπᾷ δέ τοῦ Δεσπότου τήν ἐπιφάνειαν ὁ τοῖς ἐκείνου νόμοις ἀκολουθῶν, καί κατ᾿ ἐκείνους πολιτευόμενος. Οὗτος γάρ μετά χρηστῆς ἐλπίδος προσμένει τό θεῖον κριτήριον».

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 27 Δεκέμβριος 2019 02:00

Μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν Γα 1,11-19

Θεϊκή ἡ ἀποστολή καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου
 
Εἰσαγωγικά στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή
 

῾Η Γαλατία βρισκόταν στά βάθη τῆς Μ. ᾿Ασίας, στήν περιοχή τῆς σημερινῆς ῎Αγκυρας. Εἶχε ἔκταση σχεδόν ἴση μέ τή μισή ῾Ελλάδα. Οἱ κάτοικοί της, οἱ λεγόμενοι Γαλάτες, κατάγονταν ἀπό τή σημερινή Γαλλία. Εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν περιοχή τῆς Γαλατίας τόν 3ο π.Χ. αἰώνα, μετά ἀπό περιπλάνηση στήν ῾Ελλάδα καί τή Μ. ᾿Ασία καί ἀφοῦ εἶχαν νικηθεῖ σέ συγκρούσεις μέ τούς ντόπιους κατοίκους.

 Στήν ἑλληνική τότε Μ. ᾿Ασία οἱ Γαλάτες σιγά-σιγά ἐξελληνίσθηκαν καί ἀργότερα γνώρισαν τόν Χριστό ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος τούς ἐπισκέφθηκε στή β´ καί γ´ περιοδεία του (βλ. Πρξ 16,6·18,23). Προφανῶς ἵδρυσε ἐκκλησίες στίς μεγάλες πόλεις τῆς Γαλατίας· δέν γνωρίζουμε ὅμως πόσες. Μετά ἀπό τόν ἀπόστολο πῆγαν στή Γαλατία οἱ ἰουδαΐζοντες. ῏Ηταν ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι, ἄν καί εἶχαν βαπτισθεῖ χριστιανοί, ἔμεναν φανατικά προσκολλημένοι σέ ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας, τά ὁποῖα δέν εἶχαν ἰσχύ καί νόημα στό Χριστιανισμό. Δίδασκαν π.χ. ὅτι δέν ἐπαρκοῦν γιά τή σωτηρία ἡ θυσία καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ τελετουργικοῦ.

 Οἱ ἰουδαΐζοντες διέβαλλαν τόν ἀπ. Παῦλο στούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας καί παρουσίαζαν ὡς σπουδαιότερη τή δική τους διδαχή. ῎Ελεγαν ὅτι ὁ Παῦλος δέν εἶναι ἀπόστολος, διότι δέν ἀνήκει στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. ῎Ακουσε τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ἀποστόλους, ἀλλά δέν τή γνωρίζει καλά. ῎Ετσι ἀναστάτωσαν ὁρισμένους ἀπό τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας, ἔσπειραν στίς ψυχές τους τά ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ἀνταρσίας καί τῆς κακοδοξίας. Αὐτό λύπησε καί τάραξε τόν Παῦλο καί τοῦ ἔδωσε τήν ἀφορμή νά γράψει τήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκύκλιος ᾿Επιστολή, ἀπευθύνεται πρός ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. ῾Ο ἀπ. Παῦλος τήν ἔγραψε ὁλόκληρη μέ τό χέρι του καί τήν ἔστειλε ὡς αὐτόγραφο (Γα 6,11). Τήν ᾿Επιστολή αὐτή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τήν καταθέτει ὁ Παῦλος ὡς μία ἔγγραφη μαρτυρία. ῎Εχει σκοπό νά στηρίξει τό ἀποστολικό του κύρος καθώς καί τήν ἀναγκαιότητα καί ἐπάρκεια τῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας. Θέλει ἐπίσης νά καταδικάσει τό ἐντελῶς ἀνθρώπινο καί κοσμικό κήρυγμα τῶν ψευδαποστόλων.

Δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορισθεῖ πότε καί ἀπό ποῦ ἔγραψε τήν ᾿Επιστολή ὁ Παῦλος. Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι τήν ἔγραψε γύρω στο 55 μ.Χ. ἀπό τήν ῎Εφεσο, κατά τήν τριετία πού παρέμεινε ἐκεῖ.

῾Η πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή μαζί μέ τίς πρός Ρωμαίους καί πρός ῾Εβραίους ἀποτελοῦν τό κεφάλαιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Παύλου, μέ τό ὁποῖο διακρίθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ χριστιανική πίστη ἀπό τήν ἰουδαΐκή θρησκεία.

 Στήν περικοπή μας ὁ Παῦλος κατοχυρώνει τή θεϊκή καταγωγή τῆς ἀποστολῆς καί τῆς διακονίας του. Εἶναι ἀληθινός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί τό εὐαγγέλιό του δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό.
 

α) ῾Ο Παῦλος δέν διδάχθηκε τό Εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους (1,11-14)
 

1,11. Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον.

bible c῾Η ἔκφραση "γνωρίζω δέ ὑμῖν", εἶναι πολύ προσφιλής στόν ἀπ. Παῦλο. Τή χρησιμοποιεῖ συχνά στίς ᾿Επιστολές του (πρβλ. Α´ Κο 12,3· 15,1· Β´ Κο 8,1). Θέλει μέ αὐτή νά κινήσει τήν προσοχή τῶν μαθητῶν του, γιά νά τούς διδάξει κάποιο νέο μάθημα ἤ νά τούς ὑπενθυμίσει σπουδαῖα καί ὑψηλά θέματα τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Αὐτά πρέπει νά τά γνωρίζουν ὅλοι οἱ πιστοί. ῞Οπως ὁ ἴδιος τά γνώρισε μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί οἱ πιστοί πρέπει νά τά γνωρίσουν μέ τό κήρυγμά του.

῾Η προσφώνηση "ἀδελφοί", δεῖγμα τῆς εἰλικρινοῦς ἀδελφικῆς ἀγάπης, βεβαιώνει ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος, παρ᾿ ὅλο πού ἐκφράζεται σκληρά καί ἐπιπλήττει τούς Γαλάτες, ἐξακολουθεῖ νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς θεωρεῖ ἀδελφούς του.

"Τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾿ ἐμοῦ"· Οἱ ἐχθροί τοῦ Παύλου τόν κατηγόρησαν στούς Γαλάτες ὅτι τούς δίδαξε ἕνα δικό του ἀνθρώπινο, φτωχό εὐαγγέλιο. ῾Ο ἀπόστολος τούς ὑπενθυμίζει ὅτι τό εὐαγγέλιον, πού δίδαξε καί παρέδωσε, "οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον", δέν εἶναι ἀνθρώπινο, δέν τό ἐπινόησαν ἄνθρωποι. Δέν εἶναι καρπός οὔτε τῆς δικῆς του σκέψεως οὔτε κανενός ἄλλου ἀνθρώπου. Δέν ἔφερε μία νέα θρησκεία στή Γαλατία οὔτε ἀνέπτυξε κάποιο δικό του φιλοσοφικό σύστημα, διότι τίποτα τό ἀνθρώπινο δέν μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς. ῾Η ἀνθρώπινη σκέψη δημιουργεῖ τέχνες καί ἐπιστῆμες πού διευκολύνουν καί ξεκουράζουν πρόσκαιρα τό σῶμα καί τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὅμως καί τήν ψυχή. Οἱ Γαλάτες ὅμως ἔχουν τήν ἐμπειρία ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἔφερε ὁ Παῦλος, δίνει ὄντως τή λύτρωση καί τή σωτηρία.

Οἱ ἀλήθειες τῆς σωτηρίας ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν Θεό. Δέν ἦταν δυνατόν νά τίς ἀνακαλύψει ἄνθρωπος, διότι εἶναι ἀνώτερες ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Τό εὐαγγέλιο τό παρέδωσε στούς ἀποστόλους ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ καθαρή πηγή τῆς ἀληθείας, εἶναι φῶς, ὕδωρ ζῶν. Εἶναι ὁ γνησιότερος ἑρμηνευτής τοῦ θείου θελήματος, πού λύνει κάθε πρόβλημα καί ἀπαντᾶ σέ κάθε ἀγωνία.

᾿Επειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι "κατά ἄνθρωπον" τό εὐαγγέλιο, δέν ἱκανοποιεῖ τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες μας, γι᾿ αὐτό δυσκολευόμαστε νά τό δεχθοῦμε. Κάποιες φορές θέλουμε νά περικόψουμε τά εὐαγγελικά παραγγέλματα, νά τά κάνουμε κατά ἄνθρωπον. Εἶναι δελεαστικό π.χ. ἕνα εὐαγγέλιο πού δέν κάνει λόγο γιά ἄσκηση, θυσία, σταυρό. Καί στά χρόνια τοῦ ἀπ. Παύλου ἕνα τέτοιο εὐαγγέλιο δέν θά σκανδάλιζε καθόλου τούς ᾿Ιουδαίους οὔτε θά προκαλοῦσε τήν ἐγκόσμια σοφία τῶν ἐθνικῶν (Α´ Κο 1,18-30). Δέν θά εἶχε ὅμως καί τή δύναμη νά σώσει τόν ἄνθρωπο.
 
1,12. οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

῾Ο ἀπ. Παῦλος ἐδῶ ἀνασκευάζει τήν κατηγορία ὅτι δέν εἶναι γνήσιος ἀπόστολος, ἐφόσον δέν ἦταν μαθητής καί αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ -ὅρο πού ἔθεσε ὡς ἀπαράβατο ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐκλέξουν τόν ἀντικαταστάτη τοῦ ᾿Ιούδα (Πρξ 1,22). ῎Ηδη στό προοίμιο τῆς ᾿Επιστολῆς δηλώνει ὅτι εἶναι «ἀπόστολος οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδέ δι᾿ ἀνθρώπου, ἀλλά διά ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (1,1). Δηλαδή, ἄν καί δέν ἦταν ἀπό τούς δώδεκα, ἦταν αὐτόπτης τοῦ Κυρίου μέ τρόπο ὑπερφυσικό, ὅπως ἀναφέρει στό στίχο μας. Οἱ προηγούμενοι ἀπόστολοι παρέλαβαν βέβαια τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, διότι ἔζησαν κοντά του μέχρι τό σταυρό, τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψή του στούς οὐρανούς. ᾿Αλλά καί στόν ἀπ. Παῦλο ὁ Κύριος παρέδωσε προσωπικά ὁ ἴδιος τό εὐαγγέλιο. Προφανῶς ὁ ἀπόστολος ἀναφέρεται στήν ἀποκάλυψη πού δέχθηκε στό δρόμο πρός τή Δαμασκό (Πρξ 9,3ἑ.), ἀλλά καί ἀργότερα πολλές φορές εἶχε ἀποκαλύψεις, κατά τίς ὁποῖες διδάχθηκε τό εὐαγγέλιο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό (πρβλ. Πρξ 22,17· Γα 2,2).

 Δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· ῾Η φράση δέν σημαίνει τήν ἀποκάλυψη κάποιων ὑπέρλογων ἀληθειῶν πού ἔκανε ὁ Χριστός στόν Παῦλο, ἀλλά ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός τοῦ ἀποκαλύφθηκε. ῞Ωστε τό εὐαγγέλιο πού παρέλαβε καί διδάχθηκε ὁ Παῦλος εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός πού τοῦ φανερώθηκε. Τόν εἶδε, τόν ἄκουσε, τόν παρέλαβε, τόν ἔβαλε μέσα του. Κατά ἀνάλογο τρόπο καί τό εὐαγγέλιο πού κηρύττει ὁ Παῦλος δέν εἶναι μία διδασκαλία ἀλλά ἕνα πρόσωπο μέ τό ὁποῖο καλοῦνται νά ἀποκτήσουν ζωντανή ἐπαφή οἱ πιστοί.
 

1,13. ᾿Ηκούσατε γάρ τήν ἐμήν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν ἐδίωκον τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί ἐπόρθουν αὐτήν.

῾Ο ἀπόστολος ἐπιχειρεῖ νά ἀποδείξει καί ἱστορικά αὐτό πού ἤδη εἶπε παραπάνω, ὅτι τό εὐαγγέλιό του δέν εἶναι κατ᾿ ἄνθρωπον, ἀλλά δι᾿ ἀποκαλύψεως. ῏Ηταν ἀδύνατο νά πάρει τό εὐαγγέλιο ἀπό ἀνθρώπους, διότι δέν ἦταν μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλά ἀμείλικτος ἐχθρός της. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ᾿Ιησοῦ μπορεῖ νά ἐξηγήσει τή μεταβολή του.

᾿Ηκούσατε· Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος εἶχε μιλήσει στούς Γαλάτες γιά τήν προηγούμενη σχέση του μέ τόν ᾿Ιουδαϊσμό. Προφανῶς τούς εἶχε πεῖ ὅτι ἀπό μικρός ζοῦσε σύμφωνα μέ τά ἔθιμα καί τίς παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων. ῏Ηταν μάλιστα ἕνας φανατικός φαρισαῖος, πού μέ πάθος ὑποστήριζε τή θρησκεία τῶν πατέρων του. Δέν δυσκολεύεται ὁ Παῦλος νά γράψει ἀκόμη ὅτι ἦταν ἕνας σκληρός διώκτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, νά ὁμολογήσει ὅτι καθ᾿ ὑπερβολήν, μέ μεγάλη μανία, ἐδίωκε τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τούς χριστιανούς.

Καί ἐπόρθουν αὐτήν· Μέ τή μανία τῆς καταδίωξης, μέ συλλήψεις καί φυλακίσεις τῶν χριστιανῶν, ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νά πολιορκήσει τήν ᾿Εκκλησία καί γρήγορα, νά τήν καταστρέψει, νά τήν κατεδαφίσει καί νά τήν ἀφανίσει. Τώρα «ὡς σοφός ἀρχιτέκτων» (Α´ Κο 3,10) τήν οἰκοδομεῖ!

῾Ο Σαῦλος εἶχε καταδιώξει τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ἀγαθή συνείδηση, διότι νόμιζε ὅτι αὐτό θέλει ὁ Θεός. Κινοῦνταν ἀπό φανατισμό, ἀπό ζῆλο «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν» (Ρω 10,2). Δέν ἀντιλαμβανόταν ὅτι βρισκόταν ἔξω ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ τή μεταστροφή του ὅμως κατάλαβε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός καλεῖ καί ἐντάσσει στόν ἐκλεκτό λαό του, στήν ᾿Εκκλησία, ἰουδαίους καί ἐθνικούς πού ἀνεπιφύλακτα δέχονται τό εὐαγγέλιό του.
 

1,14. καί προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.

 Πολύ εὔστοχα, εὐφιέστατα καί παιδαγωγικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐλέγχει τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας πού εἶχαν κλονιστεῖ ἀπό τίς διδασκαλίες τῶν ἰουδαϊζόντων. Εἶναι σάν νά τούς λέει· «᾿Εγώ πρῶτος θά εἶχα τήν παρρησία νά σᾶς διδάξω τόν ᾿Ιουδαϊσμό, ἄν ὁδηγοῦσε στή σωτηρία. Διότι ὄχι μόνο τόν ἐφήρμοζα ἀλλά καί προέκοπτον, ἤμουν προκομμένος ἰουδαῖος».

῾Η τάξη τῶν ζηλωτῶν εἶχε δημιουργηθεῖ στά χρόνια τῶν Μακκαβαίων, γιά νά ὑπερασπισθεῖ τό νόμο. Σ᾿ αὐτήν ἀνῆκε ὁ Παῦλος. Εἶχε σπουδάσει τά κλασικά γράμματα καί στίς περίφημες σχολές τῆς πατρίδος του, τῆς Ταρσοῦ, ἀλλά καί στά ᾿Ιεροσόλυμα, στή σχολή τοῦ περίφημου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ (βλ. Πρξ 22,3). Σέ ὅλες αὐτές τίς σχολές ἦταν ἀνώτερος, πρῶτος ὑπέρ πολλούς συνηλικιώτας, μεταξύ ὅλων τῶν ἰουδαίων συμμαθητῶν του. Στή σημερινή πραγματικότητα θά λέγαμε ὅτι ἦρθε πρῶτος στίς γενικές ἐξετάσεις.

Περισσοτέρως ζηλωτής ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων· ᾿Επιδείκνυε τόν μεγαλύτερο ζῆλο στή γνώση, στήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου ἀλλά καί στή λαχτάρα νά μείνει σταθερό τό γένος του στόν ᾿Ιουδαϊσμό, γιά νά προκόψει.

Πατρικές παραδόσεις εἶναι τά ἑρμηνευτικά σχόλια στό νόμο καί οἱ παραδόσεις πού εἶχαν ἐπινοήσει οἱ ραββίνοι. Γιά νά ἑρμηνεύσουν δῆθεν τό νόμο, πρόβαλλαν ἀνθρώπινες διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν ἐξέφραζαν τό πραγματικό νόημα τῆς Π.Δ. Οἱ ραββίνοι εἶχαν διατυπώσει συνολικά 613 τέτοιες διατάξεις. Πολλές ἀπό αὐτές ἀποτελοῦσαν τή χειρότερη παρερμηνεία καί διαστρέβλωση τοῦ νόμου. Οἱ παραδόσεις τῶν πατέρων καί τῶν πρεσβυτέρων ἦταν ἀπέραντοι μύθοι καί γενεαλογίες, πού δημιουργοῦσαν μιά ψεύτικη ἐντύπωση ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Μεσσία εἶναι ἀνθρώπινη καί ἐπίγεια. Μέ πολλή αὐστηρότητα ὁ Κύριος ἀναφέρεται σ᾿ αὐτές καί τίς ἀποδοκιμάζει (βλ. Μθ 15· πρβλ. Μρ 7).

῾Ο ἀριστοῦχος Σαῦλος εἶχε ὅλα τά προσόντα νά γίνει ἡγέτης τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ. ᾿Αλλά τά ἀπέρριψε ὅλα, ὅταν γνώρισε τόν Χριστό. Καί μόνο ἡ μεταστροφή του ἔπρεπε νά ὁδηγήσει τούς Γαλάτες στό συμπέρασμα ὅτι κάτι τελείως ἔκτακτο τοῦ συνέβη. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου!» (Ψα 76,11). ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «῎Αν δέν ἦταν Θεός αὐτός πού ἀποκαλύφθηκε στόν Παῦλο, δέν θά δεχόταν ἐκεῖνος τόσο ἀκαριαία μεταβολήϜ ᾿Εκεῖνος πού τόσο ἀκαριαῖα ἄλλαξε, ἐνῶ βρισκόταν στό ἀποκορύφωμα τῆς μανίας, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ξαναβρῆκε τήν πνευματική του ὑγεία, διότι ἀξιώθηκε θεϊκῆς ὁράσεως καί διδασκαλίας».
 

β) ῾Η κλήση καί ἡ ἀποκάλυψη στόν Παῦλο (στ. 15-16α)
 

1,15. ῞Οτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καί καλέσας διά τῆς χάριτος αὐτοῦ.

῾Ο ἀπόστολος ἀποκαλύπτει πώς, ἐνῶ ὁ ἴδιος πελαγοδρομοῦσε στίς πατρικές παραδόσεις τῶν ᾿Ιουδαίων, ὁ Θεός εἶχε γι᾿ αὐτόν ἕνα σχέδιο, τό ὁποῖο μάλιστα εἶχε καταστρώσει ἀπό παλιά, πρίν ἀκόμη ὁ Παῦλος δεῖ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Εἶναι δύσκολο νά μεταφραστεῖ ἀκριβῶς τό ρῆμα εὐδόκησε, γι᾿ αὐτό εἶναι προτιμότερο νά τό ἀφήνουμε ἀμετάφραστο. Τό νόημά του δείχνει ὅτι ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη φιλανθρωπία του θέλησε, εὐαρεστήθηκε, εἶχε τήν καλή διάθεση, τήν εὐδοκία. Οἱ ἐνέργειες αὐτῆς τῆς εὐδοκίας εἶναι ὁ ἀφορισμός (=τό ξεχώρισμα, ἡ ἐκλογή), ἡ κλήση, ἡ ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ὁ διώκτης Σαούλ. Σέ ὅλα αὐτά ἐλεύθερα ἀνταποκρίθηκε ὁ Σαῦλος, ὥστε νά μεταστραφεῖ καί νά γίνει ὁ θαυμαστός ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη καί ἱερό δέος σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Παῦλος ἀναφέρεται στήν τιμή πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός νά τοῦ ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια του καί νά τόν ἐξαποστείλει κήρυκά του στό κόσμο.

῾Ο ἀφορίσας με· ῾Ο ἀφορισμός, ὅπως καί τό ἀνάθεμα (βλ. στ. 8), στήν Κ.Δ. ἔχει θετική καί ἀρνητική σημασία. Σημαίνει· α) αὐτό πού ξεχωρίζεται ἀπό τόν κόσμο γιά νά δοθεῖ στόν Θεό καί β) αὐτό πού ξεκόβεται ἀπό τόν Θεό καί παραδίδεται στόν διάβολο. ᾿Εδῶ ἡ μετοχή ἀφορίσας με ἔχει τήν πρώτη, τή θετική σημασία· ὁ Θεός διάλεξε τόν Παῦλο γιά τόν ἑαυτό του ἐκ κοιλίας μητρός. Παρόμοια εἶχε διαλέξει τόν ᾿Ιωάννη τόν Βαπτιστή (βλ. Λκ 1,15), τούς προφῆτες Σαμουήλ (βλ. Α´ Βα 1), ᾿Ησαΐα (βλ. ᾿Ησ 49,1) καί ᾿Ιερεμία (᾿Ιε 1,5), καί πολλούς ἄλλους ἐκλεκτούς δούλους του, τούς ὁποίους ἔταξε σέ μιά ὑψηλή ἀποστολή καί τούς κατέστησε συνεργάτες γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου του.

῾Η ἐπιλογή τοῦ Θεοῦ βέβαια δέν γίνεται αὐθαίρετα, ὅπως νομίζουμε ἐμεῖς οἱ ἀσθενεῖς ἄνθρωποι, οὔτε καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Γίνεται μέ βάση τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄγνωστη στόν παντογνώστη Θεό. Στή συγκεκριμένη περίπτωση ὁ Παῦλος ἀφορίζεται ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πρξ 9,15). Γνώριζε ὁ Θεός ὅτι ἦταν ἱκανός νά διακονήσει καί νά κάνει μεγάλο ἔργο, γι᾿ αὐτό τόν κάλεσε. ῾Ο ἴδιος ὅμως τονίζει τή φιλανθρωπία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς αἴτια τῆς ἐκλογῆς καί τῆς σωτηρίας του. Εἶχε συναίσθηση ὁ Παῦλος ὅτι δέν ἦταν ἄξιος γιά μιά τόσο μεγάλη καί τιμητική κλήση. Αἰσθανόταν ὅτι ἡ θεία χάρη ἐνεργοῦσε ὅλα τά θαυμαστά στή ζωή του καί γι᾿ αὐτό πάντοτε τόνιζε τόν πρωταρχικό της ρόλο.

᾿Αξίζει νά σημειώσουμε ὅτι, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν διαλεγμένος ἀπό τόν Θεό ὁ Παῦλος, παραπλανήθηκε τόσα χρόνια στόν ᾿Ιουδαϊσμό καί μάλιστα ἔγινε διώκτης τοῦ Χριστοῦ. ῞Ολη ἐκείνη ἡ πρό Χριστοῦ ζωή ἦταν μιά ἐμπειρία χρήσιμη καί πολύτιμη γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή τοῦ ἀποστόλου. ῞Οπως ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νά τόν ἀρνηθεῖ ὁ κορυφαῖος Πέτρος, ὥστε νά ἔχει τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως, ἔτσι ἐπέτρεψε νά γίνει διώκτης ὁ Παῦλος, γιά νά εἶναι ὁ τύπος καί ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός σώζει ἀκόμη καί τούς πιό σκληρούς διῶκτες, ἀρκεῖ νά μετανοήσουν. Μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί οἱ χειρότερες πτώσεις μας ἀξιοποιοῦνται θετικά. «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρω 8,28), θά γράψει καταθέτοντας τήν ἐμπειρία του ὁ Παῦλος.

῾Ο Θεός δέχεται καί ἀντιμετωπίζει τόν Παῦλο ὡς ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο ἐκ κοιλίας μητρός καί τόν ἐκλέγει γιά ἀπόστολό του. ᾿Εδῶ δίδεται ἔμμεσα ἡ ἀπάντηση σ᾿ ἐκείνους πού ἀμφισβητοῦν ὅτι τό ἔμβρυο εἶναι ζωντανή ὕπαρξη, καί γι᾿ αὐτό ἀποτελεῖ ἔγκλημα κάθε ἐπιβουλή ἐναντίον τῆς ζωῆς του. ῾Η ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου κυβερνᾶται ἀπό κάποιο ἀνώτερο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καί τό σχέδιο αὐτό τό ἔχει καταρτίσει καί τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός ὄχι μόνο ἀπό τή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά πρίν ἀκόμη γίνει ὁ κόσμος.

῾Ο σεβασμός τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη θέληση καί προσωπικότητα φαίνεται ἀπό τή μετοχή ὁ καλέσας με. Εἶχε τήν εὐδοκία του γιά τόν Παῦλο ὁ Θεός, ἀφήνει ὅμως στόν ἴδιο τήν πρωτοβουλία νά δεχθεῖ ἤ νά ἀπορρίψει τήν κλήση. Στό δρόμο πρός τή Δαμασκό ὁ Παῦλος ἀπαντᾶ στή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του ταπεινή ὑποταγή καί γίνεται χριστιανός καί ἀπόστολος συγχρόνως.
 
1,16α. ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν.

Σκοπός τῆς κλήσεως ἦταν νά ἀποκαλύψει ὁ Θεός στόν Παῦλο τόν υἱόν αὐτοῦ. ῾Η ἀποκάλυψη αὐτή ἦταν καθοριστική καί ρυθμιστική γιά τή μετέπειτα ζωή του. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Θεός δέν βρισκόταν στίς πατρικές παραδόσεις πού μέ σχολαστικότητα καί φανατισμό ὑπηρετοῦσε, ἀλλά ἦταν ἕνα πρόσωπο γεμάτο ἀγάπη γι᾿ αὐτόν. Συνάντησε ὄχι ἕναν δάσκαλο ἀνώτερο ἀπό τόν Γαμαλιήλ, ἀλλά μία ζωντανή παρουσία πού ἐκπλήρωνε, ξεπερνοῦσε καί φώτιζε τίς παραδόσεις τῶν πατέρων, τίς ὁποῖες ὑπεραγαποῦσε. ῎Ετσι ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο αὐτός καταδίωκε, τόν συνέλαβε καί τόν κατέστησε συνεργό καί ἀπόστολό του.

Τό ἐν ἐμοί δείχνει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶχε κατακτήσει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ Παύλου. Στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ ὁ Παῦλος δέν γνώρισε ἁπλῶς μέ τίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις του ἕνα πρόσωπο, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τό ἄκτιστο φῶς εἶχε μία μέθεξη, ἐμπειρία τοῦ θεανθρώπου Κυρίου. ῎Ενιωσε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τή θεία ἀποκάλυψη νά λαμπρύνει τήν ψυχή του καί νά τόν γεμίζει μέ Πνεῦμα ἅγιο.

῞Ινα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ῞Οπως ὁ Χριστός πῆρε τούς δώδεκα μαθητές καί τούς προετοίμασε νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο πρῶτα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, ἔπειτα στήν ᾿Ιουδαία, στήν Παλαιστίνη καί κατόπιν στά ἔθνη, ἔτσι πῆρε κι ἐμένα, λέει ὁ Παῦλος, καί μέ ἀπέστειλε στά ἔθνη. ᾿Εξομολογεῖται τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὅπως τό εἶδε ζωντανό στή ζωή του. ῾Ο πρῶτος σταθμός ἦταν ὅτι ὁ Θεός τόν ξεχώρισε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του. ῞Υστερα τόν κάλεσε καί τοῦ παρέδωσε τό εὐαγγέλιο χωρίς τή μεσολάβηση ἀνθρώπου, ὥστε τό κήρυγμά του νά εἶναι ἀξιόπιστο, αὐθεντικό.
 

γ) ῾Ο Παῦλος μετά τή μεταστροφή του κηρύττει στήν ᾿Αραβία (1,16β-17)
 

1,16β-17. εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκί καί αἵματι, οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα πρός τούς πρό ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλά ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καί πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.

῾Η ἀποστολή τοῦ Παύλου ἔγινε ἀμέσως μετά τήν κλήση του. ῎Αρχισε τό κήρυγμα εὐθέως μετά τή θεραπεία του ἀπό τόν ᾿Ανανία καί τή βάπτισή του. Οὐ προσανεθέμην, δέν συμβουλεύτηκα, λέγει, σαρκί καί αἵματι, κανέναν ἄνθρωπο (πρβλ. Μθ 16,17), δέν μέ κατήχησε οὔτε μέ δίδαξε κανείς.

Οὐδέ ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα· Πάντοτε στήν Κ.Δ., ὅταν γίνεται λόγος γιά μετακίνηση πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα ἀναβαίνω (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32· ᾿Ιω 5,1), ἐνῶ ὅταν κανείς φεύγει ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνω» (βλ. Λκ 10.30· Πρξ 24,1), διότι τά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν κτισμένα πάνω σέ ὑψηλό ὀροπέδιο. ῾Η ᾿Ιερουσαλήμ ἦταν ἡ βάση τῶν ἀποστόλων καί, ἄν ἤθελε ὁ Παῦλος νά λάβει ἀπό αὐτούς κατευθύνσεις ἤ ἐπικύρωση τῆς ἀποστολῆς του, θά ἔπρεπε ἀρχικά νά πάει ἐκεῖ. Δέν νιώθει ὅμως αὐτή τήν ἀνάγκη. Τό κύρος του ἦταν ἀδιαμφισβήτητο· τό βεβαίωνε περίτρανα ἡ ἀρχή καί ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολῆς του. Γι᾿ αὐτό ἡ πειστικότερη ἀπολογία του ἦταν ἡ ἴδια ἡ ἱστορία του καί αὐτήν ἀναφέρει κάθε φορά πού κάποιος ἀμφισβητεῖ τό ἀποστολικό του κύρος.

Πρό ἐμοῦ ἀποστόλους· ῾Υπῆρχαν κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου πού δέν γνώρισαν τόν Κύριο. Συνδέθηκαν μέ τούς ἀποστόλους, διδάχθηκαν ἀπ᾿ αὐτούς καί ἔγιναν ἀπόστολοι δεύτερης καί τρίτης γενιᾶς. Οἱ εὐαγγελιστές Λουκᾶς καί Μᾶρκος εἶναι ἀπό τούς ἀποστόλους τῆς δεύτερης γενιᾶς. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὅμως τονίζει στούς Γαλάτες ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος γνήσιος ἀπόστολος. Στούς ἄλλους ἀποστόλους δέν ἀναγνωρίζει καμία ἄλλη ὑπεροχή παρά μόνο τή χρονική προτεραιότητα στήν κλήση.

 ᾿Απῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν· ῾Υπάρχει συζήτηση μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν γιά τόν καθορισμό τῆς ᾿Αραβίας, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος (Βλ. σχετικό ἄρθρο στό περιοδ. ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ ἀρ. φύλ. 483, Μάρτιος 1986, σελ. 37). Δέν πρόκειται γιά τή γνωστή μας χώρα τῆς ᾿Αραβίας, ἀλλά γιά μία περιοχή κοντά στή Δαμασκό, πού ὀνομαζόταν ᾿Αραβία. ῾Η Δαμασκός ἦταν ἐθνική πόλη, πού ὑπαγόταν στή Συρία καί ὄχι στήν Παλαιστίνη. ῾Επομένως ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως ὁ Παῦλος ἄρχισε τόν εὐαγγελισμό τῶν ἐθνῶν. ᾿Επειδή στήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ ἀντιμετώπιζε κινδύνους ὁ ἀπόστολος, βγῆκε στήν ἐπαρχία τῆς Δαμασκοῦ, τή λεγόμενη ᾿Αραβία, ὅπου καί κήρυξε. ῾Ο Λουκᾶς δέν σημειώνει αὐτή τή λεπτομέρεια στίς Πράξεις, διότι ἐκεῖ ἁπλῶς ἐκθέτει τή μεταστροφή τοῦ Παύλου. ᾿Εδῶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος γιά ἀπολογητικούς λόγους ἐξηγεῖ ὅτι ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Χριστό δέν μεσολάβησε νεκρή περίοδος ἤ περίοδος μαθητείας σέ κάποιον ἀπόστολο, ἀλλά ἄρχισε νά κηρύττει καί μάλιστα, πιθανόν, στά ἔθνη.

 Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ σκοπός τῆς ἀναχώρησης τοῦ Παύλου στήν ᾿Αραβία ἦταν ἱεραποστολικός. «Φρόντιζε νά ἐπισκέπτεται καί τούς τόπους πού δέν εἶχαν δεχθεῖ ποτέ καλλιέργεια διαλέγοντας ἕναν τρόπο ζωῆς πού ἔχει μεγάλες ἀγωνίες καί πολλούς κόπους».
 

δ) ῾Ο Παῦλος συναντᾶ τούς ἀποστόλους Πέτρο καί ᾿Ιάκωβο (1,18-19)
 

1,18.῎Επειτα μετά ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ᾿Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καί ἐπέμεινα πρός αὐτόν ἡμέρας δεκαπέντε.
Τρία χρόνια μετά ἀπό τήν ἀναχώρησή του ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα ὁ διώκτης τῶν χριστιανῶν Παῦλος ἐπιστρέφει ὡς ἀπόστολος πλέον.

 Τό ρῆμα ἱστορῆσαι ὅπως καί τό οὐσιαστικό ἱστορία προέρχονται ἀπό τή ρίζα του ρήματος «οἶδα», πού σημαίνει γνωρίζω. Σκοπός τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ἀπ. Παύλου στά ᾿Ιεροσόλυμα ἦταν νά γνωρίσει τόν ἀπ. Πέτρο, πού τόν καιρό ἐκεῖνο βρισκόταν στά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει τήν ἐκτίμηση τοῦ Παύλου γιά τόν Πέτρο. Δέν ἔγραψε, λέει, «ἰδεῖν» ἀλλά ἱστορῆσαι, πού δείχνει τό ἐνδιαφέρον του καί ὅτι θεωρεῖ ὡς πολύ σημαντικό πράγμα καί μόνο νά γνωρίσει τόν σπουδαῖο αὐτόν ἄνδρα.

᾿Αξίζει ἐπίσης νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Παῦλος, πού προηγουμένως ἐκφράστηκε γιά τήν ἀποστολικότητά του μέ τρόπο πού θά μποροῦσε νά παρεξηγηθεῖ καί νά θεωρηθεῖ ἀλαζονικός, στή συγκεκριμένη περίπτωση φέρεται πολύ ταπεινά. Στή Γαλατία κινδύνευε ἡ καθαρότητα τοῦ εὐαγγελίου καί ἡ εἰρήνη τῆς ᾿Εκκλησίας· ἔπρεπε νά τονίσει τό ἀποστολικό του ἀξίωμα. Στή συμπεριφορά του ὅμως μέ τούς ἀποστόλους, ὅπου δέν συντρέχουν λόγοι ἀπολογητικοί, πρόθυμα ταπεινώνεται καί ἔρχεται νά τιμήσει ἕναν ἀπ᾿ αὐτούς. Παρ᾿ ὅλο πού, ὅπως ἤδη εἶπε, δέν εἶναι κατώτερος ἀλλά ἰσότιμος μέ τόν Πέτρο, τόν τιμᾶ. Φιλόφρονα τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἀνώτερο κι ἔρχεται νά τόν ἐπισκεφθεῖ, διότι εἶναι πρεσβύτερος στήν ἡλικία καί ἀρχαιότερος στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κατέχει τά πρεσβεῖα, ὄχι τό πρωτεῖο. ᾿Εκπληρώνει ἔτσι πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος τά παραγγέλματα πού συστήνει στούς χριστιανούς· «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρω 12,10) καί «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φι 2,3).

᾿Επέμεινε, δηλαδή ἔμενε συνεχῶς μαζί μέ τόν Πέτρο. Φιλοξενήθηκε, λοιπόν, γιά ἡμέρας δεκαπέντε στό σπίτι πού ἔμενε ὁ Πέτρος καί αὐτό δείχνει τή φιλία καί τήν ἀγάπη πού ἐξαρχῆς συνέδεσε τούς δύο κορυφαίους ἀποστόλους. Τό διάστημα τῶν δεκαπέντε ἡμερῶν θά ἦταν ἀνεπαρκές, ἄν ἔπρεπε ὁ Παῦλος νά μαθητεύσει κοντά στόν Πέτρο. ῏Ηταν ὅμως ἀρκετό, γιά νά καταθέσει τά δείγματα τῆς ἀποστολικότητάς του καί νά διαπιστώσουν μαζί μέ τόν Πέτρο ὅτι συμπίπτουν ἀπόλυτα στό εὐαγγέλιο πού κηρύττουν. ῞Ολα τά γεγονότα πού συνέβησαν σ᾿ αὐτές τίς δεκαπέντε μέρες στά ᾿Ιεροσόλυμα, τή γνωριμία μέ τόν Πέτρο, τό κήρυγμα στήν ᾿Ιερουσαλήμ, τίς ἀντιρρήσεις πολλῶν πιστῶν, θά μπορούσαμε νά τά ἐντάξουμε ἱστορικά συσχετίζοντάς τα μέ ὅσα γράφει ὁ Λουκᾶς στό 9ο κεφ. τῶν Πράξεων (στ. 28-29).
 
1,19. ἕτερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μή ᾿Ιάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου.

῾Ο ᾿Ιάκωβος εἶναι γιός τοῦ ᾿Ιωσήφ τοῦ μνήστορος καί ἐπειδή ὁ ᾿Ιωσήφ «ἐνομίζετο (=θεωροῦνταν)» πατέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὀνομάζεται ἀδελφός τοῦ Κυρίου, ὅπως καί ὁ ᾿Ιούδας ὁ ἀδελφόθεος. Εἶναι ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν ᾿Ιεροσολύμων καί ὡς ἐπίσκοπος ἔπρεπε νά μένει μόνιμα στήν πόλη.

῞Ετερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον· Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι δέν διέμεναν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί γι᾿ αὐτό δέν τούς συνάντησε. ῾Η ἐπίσκεψη στόν Πέτρο σήμαινε ἐπίσκεψη στόν ἡγέτη τῶν δώδεκα καί ἡ ἐπίσκεψη στόν ᾿Ιάκωβο σήμαινε ἐπίσκεψη στήν κεφαλή τῆς μητέρας τῶν ἐκκλησιῶν. ᾿Επιπλέον ἡ ἀναφορά στή συνάντηση τοῦ ἀπ. Παύλου μέ τόν ᾿Ιάκωβο ἔχει καί μία ἐντελῶς ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν περίσταση. ῾Ο ᾿Ιάκωβος ἦταν, θά λέγαμε, σκληροπυρηνικός ᾿Ιουδαῖος -ἴσως καί φαρισαῖος-, ὥστε νά τόν ἀνέχονται ὡς ἐπίσκοπό τους οἱ ἐξ ἰουδαίων χριστιανοί τῆς ᾿Ιερουσαλήμ. Τό γεγονός ὅτι αὐτός δέχθηκε τόν ἀπ. Παῦλο ἐπιβεβαιώνει τή συμφωνία μαζί του. Οἱ ἰουδαΐζοντες, πού κατηγοροῦν καί ἀπορρίπτουν τόν ἀπ. Παῦλο, ἀποδεικνύονται ψεῦτες καί συκοφάντες, ἀφοῦ ὄχι μόνο ὁ κορυφαῖος Πέτρος ἀλλά καί ὁ ἐπίσκοπος τῶν ἐξ ἰουδαίων χριστιανῶν ἀποδέχεται τόν Παῦλο καί συμφωνεῖ μαζί του.

 Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος δέν διδάχτηκε τό εὐαγγέλιο οὔτε ἀπό τόν Πέτρο οὔτε ἀπό τούς ἀποστόλους στά ᾿Ιεροσόλυμα, διότι εἶδε μόνο τούς δύο καί αὐτούς γιά λίγες μέρες. Οἱ ἰσχυρισμοί τῶν ψευδαδέλφων ἦταν συκοφαντικοί. Τό ἔργο τοῦ ἀπ. Παύλου ἦταν θεϊκό καί γνήσιο, γι᾿ αὐτό ἄντεξε στή δοκιμασία καί βγῆκε λαμπρότερο, ὅπως τό χρυσάφι, ἀπό τή φωτιά τῆς διαβολῆς καί τοῦ ψεύδους. ῾Ο ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί τό κήρυγμά του ἐπέζησαν. Καί ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοί εἴμαστε καρποί τοῦ ἔργου του.


Στεργίου Ν. Σάκκου,

Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Πέμπτη, 14 Δεκέμβριος 2023 02:00

Κυριακή Προπατόρων Κλ 3,4-11

῾Η νέα ἐν Χριστῷ ζωή

 xr ῾Η πρός Κολασσαεῖς ᾿Επιστολή διακρίνεται σέ δύο μέρη, τό δογματικό (κεφ. 1-2) καί τό πρακτικό (κεφ. 3-4).
  Στό α´ μέρος ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀσύγκριτη ὑπεροχή του ἔναντι ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος. ῎Οχι μόνο ἔπλασε τόν κόσμο ἀλλά καί τόν ἀνέπλασε. Μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή Του χαρίζει τή λύτρωση στούς πιστούς.
  Στό β´ μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς ὁ ἀπόστολος ἐκθέτει τίς πρακτικές συνέπειες πού ἔχει στή ζωή τῶν χριστιανῶν τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Θεμελιώνει τήν ἠθική διδασκαλία πάνω στή θεολογική ἀλήθεια καί τήν παρουσιάζει ὡς συνέπεια ἐκείνης.
῾Η περικοπή μας ἀποτελεῖ εἰσαγωγή στό πρακτικό μέρος τῆς ᾿Επιστολῆς καί ἀποκαλύπτει τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες, μία πνευματική (στ. 1-4), μία ἠθική (στ. 5-10) καί μία κοινωνική (στ. 11). Οἱ ἀλήθειες αὐτές χορταίνουν καί ξεδιψοῦν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀγκαλιάζουν ὅλα τά προβλήματά του καί ἱκανοποιοῦν τίς οὐσιαστικές ἀναζητήσεις του.
  1) Πνευματική ἀλήθεια· ῾Ο ἄνθρωπος δέν εἶναι τυχαῖο πλάσμα ἀλλά φορέας αἰώνιας ἀξίας. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί στό ἀναστημένο σῶμα του ἔχει κρυφτεῖ ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ χριστιανός πολιτεύεται στή γῆ ὡς πάροικος καί περαστικός. Τό ἐνδιαφέρον του εἶναι στραμμένο στόν οὐρανό, ὅπου ὁ ἀναστημένος Χριστός. ῞Οταν θά φανερωθεῖ καί πάλι στόν κόσμο ὁ Χριστός, θά φανερωθοῦν καί θά δοξαστοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί.
  2) ᾿Ηθική ἀλήθεια· ῾Η ἠθική ζωή τοῦ χριστιανοῦ θεμελιώνεται στή σχέση του μέ τόν Χριστό. Γιά νά εἶναι οὐρανοπολίτης, πρέπει νά νεκρώσει τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» μέ ὅλα τά πάθη καί τίς κακίες του καί νά ντυθεῖ τόν «νέον», πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
  3) Κοινωνική ἀλήθεια· Οἱ κοινωνικές διακρίσεις παύουν νά ὑφίστανται. Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾿Εκκλησία, ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι· ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί ἀδελφωμένοι μεταξύ μας.
  ῾Η ἀποστολική περικοπή περιλαμβάνει τούς στίχους 4-11 τοῦ 3ου κεφ. ᾿Εμεῖς θά ἀρχίσουμε τήν ἑρμηνεία ἀπό τόν πρῶτο στίχο, γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένη τήν ἑνότητα.
 
α) Στραμμένοι πρός τόν ἀναστημένο Κύριο (3,1-3)
 
3,1-2. Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς.
  ῾Η φράση εἰ οὖν δέν ἐκφράζει ὑπόθεση ἤ ἀμφιβολία ἀλλά προϋπόθεση καί βάση γιά τό συμπέρασμα πού ἀκολουθεῖ. Σημαίνει «ἐφόσον».
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἔκανε δική του τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἁγίασε καί τή θέωσε. Μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή του λύτρωσε, ἀνακαίνισε καί δόξασε τό ἀνθρώπινο γένος. ῎Ετσι κάθε ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Χριστό, μέ τή μετάνοια καί τό βάπτισμά του στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, συνεγείρεται καί συνανασταίνεται μέ τόν Χριστό. Στή νέα ἐν Χριστῷ ζωή ὁ χριστιανός, ἄν καί πορεύεται ἐδῶ στή γῆ, διατηρεῖ ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στόν οὐρανό.
  ᾿Εφόσον ὁ πιστός πορεύεται ἀκόμα μέσα στόν ἁμαρτωλό κόσμο, καί δέν ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη, εἶναι ἀνάγκη συνεχῶς νά ἀγωνίζεται, γιά νά κρατᾶ τόν ἑαυτό του σταθερά καί ἀπαρέγκλιτα προσκολλημένο στόν Κύριο καί τήν οὐράνια πατρίδα του. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἀπόστολος προτρέπει· τά ἄνω ζητεῖτε, τά ἄνω φρονεῖτε! Μέ τά δύο ρήματα ζητεῖτε καί φρονεῖτε ἀναφέρεται στά βασικά στοιχεῖα πού χαρακτηρίζουν τόν ἄνθρωπο, τίς ἀναζητήσεις καί τό φρόνημά του. Οἱ ἀναζητήσεις ἔχουν σχέση μέ τά πρακτικά θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δηλαδή μέ τή βιοθεωρία του. Τό φρόνημα συνδέεται μέ τά θεωρητικά, μέ τίς ἀπόψεις του γιά τή ζωή, τά «πιστεύω» του, δηλαδή μέ τήν κοσμοθεωρία του. Τό ἀποστολικό παράγγελμα προσανατολίζει τόσο τή βιοθεωρία ὅσο καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ χριστιανοῦ πρός τά ἄνω, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν. Τά ἐπουράνια νά ἑλκύουν τό ἐνδιαφέρον τοῦ πιστοῦ, διότι ἐκεῖ, στόν οὐρανό, βρίσκεται ὁ Χριστός. «Πλάσθηκες γιά νά βλέπεις τόν Θεό», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ὄχι γιά νά σέρνεται πάνω στή γῆ ἡ ζωή σου, ὄχι γιά νά ἔχεις τήν κτηνώδη ἀπόλαυση, ἀλλά γιά νά ἀνταποκρίνεσαι στήν οὐράνια πολιτεία». Γιά τόν πιστό ὁ οὐρανός εἶναι μία συγκεκριμένη πραγματικότητα, εἶναι ἡ πατρίδα του, ὁ θησαυρός του, τό μέλλον του, διότι συνδέεται μέ τό πρόσωπο τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος τόνισε· «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,21). ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος ἑλκύεται ἀπό τόν Θεό, διότι πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26) δική του. Μέ τήν ὑποταγή του ὅμως στήν ἁμαρτία ξέπεσε ἀπό τή δόξα του καί ἔχασε τό κάλλος του. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός τόν ἐπαναφέρει καί πάλι στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
  ῾Η φράση ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἐνῶ τό καθήμενος ὅτι κάθεται στό θρόνο του καί ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια βασιλεία του. ῾Ο ἀπόστολος, γιά νά τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν, νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό γήινες φιλοδοξίες καί νά τούς στρέψει πρός τήν οὐράνια πραγματικότητα, προβάλλει τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
  Μέ τή φράση μή τά ἐπί τῆς γῆς (πρβλ. ᾿Ιω 8,23· ᾿Ια 3,15-17) ὁ ἀπόστολος ἐπισημαίνει ἕναν κίνδυνο πού διατρέχουν οἱ πιστοί· ῎Αν καί ἀρχικά ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τά ἐπί τῆς γῆς, ἀπό τό καθεστώς τοῦ κόσμου, καί ἐντάχθηκαν στήν ᾿Εκκλησία, μπορεῖ νά παρασυρθοῦν, νά ξεφύγουν ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί νά ξαναγυρίσουν πάλι στά τοῦ κόσμου, κρατώντας μόνο ἕνα θρησκευτικό ἐπίχρισμα. Τότε θά ἀνήκουν στούς αἱρετικούς τούς «τά ἐπίγεια φρονοῦντες», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος στούς Φιλιππησίους (3,19· πρβλ. Ρω 8,5).
 
3,3. ᾿Απεθάνετε γάρ, καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ.
  ῾Ο ἀπόστολος ἐξηγεῖ γιά ποιό λόγο οἱ πιστοί δέν πρέπει νά φρονοῦν «τά ἐπί τῆς γῆς». Μέ τό βάπτισμά σας, λέει, ἀπεθάνετε μαζί μέ τόν ᾿Ιησοῦ. «Καί ὅπως στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «βυθίστηκαν οἱ Αἰγύπτιοι καί ἀνυψώθηκαν οἱ ᾿Ισραηλίτες, ἔτσι καί στήν κολυμβήθρα ὁ ἕνας (παλαιός ἄνθρωπος) ἐτάφηκε καί ὁ ἄλλος (ὁ νέος) ἀναστήθηκε. Καί ὅπως ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς συγκολλᾶ τά μεταλλεύματα καί κάνει τό χρυσάφι, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς ἐξαφάνισε τόν χωμάτινο ἀνδριάντα (τόν χοϊκό ἄνθρωπο), καί στή θέση του ἔδωσε τόν νέο, πού εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν χρυσό, εἶναι οὐράνιος!».
  Μέ τό βάπτισμα καί τή μετάνοια ὁ πιστός πεθαίνει γιά τόν ἑαυτό του καί ζῆ πλέον γιά τόν Χριστό.
  ῾Η ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ῞Οπως ὁ σπόρος, ὅταν σπέρνεται, φαίνεται ὅτι πεθαίνει, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κρυμμένος μέσα στή γῆ μαζί μέ τή ζωτικότητά του, ἔτσι καί οἱ πιστοί, πού μέ τό Βάπτισμά τους πέθαναν σύν τῷ Χριστῷ εἶναι κρυμμένοι μέσα στόν Θεό. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· «Στόν οὐρανό δέν βρίσκεται μόνο ὁ Χριστός, ἀλλά μαζί του, μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση του, βρίσκεται καί ὁ καλύτερος ἑαυτός τῶν πιστῶν, τόν ὁποῖο δέν μποροῦν νά διακρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως κανείς δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό μαργαριτάρι πού βρίσκεται μέσα στό κοχύλι». Οἱ πιστοί ζοῦν μέσα στόν κόσμο, ἀλλά ἡ ἐσωτερική ζωή τους εἶναι κρυμμένη. ῾Η πνευματική ζωή βιώνεται μόνο σύν τῷ Χριστῷ, δηλαδή μόνο ἀπό ἐκείνους πού βρίσκονται μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν ᾿Εκκλησία.
  Στά χρόνια τοῦ β´ παγκοσμίου πολέμου οἱ πλούσιοι, πού εἶχαν τεράστιες περιουσίες, κρατοῦσαν ἕνα μικρό μέρος γιά τίς ἀνάγκες τους, καί φρόντιζαν νά ἀσφαλίσουν τά πλούτη τους σέ τράπεζες τοῦ ἐξωτερικοῦ. ῎Ετσι καί οἱ χριστιανοί τόν πολύτιμο θησαυρό τῆς πνευματικῆς περιουσίας τους τόν ἔχουν ἀσφαλισμένο στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, μέσα στόν Θεό, μαζί μέ τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
 
β) Μαζί μέ τόν Χριστό ἔνδοξοι καί οἱ πιστοί (3,4)
 
  3,4. ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ.
   Οἱ ἄπιστοι δέν γνωρίζουν καί δέν βλέπουν τόν ἀναστημένο Κύριο. Οἱ πιστοί τόν γνωρίζουν, ἀλλά τόν βλέπουν μόνο μέ τά μάτια τῆς πίστεως (βλ. Β´ Κο 5,7· πρβλ. Α´ Πέ 1,8). Θά τόν δοῦν ὅλοι φανερά, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας.
  ῾Ο ἀπόστολος, ἐνῶ μιλᾶ στούς χριστιανούς τῶν Κολοσσῶν, λέει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή ἡμῶν, συμπεριλαμβάνοντας καί τόν ἑαυτό του. ῾Ο Χριστός, «ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς» (Πρξ 3,15), εἶναι ἡ ζωή ὅλου τοῦ κόσμου ἀλλά ἰδιαίτερα τῶν πιστῶν. Μέσα στή δική του παρουσία βρίσκει ὁ πιστός τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς. ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης γράφει· «῾Ο ἔχων τόν υἱόν ἔχει τήν ζωήν· ὁ μή ἔχων τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ τήν ζωήν οὐκ ἔχει» (Α´ ᾿Ιω 5,12· πρβλ. ᾿Ιω 11,25). ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ χορηγός τῆς ζωῆς· μέσα στήν ᾿Εκκλησία μᾶς προσφέρει τή ζωή μέ τό λόγο του καί μέ τά μυστήριά του.
Τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ· Τότε, κατά τή δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά ἐμφανισθοῦν μαζί του καί οἱ πιστοί (πρβλ. Β´ Θε 1,10) καί θά ἀποκαλυφθεῖ σέ ὅλους καί ἡ δική τους δόξα. Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι πάντοτε ὁ ἀπόστολος προσπαθεῖ νά δείξει στούς πιστούς ὅτι εἶναι σέ ὅλα μέτοχοι μέ τόν Χριστό. ῎Ετσι στήν περικοπή μας βλέπουμε νά γίνεται λόγος γιά θάνατο, ἀνάσταση, φανέρωση, δόξα καί τοῦ Χριστοῦ καί τῶν χριστιανῶν.
  Γιά τή ζωή τῶν πιστῶν μετά τή δευτέρα Παρουσία ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στούς Θεσσαλονικεῖς· «πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θε 4,17). ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης ἀποκαλύπτει· «οἴδαμεν δέ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι» (Α´ ᾿Ιω 3,2), θά εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν ἀναστημένο Κύριο καί θά μποροῦμε πλέον νά τόν βλέπουμε ὅπως εἶναι. ῾Η ἐλπίδα, ὅτι οἱ πιστοί θά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Κύριο, τούς ἐμπνέει τή δύναμη καί τό ζῆλο, ὥστε νά διατηροῦν ἁγνό τόν ἑαυτό τους (βλ. Α´ ᾿Ιω 3,3). Στούς ἑπόμενους στίχους ὁ ἀπ. Παῦλος θεμελιώνει σ᾿ αὐτή τήν ἐλπίδα τίς προτροπές πού ἀπευθύνει στούς Κολασσαεῖς.
 
γ) Νεκροί γιά τήν ἁμαρτία (3,5-7)
 
  ᾿Αναφέρεται μία πεντάδα παθῶν πού πρέπει νά νεκρώσει ὁ πιστός. ῾Η πεντάδα αὐτή ἔχει σχέση μέ τά σαρκικά πάθη, στά ὁποῖα ἐντάσσεται καί ἡ πλεονεξία.
  3,5. Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία.
  Τό παράγγελμα διατυπώνεται ὡς συμπέρασμα τῶν προηγουμένων, ὅπως δηλώνει καί ὁ σύνδεσμος οὖν. ᾿Εφόσον ἔχετε πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό καί θά φανερωθεῖτε μαζί του κατά τή Δευτέρα Παρουσία του, νεκρώσατε, λοιπόν, τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς.
  Οἱ χριστιανοί μέ τό Βάπτισμά τους ἔγιναν συμμέτοχοι στό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, πέθαναν γιά τήν ἁμαρτία καί τόν κόσμο· «Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γα 5,24). ῎Εμεινε ὅμως μέσα τους ἡ ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ καί μετά τό Βάπτισμα. ῾Ο ἀπ. Παῦλος καλεῖ τούς πιστούς μέ τόν συνεχῆ πνευματικό ἀγώνα καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο νά ἀπορρίψουν ἤ νά ἀπομακρύνουν, ἀλλά νά ἐξαφανίσουν ἐντελῶς, νά νεκρώσουν αὐτή τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, ὥστε νά μήν ὑπάρχει πλέον. Στήν προτροπή νεκρώσατε βλέπει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς ἁμαρτίας, διότι «τό νεκρό εἶναι μισητό, ἀποτρόπαιο, ἀποσυντεθειμένο. ῎Αν νεκρώσεις τή ροπή γιά τήν ἁμαρτία, δέν μένει νεκρή, ἀλλά φθείρεται ἀμέσως, ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα».
  Διευκρινίζει ἐπίσης ὁ ἅγιος ἑρμηνευτής ὅτι ὁ χαρακτηρισμός τῶν μελῶν ὡς τά ἐπί τῆς γῆς δηλώνει τήν ἁμαρτία. Δέν κατηγορεῖ τά μέλη τοῦ σώματος ὡς αἰτία τῆς ἁμαρτίας. «῎Αν τό μάτι βλέπει τά σώματα, τά κάλλη καί τά χρήματα, τό αὐτί εὐχαριστεῖται μέ τό ἡδυπαθές μέλος, τήν κιθάρα καί τόν αὐλό καί τήν αἰσχρολογία, καί γενικά τά μέλη ἐπιθυμοῦν ὅλες τίς γήινες ἀπολαύσεις, εἶναι μέλη ἐπί τῆς γῆς... ῎Αν τό αὐτί ἀκούει τά λεγόμενα στούς οὐρανούς, τό μάτι δέν στηλώνεται στά ἐδῶ, τό στόμα δέν λέει τίποτα ἀπό τά ἐδῶ, τό χέρι δέν πράττει τίποτε ἀπό τά πονηρά... τότε τά μέλη ἀνήκουν στόν οὐρανό».
  ᾿Εξηγώντας ποιά εἶναι τά μέλη τά ἐπί τῆς γῆς, ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει δειγματοληπτικά μερικά μόνο ἀπό αὐτά, γιά νά ἀσφαλίσει τούς πιστούς ἀπό ἁμαρτωλές προκλήσεις ἀλλά, ἴσως, καί γιά νά ἀνακαλέσει στήν τάξη κάποιους χριστιανούς πού ἔπεσαν στίς συγκεκριμένες ἀσχημίες. ᾿Αρχίζει τήν ἀναφορά ἀπό τά σαρκικά πάθη, διότι αὐτά ὀργίαζαν στούς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς τῶν Κολοσσῶν. ᾿Αρκεῖ νά θυμηθοῦμε ὅτι τά φρυγικά μυστήρια συνδέονταν μέ ἀκατονόμαστες ἀσέλγειες (πρβλ. ᾿Απ 2,14). Πρῶτα ἀναφέρει τήν πορνείαν. ᾿Ακαθαρσίαν χαρακτηρίζει τήν ἠθική ρυπαρότητα, τήν ἀσέλγεια, τά βρόμικα σαρκικά πάθη, τά ὁποῖα ἀποφεύγει νά ἀναφέρει ὀνομαστικά, διότι «τά γάρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν» (᾿Εφ 5,12).
  Μέ τή λέξη πάθος χαρακτηρίζει αἰσχρά σαρκικά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα καθορίζει ἀλλοῦ ὡς «πάθη ἀτιμίας» (Ρω 1,26) ἤ «πάθος ἐπιθυμίας» (Α´ Θε 4,5). «Πάθος, καθότι ἀληθῶς πάσχει καί τυραννεῖται ὁ ὑπ᾿ αὐτῶν πυρούμενος», σχολιάζει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης.
  ᾿Επιθυμίαν κακήν· ῾Υπάρχει βέβαια καί καλή ἐπιθυμία. ῾Ο προφήτης Δανιήλ χαρακτηρίζεται «ἀνήρ ἐπιθυμιῶν» (Δα 9,23), διότι ἐπιθυμοῦσε ἅγια καί ἱερά πράγματα. Στήν περίπτωσή μας ὅμως πρόκειται γιά τήν κακή ἐπιθυμία καί μάλιστα γι᾿ αὐτή πού μολύνει τήν καρδιά καί ὑποκινεῖ τά σαρκικά πάθη. ᾿Από τό λογισμό καί τήν ἐπιθυμία ξεκινοῦν ὅλα τά κακά.
  Τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία· Πλεονεξία εἶναι ἡ ἄπληστη ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί ἡ προσκόλληση σ᾿ αὐτά. Εὔστοχα χαρακτηρίζεται εἰδωλολατρία (πρβλ. ᾿Εφ 5,5), διότι οἱ πλεονέκτες παύουν νά εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί γίνονται δοῦλοι τῶν χρημάτων. Καταπατοῦν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ· «μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς... ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Μθ 6,19-21). ᾿Εξάλλου, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεοδώρητος, ὁ Κύριος ὀνόμασε τόν μαμωνᾶ (=τόν πλοῦτο) «κύριο», γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι ἐκεῖνος πού δουλεύει στό πάθος τῆς πλεονεξίας τιμᾶ τόν πλοῦτο ὡς θεό.
  ῾Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ἑρμηνεύει· «Εἶπε ὅτι ἡ πλεονεξία ἐστίν εἰδωλολατρία, διότι καθώς οἱ εἰδωλολάτρες, σχηματίζοντας εἴδωλα χρυσά καί ἀργυρά καί λίθινα καί ἀπό κάθε ἄλλη ὕλη κατασκευασμένα, πάνω σ᾿ αὐτά εἶχαν στηρίξει ὅλη τήν ἐλπίδα τῆς εὐτυχίας τους, ἔτσι καί οἱ πλεονέκτες, συγκεντρώνοντας κάθε εἴδους ἀποκτήματα, ἀπό αὐτά ἐλπίζουν κάθε ὑπεράσπιση καί ἀπόλαυση καί ἀνάπαυση».
  ῾Ο ἄνθρωπος, γιά νά ζήσει τήν ἠθική πού κηρύττει τό εὐαγγέλιο, πρέπει νά καλλιεργηθεῖ ἐσωτερικά, νά ξερριζώσει τά πάθη του καί νά ἀσκήσει τήν ἀγάπη. ῾Η ἠθική ἀποβλέπει στό νά κάνει τούς ἀνθρώπους τίμιους καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἐντιμότητος στίς συναλλαγές καί στίς σχέσεις τους μέ τούς συνανθρώπους τους ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁγνότητος. Στό πρῶτο ἀντιτάσσεται ἡ πλεονεξία, στό δεύτερο ἡ σαρκολατρία. Καί τά δύο αὐτά ἁμαρτήματα εἶναι ἐξίσου σοβαρά καί μάλιστα, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἡ πλεονεξία εἶναι χειρότερη καί ἀπό τή σαρκολατρία, διότι ὁ σαρκολάτρης νικιέται ἀπό τή σάρκα, πού εἶναι πράγματι ἕνας σκληρός καί ἰσχυρός ἀντίπαλος, ἐνῶ ὁ πλεονέκτης νικιέται ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί κυρίως ἀπό τό χρῆμα, πού εἶναι εὐτελές καί ἀνίσχυρο.
  ῾Ο πιστός ἀγωνίζεται μέ χαρά καί ἐνθουσιασμό νά μένει τίμιος· τίμιος στήν ἁγνότητά του καί τίμιος στίς συναλλαγές του. ῾Η ἠθική ζωή του ἀπορρέει ἀπό τήν πίστη του στόν Χριστό καί στήν αἰώνια ἀξία πού ἔχει τό ἀναστημένο του σῶμα. Γιά τό λόγο αὐτό δέν ἀντιμετωπίζει τόν κίνδυνο νά κουραστεῖ ἤ νά ἀποκάμει, νά ἀπογοητευθεῖ ἤ νά δειλιάσει.
 
3,6. δι᾿ ἅ ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας.
  Δι᾿ ἅ, γιά ὅλα αὐτά, τά πάθη πού ἀνέφερε προηγουμένως ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Εφ 5,6· Α´ Θε 2,16). ῾Ο Θεός βέβαια δέν ὀργίζεται. ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως ἀπομακρύνεται μέ τήν ἁμαρτία του ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τήν ὀργή του. ῞Οπως τά σύννεφα κρύβουν τόν ἥλιο, ἔτσι τά πάθη κρύβουν ἀπό τά μάτια μας τόν Θεό καί τότε νιώθουμε τήν ὀργή του. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ πληρώνεται μέ ἀκριβό τίμημα. Τό βαρύ κόστος τῆς παραβάσεως τοῦ θείου θελήματος τό περιγράφει ἀναλυτικά ὁ ἀπόστολος στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή (1,18-32). ῾Ο Θεός ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά χρησιμοποιήσει τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε ἀκόμα καί γιά τήν καταστροφή του.
  Στήν ἁγία Γραφή ὀργή τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται καί ἡ κόλαση (Μθ 3,7· Ρω 2,5· Α´ Θε 1,10 κ.ἀ.), ἡ ὁποία δέν ἐκδηλώνεται μόνο μετά τό θάνατο ἀλλά καί στήν παροῦσα ζωή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἶναι ὁ κατακλυσμός πού καταπόντισε τόν κόσμο τήν ἐποχή τοῦ Νῶε (Γέ 7), ἡ φωτιά πού κατέκαυσε τούς διεφθαρμένους κατοίκους τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας (Γέ 19), ἡ τιμωρία τοῦ πλεονέκτη βασιλιᾶ ᾿Αχαάβ (Γ´ Βα 22, 34-38).
᾿Επί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας· Οἱ ἄνθρωποι πού ἐπισύρουν πάνω τους τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού δέν ἁμαρτάνουν ἀπό ἄγνοια ἤ συναρπαγή τοῦ πονηροῦ ἀλλά ἀπό ἀπείθεια. Δέν ἔχουν τή διάθεση νά ὑπακούσουν στόν Θεό, δέν θέλουν νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ἐντολές του. Καί ὅπως ἐκεῖνοι πού πετροβολοῦν τά ἄστρα ἤ φτύνουν τόν ἥλιο δέχονται στό κεφάλι τους αὐτά πού ἐκτοξεύουν, ἔτσι καί οἱ ἀπειθεῖς ὑφίστανται τή συνέπεια τῆς ἀπείθειάς τους.
 
3,7. ἐν οἷς καί ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς.
  ῾Υπενθυμίζοντας ὁ ἀπ. Παῦλος στούς παραλῆπτες τῆς ᾿Επιστολῆς τήν προηγούμενη ἁμαρτωλή ζωή τους δέν τούς προσβάλλει. ᾿Αντίθετα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τούς ἐγκωμιάζει καί τούς ἐπαινεῖ, διότι ἐνῶ ποτέ, κάποτε, στό παρελθόν, ζοῦσαν ἔτσι, τώρα ἔχουν ἀλλάξει ζωή καί δέν ἔχουν καμία σχέση μέ ὅλες αὐτές τίς ἀσχημίες. ῾Η ὑπενθύμιση αὐτή εἶναι ὠφέλιμη, διότι γίνεται ἀφορμή νά ἀνανεώνουν τή μετάνοιά τους καί νά ζοῦν συντριβή γιά τά χρόνια πού σπατάλησαν στήν ἁμαρτία. «᾿Αρκετός ὁ παρεληλυθώς χρόνος» (Α´ Πέ 4,3), τόν ὁποῖο ξόδευσαν σέ ματαιότητες καί κακίες· τώρα χαίρονται τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
 
δ) ᾿Αποβολή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου· ἔνδυση τοῦ νέου (3,8-10)
 
  Στή συνέχεια ὁ ἀπόστολος ἀπαριθμεῖ μία ἄλλη πεντάδα ψυχικῶν παθῶν, τήν ὁποία ἐπιβάλλεται νά καταπολεμήσει καί νά ἀποβάλει ὁ πιστός, ὥστε νά μή ξαναζήσει μέσα του ὁ παλαιός ἄνθρωπος.
 
3,8. νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν.
  ῾Ο ἀπόστολος ἀντιπαραθέτει στήν προηγούμενη κατάσταση τῶν χριστιανῶν, «ποτέ», τήν τωρινή ζωή τους, νυνί, γιά τήν ὁποία παραγγέλλει ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα. Γιά τά πάθη πού ἀνέφερε στό στίχο 6, ἔδωσε τήν ἐντολή «νεκρώσατε». Γι᾿ αὐτά πού θά ἀπαριθμήσει στή συνέχεια προστάζει ἀπόθεστε, ξεφορτωθεῖτε, ἀποβάλετε, διῶξτε. Πρόκειται γιά κακίες καί ψυχικά πάθη πού εἶναι ριζωμένα βαθιά στόν ἄνθρωπο καί δύσκολα ἐξαλείφονται τελείως. Οἱ Κολασσαεῖς καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὀφείλουν νά ἐπαγρυπνοῦν καί νά προσέχουν τόν ἑαυτό τους. Κάθε φορά πού κινοῦνται στόν ἐσωτερικό τους κόσμο τά πάντα, καθετί ἀρνητικό, ἀντίθετο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως ὀργή, θυμός, κακία, νά τά ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ψυχή τους. ᾿Ακόμη, νά μή λερώσουν καί τή γλώσσα τους μέ βλασφημία καί αἰσχρολογίαν.
  Τή διαφορά ἀνάμεσα στήν ὀργήν καί στό θυμόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τήν προσδιορίζει ὡς ἑξῆς· «Θυμός μέν ἀθρόος ζέσις φρενός, ὀργή δέ θυμός ἐμμένων», δηλαδή, ὁ θυμός εἶναι μία πρόσκαιρη ἔξαψη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ὀργή εἶναι ὁ ἐπίμονος θυμός πού ἐκδηλώνεται ὡς ὁρμή γιά ἐκδίκηση. ῾Ο θυμός δείχνει ὅτι ἐξαντλήθηκε ἡ μακροθυμία, ἡ ὀργή δηλώνει ὅτι δέν ὑπάρχει πραότητα.
Κακία ὀνομάζει τή μνησικακία, τήν κακεντρέχεια. Αὐτό τό πάθος περιέχει καί μονιμοποιεῖ τά δύο προηγούμενα. ᾿Εκεῖνος πού φιλοξενεῖ στήν καρδιά του τήν ὀργή καί τό θυμό ἔχει κακία.
  Βλασφημία (ἀπό τό ρῆμα βλασφημῶ=βλάπτω τή φήμη κάποιου) λέγεται ἡ κακολογία, ἡ συκοφαντία (πρβλ. Μρ 7,22· ᾿Εφ 4,31· Α´ Τι 6,4 κ.ἀ.). Αἰσχρολογία εἶναι τά βρόμικα καί ἄσεμνα λόγια. Κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὁ ἀπόστολος προσθέτει ἐμφατικά στό τέλος τοῦ στίχου τή φράση ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, γιά νά δηλώσει ὅτι τά δύο τελευταῖα πάθη δέν μολύνουν μόνο τά αὐτιά ἐκείνων πού τά ἀκοῦν ἀλλά κυρίως τό στόμα ἐκείνου πού τά λέει. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ὑπογραμμίζει τή σοβαρότητα τῶν ἁμαρτημάτων αὐτῶν, διότι μολύνουν τό στόμα τό ὁποῖο ἁγιάζεται μέ τή θεία κοινωνία (πρβλ. ᾿Ια 3,10-11).
 
3,9. μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ.
  Τό παράγγελμα μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους συνιστᾶ στούς πιστούς νά μή χρησιμοποιοῦν τό ψέμα, πού ἀφαιρεῖ τήν ἐμπιστοσύνη καί προσβάλλει τή μεταξύ τους ἀγάπη. Τό ψέμα εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας· οἱ πρωτόπλαστοι ἄρχισαν νά τό χρησιμοποιοῦν ἀπό τή στιγμή πού ἁμάρτησαν. Γιά νά μήν μπαίνουν, λοιπόν, οἱ χριστιανοί στόν πειρασμό νά ποῦν ψέματα γιά νά καλύψουν τά ἁμαρτήματά τους, ὀφείλουν νά ἀγωνισθοῦν ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ. Νά ξεντυθοῦν τόν παλαιόν ἄνθρωπον, μαζί μέ τίς πράξεις, δηλαδή μέ τά πάθη καί τίς κακίες, τίς ὁποῖες μόλις ὀνόμασε ὁ ἀπόστολος. Παλαιόν ἄνθρωπον ὀνομάζει ἡ Κ.Δ. τήν παλαιωμένη καί ἐξασθενημένη ἀπό τήν ἁμαρτία ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἀναγεννήθηκε. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὀνομάζεται καί «ψυχικός» (Α´ Κο 2,14) ἤ «σαρκικός» (Α´ Κο 3,1-4). ῾Ο παλαιός ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει μέ τό βάπτισμα καί οἱ πιστοί τόν ξεντύθηκαν καί τόν ἀπέβαλαν ἀπό τόν ἑαυτό τους. Γιά νά διατηρήσουν ὅμως αὐτή τήν καθαρότητα πρέπει διαρκῶς νά ἀγωνίζονται, ὥστε νά μήν ἐπιτρέπουν τήν κυριαρχία τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέσα τους, ἀλλά νά μετανοοῦν γιά τίς πτώσεις τους.
 
3,10. καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν.
  Οἱ πιστοί μέ τό βάπτισμα πέταξαν ἀπό πάνω τους κάθε κακία καί ντύθηκαν τόν νέον ἄνθρωπο, ἄρχισαν μιά νέα ζωή. Σ᾿ αὐτή τή νέα ζωή πρέπει συνεχῶς νά ἀνανεώνονται (πρβλ. Β´ Κο 4,16), ὥστε νά ἔχουν πνευματική αὔξηση. ῾Η αὔξηση γίνεται μέ τήν ἐπίγνωσιν, τή βιωματική προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ καί τή μίμησή του.
  Κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν· ῾Η ἔκφραση μᾶς θυμίζει τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου· «Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26). «Εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κλ 1,15) εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι τό πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ. ῾Ο Μ. ᾿Αθανάσιος γράφει σχετικά· «῾Ο τοῦ Θεοῦ Λόγος δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵν᾿ ὡς εἰκών τοῦ Πατρός, τόν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ», δηλαδή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός, ἐπισκέφθηκε τή γῆ, γιά νά ἀνακαινίσει τόν ἄνθρωπο πού εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.
 
ε) Κατάργηση τῶν διακρίσεων (3,11)
 
3,11. ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός.
  Γιά τήν κατάργηση τῶν διακρίσεων μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί στήν πρός Γαλάτας ᾿Επιστολή προσθέτοντας καί τήν κατάργηση τῆς διακρίσεως τῶν δύο φύλων· «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ» (3,27-28· πρβλ. Α´ Κο 12,13).
  Τά δύο ζεύγη τῶν ἀντιθέσεων ῞Ελλην καί ᾿Ιουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, δηλώνουν τή θρησκευτική διαφορά πού χώριζε τόν εἰδωλολατρικό κόσμο ἀπό τόν ἰουδαϊκό. Τό πρῶτο ζεῦγος ἀναφέρει τά ὀνόματα τῶν δύο κόσμων. Τό δεύτερο δείχνει τά σημάδια πού διέκριναν τούς δύο αὐτούς κόσμους, σάν νά ἦταν οἱ σημαῖες τους. Δέν ἐννοεῖ βέβαια ὁ ἀπόστολος ὅτι ἐξέλιπε πλέον τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, ἀλλά ὅτι καταργεῖται ὅλος ὁ τελετουργικός κώδικας πού ρύθμιζε καί τήν πιό μικρή λεπτομέρεια τῆς ζωῆς τῶν ᾿Ιουδαίων. Καταργεῖται ἐπίσης καί ὁ εἰδωλολατρικός τρόπος ζωῆς πού ἄφηνε τόν ἄνθρωπο στήν ἀσυδοσία. Τήν ἴδια ἀλήθεια διακηρύττει ὁ ἀπόστολος ὅταν γράφει· «οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις» (Γα 6,15 πρβλ. Γα 5,6).
 Στή χριστιανική κοινωνία καταργοῦνται καί οἱ πολιτισμικές διαφορές. Οἱ δύο λέξεις βάρβαρος, Σκύθης δέν δηλώνουν μία ἀντίθεση, ὅπως συμβαίνει μέ τίς προηγούμενες καί μέ τήν ἑπόμενη δυάδα λέξεων, ἀλλά τοποθετοῦνται κλιμακωτά. Βάρβαροι ὀνομάζονταν οἱ ἀπαίδευτοι, οἱ ἀμόρφωτοι λαοί, σέ ἀντίθεση μέ τούς μορφωμένους ῞Ελληνες. Οἱ Σκύθες, ἀσιατικός λαός, ἦταν οἱ πιό ἄγριοι ἀπό ὅλους τούς βαρβάρους, πού, ὅπως μαρτυροῦν ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, λίγο διέφεραν ἀπό τά θηρία.
  Μέσα στήν ᾿Εκκλησία δέν ὑπάρχουν πλέον καί οἱ ταξικές διαφορές δοῦλος, ἐλεύθερος πού χώριζαν τούς ἀνθρώπους, διότι παντοῦ κυριαρχεῖ ὁ Χριστός.
«Πάντα ὑμῖν ὁ Χριστός ἔσται, καί ἀξίωμα καί γένος», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο Χριστός εἶναι γιά τούς χριστιανούς τό πᾶν· τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ὁ μόνος Κύριος καί Σωτήρας τους, ἡ μόνη ἐλπίδα καί εὐτυχία τους.
  ῾Η ἀδυναμία τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας νά ζήσουν τήν ἀγάπη καί τήν ἀλήθεια, πού εἶναι παράγοντες εὐτυχίας καί κοινωνικῆς ἁρμονίας, γίνεται αἰτία νά ὑψωθοῦν τείχη ἐχθρικά μεταξύ τῶν διαφόρων ὁμάδων καί παρατάξεων, τίς ὁποῖες δημιουργεῖ ἡ ποικιλία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῎Ετσι παρουσιάζεται ἕνα ἀπό τά πιό σοβαρά προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας, καί κάθε ἐποχῆς, τό κοινωνικό πρόβλημα. Μέσα σ᾿ αὐτό περιλαμβάνεται ἡ δικαιοσύνη, ἡ δουλεία, ἡ σχέση τοῦ ἐργάτη-ἐργοδότη, ἡ θέση τῆς γυναίκας, τό πολίτευμα κτλ.
  Σέ ὅλα αὐτά τά θέματα οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νά δώσουν διάφορες λύσεις, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες φαίνονται ἐντυπωσιακές. ῎Ετσι ὑπάρχουν π.χ. πολιτικά συστήματα πού ὑπόσχονται ἰσότητα, τήν ὁποία ὅμως ἐπιβάλλουν μέ ἐξωτερικούς τρόπους καί ἔτσι καταλήγουν στή βία. ῾Η ἰσότητα τήν ὁποία ἐπιδιώκουν τά ἀνθρώπινα συστήματα θυμίζει τήν τακτική τοῦ ἀρχαίου Προκρούστη. Προσπαθεῖ νά φέρει ὅλους τούς ἀνθρώπους στό ἴδιο ὕψος, καί τούς μέν ψηλούς τούς κόβει τά πόδια, τούς δέ κοντούς τούς τεντώνει γιά νά ἀνυψωθοῦν.
  Τό εὐαγγέλιο πρίν μιλήσει γιά ἰσότητα, ἀποκαλύπτει τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια, παιδιά τοῦ ἴδιου Θεοῦ πατέρα. ᾿Από αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια προβάλλει ἡ ἠθική τοῦ χριστιανοῦ, ἡ τίμια καί ἁγνή συναναστροφή του στήν κοινωνία. Καί καλλιεργεῖται ἡ κοινωνική ἀλήθεια. ῞Οταν ζήσουμε αὐτές τίς ἀλήθειες, τότε πράγματι δέν θά ὑπάρχουν φτωχοί καί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι, διότι ὁ καθένας θά ἔχει τή θέση του μέσα στήν κοινωνία. Θά εἴμαστε ὅλοι μέλη τῆς μεγάλης οἰκογένειας, τῆς κοινωνίας. Μέσα στήν οἰκογένεια ὁ καθένας προσφέρει αὐτό πού μπορεῖ καί παίρνει αὐτό πού τοῦ χρειάζεται, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του. ᾿Αναφέρω τό ἑξῆς παράδειγμα· Σέ μία οἰκογένεια, πού ἀποτελεῖται ἀπό 8 ἄτομα, δουλεύουν τά 4, ἐνῶ τά 2 σπουδάζουν στό ἐξωτερικό καί τά ἄλλα 2 εἶναι ἀνήμπορα. Τό εἰσόδημα ἀπό τή δουλειά δέν μοιράζεται ἴσα σ᾿ ὅλα τά μέλη. ᾿Εκεῖνοι πού ἐργάζονται καί προσφέρουν στήν οἰκογένεια, ξοδεύουν λιγότερα ἀπό ἐκείνους πού δέν προσφέρουν. ᾿Εδῶ δέν ἔχουμε ἰσότητα, ἔχουμε ὅμως ἀδελφότητα, πού λύνει κάθε πρόβλημα. Τό σύνθημα αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μία θεωρία. ᾿Εφαρμόσθηκε στή ζωή τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας (πρβλ. Πρξ 4,32-35). Στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας ὅπου σύμφωνα μέ τό εὐαγγέλιο ἔχουν ὅλοι τά ἴδια δικαιώματα καί ἀπόλυτη ἐλευθερία βρίσκουμε τήν ἀληθινή δημοκρατία.
  Σήμερα ἡ φεμινιστική κίνηση ἔχει σκοπό καί σύνθημα νά ἐξισώσει τή γυναίκα μέ τόν ἄνδρα. ᾿Αλλά καί σ᾿ αὐτό τό σύνθημα πρωτοπόρος εἶναι ὁ χριστιανισμός πού διακήρυξε ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν ἤ θῆλυ» καί ἐφήρμοσε τήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων.
  Βέβαια τό εὐαγγέλιο δέν καταπιάνεται μέ κοινωνικά θέματα. ῎Αν ὅμως τό μελετήσουμε προσεκτικά καί τό ἑρμηνεύσουμε σωστά, θά βροῦμε σ᾿ αὐτό τά θεμέλια, τίς κατευθύνσεις γιά τή σωστή λύση τῶν κοινωνικῶν θεμάτων, διότι τό εὐαγγέλιο τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο στή σωστή του θέση. Γιά νά δημιουργηθεῖ μία καινούργια κοινωνία μέ ἰσότητα, ἀγάπη, ἀδελφοσύνη εἶναι ἀνάγκη πρῶτα νά ἀναγεννηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά γίνουν νέοι ἄνθρωποι, κατά τό πρότυπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός, λοιπόν, δέν μᾶς ἐπιφυλάσσει μόνο αἰώνια δόξα στόν οὐρανό. Μᾶς δοξάζει καί ἐδῶ στή γῆ, μέσα στόν κόσμο. Μᾶς καθιστᾶ τήν εὐλογημένη μαγιά γιά τήν ἀνάπλαση τοῦ κόσμου.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Πέμπτη, 12 Οκτώβριος 2023 03:00

Πατέρων Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου Ττ 3,8-15

Ἀλήθεια καί πλάνη

 Ihsous Xristos 1 «Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος. ῞Οταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ. μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ' ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν».
 

Πιστός ὁ λόγος

  Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι ἡ σύγχυση καί ἡ ἀβεβαιότητα γύρω ἀπό μεγάλα καί σπουδαῖα θέματα, πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, καί προπάντων γύρω ἀπό τό θεμελιακό θέμα, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μου, τήν ὕπαρξή μου καί τόν προορισμό μου. Μέσα στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη γνώμη πάνω σ’ ὅλα αὐτά πῆρε τίς πιό ποικίλες θέσεις, γιά νά φτάσουμε σήμερα μπροστά στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε»! Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη!

   Κι ὅμως. Ὑπάρχει σήμερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λάμπει γλυκά καί δυνατά, ὅπως ἔλαμπε πάντοτε ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου. Φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀγνοίας, ἀλήθεια γνήσια καί ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί τόν Πατέρα μας Θεό. Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα μᾶς ὑπενθυμίζει τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων (Ττ 3,8-15). «Πιστός ὁ λόγος», ἀνακράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλές φορές στίς ἐπιστολές του καί τώρα στό γράμμα του πρός τόν Τίτο. Ὅ,τι ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει πέρα γιά πέρα νά τό παραδεχτοῦμε καί νά τό ἐνστερνιστοῦμε. Καί ὁ σοφότερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος τῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια καί νά ἀπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια, τόν ὁποῖο ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος». Αὐτόν τόν πιστό λόγο διακόνησαν καί ὑπηρέτησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στήν ἑορτή τῶν πατέρων. Ἀγωνίσθηκαν μέ λόγια καί μέ ἔργα νά ἑρμηνεύσουν καί νά διακηρύξουν τόν πιστό λόγο.
 

Ἀνάγκη εὐαγγελισμοῦ

  Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τή σωτήρια ἀλήθεια; Πῶς ὁ σημερινός κόσμος, οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται μαζί μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά στή σκέψη καί τή βαρειά θλίψη στήν καρδιά, πῶς θά μάθουν τόν «πιστό λόγο»; Εἶναι ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του, εἶναι χρέος αὐτῶν πού ἄκουσαν ἤδη τό εὐαγγέλιο, τό εὐλογημένο ἄγγελμα τοῦ οὐρανοῦ, νά τό κηρύξουν καί στούς ἀλλους. «Καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τίτο. Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τή θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στίχ. 4-7). Αὐτό, πού εἶναι συνοπτικά τό περιεχόμενο ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς, θέλει ὁ ἀπόστολος ὄχι ἁπλῶς νά τό διδάσκει ὁ Τίτος, ἀλλά νά τό διαβεβαιώνει, νά τό κηρύττει δηλαδή μέ κῦρος καί αὐθεντία. Κι ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά τή μελλοντική κληρονομιά, πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ χρειάζεται ἡ διαβεβαίωση στόν κόσμο τόν ὑλιστικό νά εἶναι ἰσχυρότερη, γιά νά μάθει ὁ κόσμος ὅτι δέν ὑπάρχει μονάχα αὐτή ἡ προσωρινή, ἡ φευγαλέα καί ψεύτικη πραγματικότητα, ἀλλά καί ἡ μέλλουσα πραγματικότητα, πού ἐγγυᾶται ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιμαρτυρεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί ἔτσι ὁ λόγος της εἶναι πιστός, αὐθεντικός καί ἀξιόπιστος. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Παῦλος καθιερώνει ἐδῶ τή διδασκαλία τοῦ δόγματος.
 

Τά δόγματα φῶς, χαρά, ζωή τῶν πιστῶν

  Λένε πολλοί πώς τό δόγμα εἶναι ἀνελευθερία, εἶναι ὑποτίμηση καί καταναγκασμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας· σέ δεσμεύει καί σοῦ ἐπιβάλλει τήν τυφλή ὑπακοή. Ἀλλά ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ἰσχύουν σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὄχι ὅμως γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἁπλούστατα, τά ἀξιώματα πού διατυπώνει ἡ ἁγία Γραφή δέν εἶναι καρπός ἔστω καί τῆς πιό ἀρίστης διανοίας, τοῦ πιό ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, φανέρωμα τῆς νοοτροπίας καί τῆς θελήσεως τοῦ Κυρίου μας. Τό δόγμα στήν πίστη μας εἶναι μεγάλη ὑπόθεση, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ἡ βάση καί ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ὁ «πιστός λόγος», ὁ ἀξιόπιστος λόγος, στόν ὁποῖο ἀξίζει πέρα γιά πέρα ὁ ἄνθρωπος νά δώσει ἐμπιστοσύνη. Δέν εἶναι κατεστημένο οὔτε τροχοπέδη. Εἶναι φῶς καί χαρά καί ζωή. Φῶς, διότι ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματά μας, χαρά, διότι λύνει τά προβλήματά μας, ζωή, διότι μᾶς ἀναγεννᾶ σ’ ἕναν καινούργιο κόσμο. Κι ἄν τό δόγμα σήμερα σοκάρει, ἄν τό μισοῦν καί τό συκοφαντοῦν, εἶναι κι αὐτό ἀπό μιά μεριά γιά τόν πιστό ἄνθρωπο δεῖγμα τῆς σπουδαιότητός του· διότι ὁ ἐχθρός τό ἔχει συνήθεια καί ἀμετάτρεπτη τακτική νά χτυπάει μέ σφοδρότητα ὅ,τι μέσα στήν πίστη μας ἔχει περισσότερη ἀξία καί δύναμη σωτηριώδη, ὅπως π.χ. τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἤ τήν ὀμορφιά τῆς ἁγνότητος. Ἀλλά τό δόγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια πού διψᾶ ἡ ψυχή μας καί δέν μπορεῖ νά βρεῖ πουθενά ἀλλοῦ, εἶναι ὁ σωστός προσανατολισμός μέσα στούς ἀβέβαιους δρόμους, ὅπου τήν παραπλανοῦν ἰδιαίτερα στούς καιρούς μας οἱ νεφελώδεις καί ὁμιχλώδεις ψευτοφιλοσοφίες. Δόγμα = ἀποκάλυψη Θεοῦ = πίστη = ἁληθινή ζωή.

 

«Καλῶν ἔργων προΐστασθαι»

 Ὅταν ὁ ἐχθρός δέν μπορεῖ ἀλλιῶς νά ἐξουδετερώσει τήν ἀλήθεια -οὔτε μέ τήν ἀδιαφορία, διότι ἡ ἀγωνία μας δέν καθησυχάζει, οὔτε μέ τή συκοφαντία, διότι τό φῶς εἶναι δυνατότερο ἀπό τό σκοτάδι-, ὅταν δέν μπορεῖ κατά μέτωπον νά τήν καταστρέψει, τότε προσπαθεῖ νά τή διαστρέψει. Παίρνει τό σχῆμα της, τή μορφή της καί ντύνει μ’ αύτά τά δικά του ψέματα. Φορᾶ μάσκα, γιά νά ξεγελάσει τούς ἐπιπόλαιους, νά μπεῖ καί νά δράσει ἀνενόχλητα μέσα στό χῶρο τοῦ ἀντιπάλου. Ἔτσι καί μέ τό δόγμα. Ἡ γνήσια ἔκδοση τοῦ δόγματος, ἡ ἀληθινή ἔκφραση τῆς πίστεως εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ καλή ζωή. Ἡ θεωρία ἀποκτᾶ οὐσία μέ τήν πράξη, ἡ πίστη δείχνει τήν ἀξία της μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη καί μέ τή θυσία, καί τό δόγμα φανερώνει τή δύναμή του ὅταν κάνει ἔργο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκεῖ καί ἐφαρμόζει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως στίς περιστάσεις τῆς κάθε μέρας. Τό λέει καθαρά ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ». Οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν κτῆμα τους καί θησαυρό τους τόν «πιστόν λόγον», πρέπει νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Οἱ καλωσύνες δέν εἶναι ἰδιότητες τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι γνώρισμα τῶν πιστῶν. Ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιΐα, ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού θυσιάστηκε γιά μᾶς· ἔτσι ὁ πιστός βρίσκει πάντα τή διάθεση καί τή δύναμη νά θυσιασθεῖ γιά τούς ἄλλους. Καί δέν εἶναι μόνο ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά ἐξασκοῦν τήν ἀγάπη, ἀλλά πρέπει νά φροντίζουν, πού σημαίνει νά ἐπιδιώκουν, καί μάλιστα νά προΐστανται, πού σημαίνει νά πρωτοποροῦν, γιά νά μήν εἶναι ἄκαρποι. Ἡ καρποφορία εἶναι γνώρισμα τῆς πίστεως, εἶναι γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς νά ‘ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλ’ αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δημιουργοῦν. «Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις»· αὐτά εἶναι πού ὠφελοῦν τούς ἀνθρώπους, αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἔκφραση τοῦ δόγματος.
 

Ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας

  Ἀλλά ἐνῶ τά πράγματα ἔχουν ἔτσι, μέ τήν παρέμβαση τοῦ πονηροῦ συμβαίνει ὥστε, ἀντί τό δόγμα νά βρεῖ διέξοδο στήν ἐφαρμογή του καί νά σκορπίσει ἔργα, διαφθείρεται καί ἐξευτελίζεται σέ ἀνόητες συζητήσεις σκορπίζοντας μόνο λόγια, λόγια κούφια καί ἐπικίνδυνα. Ἐδῶ ἀκριβῶς σημειώνεται ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας. Σύνοδοι καί συζητήσεις βεβαίως ἔγιναν καί μποροῦν νά γίνονται κατά καιρούς ἀπό πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τούς ὑπευθύνους τοῦ πιστοῦ λόγου, πού ἔχουν τή δύναμη, τό προνόμιο καί τήν ἁρμοδιότητα νά τόν ἑρμηνεύουν καί ἀποδεικνύουν τό προνόμιο μέ τήν ἁγία τους ζωή. Ἡ διασάφηση καί κατοχύρωση τοῦ δόγματος εἶναι ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο ὅμως οἱ ἀγῶνες τῶν θεοφωτίστων πατέρων καί διδασκάλων γιά τή διασφάλιση τῆς ἀλήθειας καί τήν προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση, καί ἄλλο οἱ ἀνούσιες καί φιλόνικες συζητήσεις ἀνεύθυνων προσώπων, πού ξεκινοῦν ἀπό ὑπεροψία ἤ ματαιοδοξία ἤ ξεροκεφαλιά. Ἀσήμαντα ζητήματα, σχολαστικότητες καί λεπτολογίες σκλαβώνουν τό δυναμισμό μας σέ στεῖρες ἀπεραντολογίες, κλέβουν τήν προσοχή μας γιά μηδαμινά καί τιποτένια καί -τό σπουδαιότερο- ταράσσουν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐνῶ στήν ὑγιᾶ περίπτωση ἡ διαβεβαίωση τοῦ πιστοῦ λόγου καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ δόγματος ἔχει σάν ἀποτέλεσμα ἔργα καλά, γεμάτα ἀγάπη, ἀλήθεια καί δικαιοσύνη, πού στάζουν τή γλυκύτητα τῆς χάριτος, στήν ἀρρωστημένη κατάσταση ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται σέ ἄσκοπες συζητήσεις, πού προκαλοῦν ἔριδες καί μάχες, καί εἶναι πράγματα κούφια καί ἀνωφελῆ.


Ἐριστικός-αἱρετικός

  Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει· «μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο· εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι». Καί δέν εἶναι μόνον ἄχρηστα καί κούφια πράγματα ὅλες αὐτές οἱ ἐκτροπές γύρω ἀπό τό δόγμα, ἀλλά εἶναι καί ἐπικίνδυνα. Μιά ἰσχυρογνωμοσύνη μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει σέ διαστρέβλωση τῆς θείας ἀλήθειας καί νά ἐξελιχθεῖ σέ σφετερισμό τοῦ ἀγῶνος γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι γεννιέται ὁ αἱρετικός. Εἶναι πράγματι κάτι τό φοβερό ἡ νοοτροπία καί ἡ ψυχολογία τοῦ αἱρετικοῦ. Ξεκινᾶ μέ ὁρισμένα κατάλοιπα τῆς παλιᾶς του ζωῆς, πού δέν κατόρθωσε νά ἀποβάλει, καί τά κατάλοιπα αὐτά –προλήψεις ἤ δεισιδαιμονίες, τυπολατρεῖες καί φτωχοδιατάξεις, ψευτοφιλοσοφίες ἤ ψευτοθεολογίες– τά κάνει ἰδανικά, τά ὑψώνει σέ ἀρετές, καί θέλει νά τά ἐπιβάλει. Ψάχνει τότε νά τά περιβάλει μέ χριστιανικό ἔνδυμα, νά τά κατοχυρώσει μέσα στήν ἁγία Γραφή. Κι ὅταν ἡ ἁγία Γραφή φαίνεται «φτωχιά» κι «ἀνήμπορη» νά τόν ὑποστηρίξει καί νά τόν δικαιολογήσει, καταφεύγει τότε στή «φωτισμένη» καί «ὑψηλή» διάνοιά του, στόν πῆχυ τῆς λογικῆς καί στή ζυγαριά τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ ἤ σέ πλαστές καί ἀνίερες παραδόσεις. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βλέπουμε νά ἐμφανίζονται οἱ αἱρετικοί στήν ἱστορία, μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ξεχωρίζουμε καί στήν ἐποχή μας. Διεφθαρμένοι ἠθικά ἤ διεστραμμένοι ψυχικά καί πνευματικά, ἁμαρτάνουν εἰς βάρος τοῦ δόγματος καί τῆς ζωῆς τοῦ εὐαγγελίου. Καί τό χειρότερο, ἁμαρτάνουν ἀνεπανόρθωτα, χωρίς νά ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια μετανοίας καί ἀνανήψεως. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ὅταν ἡ ἔρις γίνεται αἵρεση καί ὁ ἐριστικός αἱρετικός, οἱ νουθεσίες τῶν διδασκάλων εἶναι ἄκαρπες. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται σκεῦος πού θέλει φωτιά· οὔτε πλύνεται οὔτε ἐπισκευάζεται οὔτε εὐπρεπίζεται. Ἔτσι καταδικάζει μόνος του τόν ἑαυτό του, εἶναι αὐτοκατάκριτος. Μ’ ἄλλα λόγια, αὐτοκτονεῖ πνευματικά.


Ἔχουμε καρπούς;

  Γύρω μας, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στό δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τή σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταρᾶμε τό φῶς τῆς αἰώνιας ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταρᾶμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν Ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή του, μᾶς προσκαλεῖ νά βροῦμε τό δόγμα, τό δόγμα πού καθοδηγεῖ, τό δόγμα πού σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα, τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, τά μέσα γιά νά γίνουμε δυνατοί, τά μέσα γιά νά ζήσουμε τή ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στή ζωή, στή ζωή τοῦ καθενός μας, ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τό λόγο του, μᾶς ἔθρεψε μέ τά μυστήριά του, ἀπαιτεῖ νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μή μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες, μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε ψηλά καί θαλερά δένδρα. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλλοίμονο, ἄν ξοδεύουμε τό χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μιά ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη κι ἐλπίδα. Κι αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, ἀλλά αὐτή εἶναι καί ἡ μαρτυρία πού ἔχουμε νά δώσουμε στό σύγχρονο κόσμο, στόν ἀποσταμένο ἄνθρωπο, στήν ἀναστατωμένη κοινωνία, ὅπως οἱ ἅγιοι πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέ τή ζωή τους καί μέ τό παράδειγμά τους καί μέ τό δόγμα πού διεκήρυξαν ἔδωσαν τή μαρτυρία τοῦ εὐαγγελίου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στήν ἐποχή τους.

  Κι ἐμεῖς μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί μέ τή χριστιανική ζωή, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀποκαλύπτεται στό Εὐαγγέλιο, θά δώσουμε τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου, θά δώσουμε τό φῶς καί τή χαρά στόν ἄνθρωπο, πού ἐναγώνια στήν ἐποχή μας ζητᾶ, ψάχνει νά τά βρεῖ, καί θά τόν ὁδηγήσουμε στήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό μας, τόν Λυτρωτή μας.


Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 129-133