Ὁ πρῶτος Βαλκανικός πόλεμος τῶν συμμάχων βαλκανικῶν χωρῶν κατά τῶν Τούρκων ἄρχισε τήν 8η Ὀκτωβρίου 1912. Ὁ ἑλληνικός στρατός ἐξόρμησε πρός τό Σαραντάπορο, μολονότι γνώριζε ὅτι ἡ θέση αὐτή θεωροῦνταν ἀπόρθητη ἀκόμη καί ἀπό τούς Γερμανούς πού τήν εἶχαν ὀχυρώσει. Καί ὅμως στίς 9 Ὀκτωβρίου οἱ Ἕλληνες εἶχαν κιόλας συντρίψει τούς Τούρκους. Ἡ θεαματική αὐτή νίκη ἄφησε κατάπληκτους τούς Εὐρωπαίους. Ὁ ἑλληνικός στρατός μέ ἡγέτη τόν διάδοχο τοῦ θρόνου Κωνσταντῖνο κατευθυνόταν ἤδη πρός τό Μοναστήρι ἔχοντας ὡς δεύτερο στόχο τήν κάθοδό του στή Θεσσαλονίκη. Ὡστόσο ὁ Ἀθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, πού ὑπηρετοῦσε ὡς σύνδεσμος τῶν ἑλληνικῶν καί βουλγαρικῶν δυνάμεων, ἔστειλε ἕνα κατεπεῖγον μυστικό σῆμα στήν κυβέρνηση: μιά βουλγαρική μεραρχία ὑπό τόν στρατηγό Θεοδωρώφ ἄρχισε νά βαδίζει δρομαίως πρός τή Θεσσαλονίκη. Τότε ὁ Βενιζέλος διέταξε τόν Κωνσταντῖνο ν’ ἀλλάξει πορεία καί νά στραφεῖ πρός τή Θεσσαλονίκη ἀμέσως. Πραγματικά στίς 19 Ὀκτωβρίου οἱ ἔνοπλες δυνάμεις μας ἔπεσαν ἀκάθεκτες κατά τοῦ κύριου ὄγκου τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ πού εἶχε ὡς γραμμή ἄμυνας τή δεξιά ὄχθη τοῦ Ἀξιοῦ ποταμοῦ ἔξω ἀπό τά Γιαννιτσά. Ἡ μάχη κράτησε ὥς τό ἀπόγευμα τῆς ἄλλης μέρας καί ἔστεψε τά ὅπλα τῶν Ἑλλήνων. Ἐπειδή ὅμως οἱ Τοῦρκοι ὑποχωρώντας κατέστρεψαν τίς γέφυρες, ἡ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καθυστέρησε. Ἐντούτοις τά χαράματα τῆς 26ης Ὀκτωβρίου οἱ δυνάμεις μας βρίσκονταν ἕξι χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν πόλη ἕτοιμες νά εἰσβάλουν σ’ αὐτήν. Τότε ὁ τοῦρκος ἀρχιστράτηγος Χασάν Ταχσίν πασάς ἀναγκάστηκε νά παραδώσει ἐπίσημα τή Θεσσαλονίκη στούς Ἕλληνες. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας, ἑορτῆς τοῦ πολιούχου ἁγίου Δημητρίου, τμήματα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ μπῆκαν θριαμβευτικά στήν πόλη καί παρέλασαν στούς κεντρικούς δρόμους της ὑπό τίς ἰαχές τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, πού εἶχε στολίσει μέ τή γαλανόλευκη τά σπίτια του. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶχε κάμει πάλι τό θαῦμα του ἦταν καθολική μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Σημειωτέον ὅτι ἡ πληθυσμιακή σύνθεση τῶν κατοίκων τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν 40.000 Ἕλληνες, 46.000 Τοῦρκοι, 60.000 Ἑβραῖοι καί 6.000 Βούλγαροι. Παρά ταῦτα ἡ ἑλληνική φυσιογνωμία τῆς πόλης ποτέ δέν ἀλλοιώθηκε.
Κρίσιμος σταθμός στή ζωή τῆς πόλης, πού κυριολεκτικά μεταμόρφωσε τήν ἐξωτερική ὄψη της καί ἀνύψωσε τήν πολιτιστική στάθμη της, ὑπῆρξαν τά δύστυχα χρόνια 1922 ὥς 1924 μέ τό τεράστιο, τό σαρωτικό κύμα τῶν προσφύγων ἀπό τή Μικρασία, τόν Πόντο, τή Θράκη, τήν Ἀνατολική Ρωμυλία. Ἡ Θεσσαλονίκη ἔγινε ἡ μεγάλη προσφυγομάνα. Ἔτσι ὅμως οἱ κάτοικοί της ὡς πρός τό ἑλληνικό στοιχεῖο διπλασιάστηκαν καί ἀπέκτησαν φυλετική ὁμοιογένεια. Οἱ πρόσφυγες, παρά τόν ξεκληρισμό καί ξεριζωμό πού ὑπέστησαν, παρά τή φριχτή δοκιμασία πού ὑπέμειναν, ἔφεραν στή μητέρα πατρίδα τεχνογνωσία καί δυναμισμό ἄγνωστο ὥς τότε. Πιό σημαντικό στάθηκε τό γεγονός ὅτι ἦταν φορεῖς ἑνός πνευματικοῦ πο- λιτισμοῦ μέ διακριτές ἀνατολίτικες ἀποχρώσεις. Οἱ κυνηγημένοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἔφεραν ἀκόμη τήν πατροπαράδοτη εὐλάβειά τους καί ἕνα ἰσχυρό ἐκκλησιαστικό φρόνημα πού φούσκωνε σά ζύμη κι ἔπλαθε τή νέα κοινωνία.