Ὑπαπαντή Λκ 2,22-40

Ἡ ἀφιέρωση τοῦ Ἰησοῦ

ypapanti2,22. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἰεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ.
 Σύμφωνα μέ τό μωσαϊκό τελετουργικό, σαράντα ἡμέρες μετά τήν γέννηση τοῦ ἀρσενικοῦ παιδιοῦ καί ὀγδόντα μετά τήν γέννηση τοῦ θηλυκοῦ, ἔπρεπε ἡ μητέρα μέ τό νεογέννητο νά παρουσιασθεῖ στόν ναό καί νά προσφέρει τήν ὁρισμένη θυσία γιά τήν νομική κάθαρση τῆς λεχώνας (βλ. Λε κεφ. 12). Ἡ πάναγνος Παρθένος βέβαια δέν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, διότι ὑπερφυσικά ἐκ Πνεύματος ἁγίου συνέλαβε τόν υἱό της καί τόν γέννησε δίχως νά ὑποστεῖ τήν παραμικρή φθορά. Δέχθηκε, ὡστόσο, τόν καθαρισμό, ὅπως ὁ υἱός της τήν περιτομή, γιά νά μή φανεῖ ὅτι παραβαίνει τόν μωσαϊκό νόμο.
 Πολλοί πατέρες καί ἑρμηνευτές ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος γέννησε τόν Ἰησοῦ χωρίς ὠδίνες. Αὐτό εἶναι, πράγματι, πολύ πιθανό, τόσο διότι τό βρέφος εἶχε θεία προέλευση ὅσο καί διότι ἡ μητέρα ἦταν ἐξαιρετικῆς ἁγιότητος. Ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν συμπεριλήφθηκε στήν κατάρα ἐκείνη πού λέχθηκε γιά τήν Εὔα, ὅταν ἁμάρτησε· «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (Γέ 3,16). Στό 12ο κεφάλαιο, βέβαια, τῆς Ἀποκαλύψεως ἡ «γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον», σύμβολο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἐμφανίζεται νά ἔχει ὠδίνες τοκετοῦ (βλ. Ἀπ 12,1-2). Ἀλλά ἐκεῖ πρόκειται γιά συμβολική ἔκφραση· δηλώνει τόν πόνο πού σάν ρομφαία πλήγωσε τήν καρδιά τῆς Θεοτόκου κατά τήν προφητεία τοῦ Συμεών (βλ. στ. 35), καθώς ἐπίσης τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα πού σέ ὅλους τούς αἰῶνες ἀντιμετωπίζει ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία.
 Παράλληλα μέ τόν καθαρισμό τῆς μητέρας γινόταν ἡ ἀφιέρωση τοῦ πρωτοτόκου ἀγοριοῦ στόν Θεό. Τό ρῆμα παραστῆσαι ἀπαντᾶ πολύ συχνά στήν ἁγία Γραφή ὡς ὅρος πού δηλώνει τήν παρουσίαση τῶν θυμάτων στό θυσιαστήριο κατά τήν λευϊτική λατρεία. Χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, γιά τήν παρουσίαση τῶν δούλων στούς κυρίους, τῶν ἐργατῶν στούς ἐργοδότες, τῶν ὑπηκόων στόν βασιλιά, τῶν στρατιωτῶν στόν στρατηγό, τῆς νύμφης στόν νυμφίο· τέλος, γιά τό ὁλοκληρωτικό δόσιμο τῶν πιστῶν στόν Θεό (βλ. Ρω 12,1).

2,23. καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται.
 Κατά τήν νύκτα τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο ὁ Θεός πάταξε τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων. Τά πρωτότοκα τῶν Ἰουδαίων σώθηκαν χάρη στό αἷμα τοῦ ἀρνίου, μέ τό ὁποῖο ἄλειψαν τίς παραστάδες τῆς πόρτας τῶν σπιτιῶν τους. Ἀπό τότε κάθε πρωτότοκος υἱός ἦταν «ἅγιος», ἀφιερωμένος στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἔξ 13,2). Ἐπειδή ὁ Θεός ἀντί αὐτῶν τῶν πρωτοτόκων διάλεξε τούς λευΐτες νά τόν ὑπηρετοῦν (βλ. Ἀρ 3,12), οἱ Ἰουδαῖοι μποροῦσαν νά ἐξαγοράσουν τά πρωτότοκά τους καταθέτοντας στόν ναό τό ἀντίτιμο τῶν 5 σίκλων (βλ. Ἀρ 18,15-16). «Ἅγια» θεωροῦνταν ὄχι μόνο τά πρωτότοκα παιδιά ἀλλά καί τά πρωτότοκα τῶν κατοικιδίων ζώων καί οἱ ἀπαρχές τῶν καρπῶν (βλ. Ἔξ 22,29-30) τά ὁποῖα προσφέρονταν στόν ναό.

2,24. καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν.
 Κατά τήν ἡμέρα τοῦ καθαρισμοῦ τῆς μητέρας καί τῆς ἀφιερώσεως τοῦ παιδιοῦ οἱ γονεῖς ἐκτός ἀπό τό ποσό τῶν 5 σίκλων πού κατέθεταν στόν ναό, θυσίαζαν ἕνα ἀρνί ἑνός ἔτους καί ἕνα μικρό περιστέρι ἤ τρυγόνι. Ἄν ἦταν φτωχοί, ὁ νόμος ὅριζε νά προσφέρουν ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δύο μικρά περιστέρια (βλ. Λε 12,6.8). Ἀπό τό γεγονός ὅτι στόν στίχο αὐτό ἀναφέρεται μόνο ἡ δεύτερη περίπτωση, συμπεραίνουμε ὅτι ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία ἦταν φτωχοί.

2,25. Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν Ἰεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ’ αὐτόν.
 Τό γεγονός τοῦ νομικοῦ καθαρισμοῦ τῆς παναγίας Μητέρας καί τῆς ἀφιερώσεως τοῦ Ἰησοῦ συνδέεται μέ μία συνάντηση. Δύο ἄνθρωποι ἀπό τό ἐκλεκτό κατάλοιπο τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Συμεών καί ἡ Ἄννα, συναντοῦν τόν Μεσσία, τόν ὁποῖο μέ λαχτάρα περίμεναν. Γι’ αὐτό, ἡ ἀντίστοιχη δεσποτική γιορτή πού ὅρισε ἡ Ἐκκλησία μας σαράντα ἡμέρες μετά τά Χριστούγεννα ὀνομάζεται «Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου» (ὑπαπαντή = συνάντηση).
 Διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Συμεών ἦταν ἕνας ἀπό τούς Ἑβδομήκοντα πού μετέφρασαν τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι ἦταν ἀρχιερέας ἤ ραββῖνος, πατέρας τοῦ Γαμαλιήλ. Τά στοιχεῖα αὐτά, ὡστόσο, εἶναι ἀνακριβῆ· προέρχονται κυρίως ἀπό ἀπόκρυφα κείμενα. Ἄν ὁ Συμεών εἶχε σχέση μέ τήν ἱερωσύνη, θά τό δήλωνε μέ σαφήνεια ὁ Λουκᾶς μαζί μέ τά ἄλλα στοιχεῖα τῆς ταυτότητός του. Ὁ Συμεών ἦταν ἕνας ἁπλός καί πιστός ἄνθρωπος, ὅπως οἱ ποιμένες καί ἡ προφήτιδα Ἄννα.
 Ἐκτός ἀπό τό ὄνομα καί τόν τόπο κατοικίας του πληροφορούμαστε ἐπίσης ὅτι ἦταν δίκαιος καί εὐλαβής, πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁρισμένοι ἑρμηνευτές θεωροῦν ὅτι ὁ χαρακτηρισμός εὐλαβής ἀναφέρεται στήν σχέση του μέ τόν Θεό, ἐνῶ τό δίκαιος στήν σχέση του μέ τούς ἀνθρώπους. Στήν ἁγία Γραφή ὅμως «δίκαιος» χαρακτηρίζεται καί ὁ εὐλαβής, ὁ εὐσεβής (βλ. σχόλια στό 1,6). Χρησιμοποιοῦνται, δηλαδή, ἐδῶ δύο λέξεις πού ἐκφράζουν τό ἴδιο νόημα (σχῆμα «ἕν διά δυοῖν»).
 Ὁ Συμεών ἦταν προσδεχόμενος, πρόσμενε μέ ζωηρό πόθο καί μεγάλη λαχτάρα, τήν παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδή τόν Μεσσία. Τό ρῆμα «παρακαλῶ» σημαίνει «παρηγορῶ, στηρίζω». Γενικά δηλώνει τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ στηριγμοῦ καί τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας. Ὁ Συμεών περίμενε νά στείλει ὁ Θεός τόν παράκλητο Μεσσία, γιά νά ἐνισχύσει καί νά καλλιεργήσει τό ἔθνος τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά ἐκπληρώσει τίς προσδοκίες του.
 Τονίζεται, τέλος, ὅτι Πνεῦμα ἦν Ἅγιον ἐπ’ αὐτόν, γιά νά φανεῖ τό προφητικό χάρισμα τοῦ Συμεών. Αὐτός, μετά ἀπό τήν Ἐλισάβετ (1,42-45) καί τόν Ζαχαρία (1,68-79), διακηρύττει ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας.

2,26. καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου.
 Ὁ Συμεών εἶχε πληροφορία ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου -εἴτε δι’ ἀγγέλου εἴτε δι’ ὁράματος-, ὅτι δέν θά δεῖ θάνατο, δέν θά πεθάνει, προτοῦ δεῖ τόν Μεσσία. Χριστὸς Κυρίου ὀνομάζεται ὁ χρισμένος ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ὁ ἀπεσταλμένος νά φέρει τήν σωτηρία στό γένος τῶν ἀνθρώπων (βλ. 2,11).
 Ὁ Ἰησοῦς εἶναι, πράγματι, ὁ ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Θεός.

2,27-28. Καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε.
 Ὁ Συμεών ἦλθε ἐν τῷ Πνεύματι, μέ τήν παρακίνηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, στό ἱερό. Τήν ὥρα ἐκείνη ἔφθανε ἐκεῖ ἡ ἁγία οἰκογένεια, γιά νά ἐκτελέσει ὅ,τι ὅριζε ὁ μωσαϊκός νόμος. Ὁ Λουκᾶς δέν διστάζει νά χρησιμοποιήσει γιά τήν παρθένο Μαρία καί τόν Ἰωσήφ τήν λέξη γονεῖς. Μ’ αὐτή τήν ἰδιότητα, σύμφωνα μέ τήν θεία βουλή, ἐμφανίζονταν καί ἐνεργοῦσαν κατά τήν στιγμή ἐκείνη.
  Ὁ γέροντας Συμεών ὀνομάζεται «θεοδόχος», διότι δέχθηκε στήν ἀγκαλιά του τό θεῖο βρέφος. Ἀκούμπησε τόν ἴδιο τόν Θεό στήν καρδιά του, πού πλημμυρισμένη ἀπό ἀγάπη καί εὐτυχία ξέσπασε σέ ὕμνο καί δοξολογία.

2,29-32. νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.
 Τό ρῆμα «ἀπολύω» (πρβλ. Γέ 15,2· Ἀρ 20,29) εἶναι συνώνυμο μέ τό «ἀναλύω» (βλ. Φι 1,23· Β´ Τι 4,6). Τό «ἀναλύω» κυριολεκτεῖται στούς στρατιῶτες καί στούς ὁδοιπόρους, οἱ ὁποῖοι, ὅταν φθάνουν στόν προορισμό τους, «ἀναλύουν», ξεφορτώνουν τό φορτίο τους. Τό «ἀπολύω» κυριολεκτεῖται στά πλοῖα πού εἶναι δεμένα στό λιμάνι· τά «ἀπολύουν», τά λύνουν γιά νά φύγουν ἀπό τό λιμάνι καί νά ἀνοιχτοῦν στό πέλαγος. Ὁ θάνατος εἶναι μιά ἀνάλυση καί μιά ἀπόλυση. Ἡ ψυχή ξεφορτώνεται τό φορτίο τοῦ σώματος καί ἐλεύθερη ἀναχωρεῖ ἀπό τήν γῆ αὐτή γιά τό λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ.
 Ὁ Συμεών ὀνομάζει τόν ἑαυτό του δοῦλον καί ἀπευθύνεται στόν Θεό προσφωνώντας τον δέσποτα. Ἡ ἰδιότητα τοῦ δούλου εἶναι σίγουρα ὅ,τι πιό φοβερό καί ὑποτιμητικό γιά τόν ἄνθρωπο πού πλάστηκε ἐλεύθερος. Γιά τούς πιστούς ὅμως ἀποτελεῖ τίτλο τιμῆς νά ἀποκαλοῦνται «δοῦλοι Κυρίου». Μέ σεμνή καύχηση οἱ ἀπόστολοι ἀναφέρονται σ’ αὐτόν τόν τίτλο (βλ. Ρω 1,1· Φι 1,1· Ττ 1,1· Ἰα 1,1· Ἰδ 1· Ἀπ 1,1).
 Ὁ σεβάσμιος γέροντας ἀξιώθηκε νά πάρει στήν ἀγκαλιά του τόν λυτρωτή πού περίμεναν οἱ αἰῶνες. Ἐκπληρώθηκε κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μέ τήν θεϊκή ὑπόσχεση, ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία τῆς ζωῆς του. Εἶδε ὄχι μέ τήν πίστη οὔτε μέ τόν πόθο καί τήν ἐλπίδα ἀλλά μέ τά ἴδια τά μάτια του τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Γι’ αὐτό φεύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ἐν εἰρήνῃ.
  Ἡ λέξη σωτήριον, πού ἀναφέρεται συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη, σημαίνει γενικά τό σωτήριο καί λυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου ἀλλά καί εἰδικά αὐτόν τόν ἴδιο τόν σωτήρα. Ὅ,τι περίμεναν καί λαχταροῦσαν νά δοῦν ὅλοι οἱ προφῆτες, αὐτό ἀξιώνεται νά δεῖ ὁ Συμεών στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ.
  Ὁ Θεός σχεδίασε καί προετοίμασε τήν σωτηρία γιά ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς. Στήν καθολικότητα τῆς σωτηρίας ἀναφέρεται ὁ Συμεών λέγοντας ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. Ἀλλά καί στίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, παρά τό στενό ἐθνικιστικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γίνεται ξεκάθαρα λόγος γιά τήν παγκόσμια σωτηρία. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας μέ σαφήνεια διακηρύσσει· «ἀποκαλύψει Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (52,10).
 Τό σωτήριον ἀναλύεται σέ φῶς καί δόξαν, καί τό λαῶν σέ ἔθνη καί Ἰσραήλ. Γιά τά ἔθνη, τά ὁποῖα στεροῦνταν τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ καί τήν θεϊκή ἀποκάλυψη, κατάλληλα λέγεται ὅτι θά τούς δοθεῖ τό φῶς πού θά διαλύσει τά σκοτάδια τῆς πλάνης καί τῆς ἄγνοιας, ὥστε νά λάμψει στά μάτια τους ἡ ἀλήθεια. Ἡ μεσσιανική σωτηρία καί ὁ Μεσσίας ἀναγγέλθηκε ἤδη ἀπό τούς προφῆτες ὡς «φῶς ἐθνῶν» (Ἠσ 42,6· 49,6· 51,4). Γιά τόν Ἰσραήλ, τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας εἶναι δόξα, διότι «ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν» (Ἰω 4,22).
 Ὁ ὕμνος τοῦ Συμεών κατέχει ξεχωριστή θέση στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκούγεται ἀπό τόν ἱερέα στό τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ. Στήν κατανυκτική αὐτή ἀκολουθία, πού ὑπενθυμίζει ὅτι ὅπως τελειώνει ἡ ἡμέρα θά τελειώσει καί ἡ ζωή μας, ὁ ὕμνος τοῦ Συμεών ἀποτελεῖ μία προτροπή· νά εἴμαστε κάθε στιγμή ἕτοιμοι νά παραδώσουμε τόν ἑαυτό μας στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου καί νά βρεθοῦμε μαζί του στήν χώρα τῶν ζώντων.

2,33. Καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ.
 Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ μέ θαυμασμό ἄκουγαν τά προφητικά λόγια τοῦ Συμεών (πρβλ. Λκ 2,18).

2,34. Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.
 Ὁ γέροντας Συμεών, μέ τό δικαίωμα πού τοῦ ἔδινε ἡ ἡλικία του, εὐλόγησεν τόν Ἰωσήφ καί τήν Μαρία, ἐπικαλέσθηκε γι’ αὐτούς τήν χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Στήν συνέχεια, στράφηκε μόνο πρὸς Μαριάμ, διότι φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα γνώριζε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ ἐνῶ ὁ Ἰωσήφ μόνο ὁ προστάτης τους.
 Τό καλύτερο ἑρμηνευτικό ὑπόμνημα γιά τήν προφητεία τοῦ Συμεών, ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἱστορία. Ὁ Κύριος δικαίως χαρακτηρίσθηκε ὡς «λίθος προσκόμματος καὶ πέτρα σκανδάλου» (Ρω 9,33· πρβλ. Ἠσ 8,14)· ὅσοι προσέκρουσαν σ’ αὐτόν ἤ κατρακύλησαν στήν ἄβυσσο ἤ ἐκσφενδονίσθηκαν στά ὕψη τῆς θείας χάριτος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικά· «ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (A´ Κο 1,18). Ὅσοι σκανδαλισμένοι ἀπό τήν ταπείνωση τοῦ σταυροῦ ἀπέρριψαν τόν Χριστό ἀποκόπηκαν ἀπό τήν σωτηρία. Ἐκεῖνοι ὅμως πού ἀσπάσθηκαν τόν σταυρό τοῦ Κυρίου ἔγιναν κοινωνοί τῆς ἀναστάσεώς του. Ὁ ἴδιος εἶπε ὅτι ἦλθε στόν κόσμο ὡς φῶς. Ὅσοι ἐκτελοῦν πονηρά ἔργα μισοῦν τό φῶς καί τό ἀποφεύγουν. Ἀντίθετα, ἐκεῖνοι πού συνδέονται μέ τήν ἀλήθεια πλησιάζουν ἄφοβα καί μέ ἀγάπη κοντά του (βλ. Ἰω 3,19-21). Εἶναι γεγονός ὅτι κανένα ὄνομα δέν πολεμήθηκε μέ τόση σκληρότητα, μέ τόση φοβερή μανία, μέ συκοφαντίες βδελυρές καί μέ ἀβυσσαλέα κακία ὅσο τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλά καί κανένα ὄνομα δέν ἀγαπήθηκε μέ περισσότερη δύναμη καί συγκινητική ἀφοσίωση ἀπ’ ὅσο τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ὅπως χώρισε τήν ἱστορία στήν π.Χ. καί μ.Χ. ἐποχή, ἔτσι διαιρεῖ τήν ἀνθρωπότητα σέ δύο παρατάξεις· Σ’ ἐκείνους πού τόν ἐχθρεύονται καί τόν πολεμοῦν καί σ’ ἐκείνους πού τόν πιστεύουν καί τόν ἀγαποῦν.

2,35. Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.
 Ὁρισμένοι ἑρμηνευτές, ἐκλαμβάνοντας κυριολεκτικά τήν λέξη ῥομφαία, ὑποστήριξαν ὅτι ἡ Παναγία πέθανε μέ μαρτυρικό θάνατο. Αὐτό ὅμως δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν παράδοση. Ὁ Συμεών ἐδῶ δέν ἀναφέρεται σέ μαρτύριο τοῦ σώματος ἀλλά τῆς ψυχῆς. Χρησιμοποιεῖ μιά πολύ χαρακτηριστική ἔκφραση, γιά νά προφητεύσει τόν πόνο τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ γιά τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ της. Ἡ προφητεία αὐτή ἐκπληρώθηκε, ὅταν ἡ Παναγία ἀντίκρυσε τόν Ἰησοῦ πάνω στόν σταυρό. Ὁ Συμεών ἔμμεσα προφητεύει ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι παθητός. Ὡς ἀναμάρτητος, βέβαια, ἦταν ἀθάνατος. Ἑκούσια ὅμως ὑπέμεινε τήν σταύρωση καί τήν ταφή, γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία. Μέ τήν προφητεία τοῦ Συμεών προετοιμάζεται καί ἡ Παρθένος γιά τήν θλίψη πού θά τρυπήσει τά σωθικά της.
  Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Κυρίου ἔκανε, πράγματι, φανερούς τούς διαλογισμούς πολλῶν, κατά τήν προφητεία τοῦ Συμεών ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Ἡ διαφορετική στάση πού κράτησαν ἔναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου οἱ δύο ληστές (βλ. Λκ 23,39-43), ἡ ὁμολογία τοῦ ἑκατοντάρχου (βλ. Μθ 27,54· Μρ 15,39· Λκ 23,47), ἡ παρρησία τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριμαθαία (Μθ 27,57· Μρ 15,43· Λκ 23,50· Ἰω 19,38), ἀλλά καί ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα (Μθ 26,47-51· Μρ 14,43-46· Λκ 22,47-48· Ἰω 18,3-5), ἀποτελοῦν κάποιες ἀπό τίς ἐκπληρώσεις αὐτῆς τῆς προφητείας.

2,36-37. Καὶ ἦν Ἄννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν.
 Στήν σειρά τῶν προφητῶν πού προφητεύουν γιά τόν Ἰησοῦ προστίθεται τώρα καί μία σεβάσμια χήρα. «Προφήτευσε ὁ Συμεών, εἶχε προφητεύσει ἡ παρθένος, εἶχε προφητεύσει ἡ ἔγγαμος (Ἐλισάβετ), ἔπρεπε νά προφητεύσει καί ἡ χήρα, ὥστε νά μήν παραλείπεται καμία κατάσταση τῆς ζωῆς καί κανένα φῦλο», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος.
 Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς δίδει τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητος αὐτῆς τῆς χήρας. Ὀνομάζεται Ἄννα, ὄνομα ἑβραϊκό πού σημαίνει «χάρις», καί χαρακτηρίζεται προφῆτις. «Προφήτης» εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχοντας Πνεῦμα ἅγιο μέ τόν λόγο του παρηγορεῖ, οἰκοδομεῖ, στηρίζει, καί ἐπιπλέον πολλές φορές ἀποκαλύπτει μυστικά καρδιῶν ἤ προφητεύει τά μέλλοντα (βλ. A´ Κο 14,1-5). Ἡ Ἄννα ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ καί ἀνῆκε στήν φυλή τοῦ Ἀσήρ. Ἦταν προχωρημένης ἡλικίας. Μετά ἀπό ἑπτά χρόνια ἔγγαμου βίου ἔμεινε χήρα. Τό ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων ἴσως ἀναφέρεται στά χρόνια τῆς χηρείας της, ἀλλά τό πιθανότερο προσδιορίζει τήν ἡλικία της.
  Ἡ ἔκφραση οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι κατοικοῦσε στό ἱερό. Μέ ἕνα σχῆμα ὑπερβολῆς ὁ Λουκᾶς δείχνει ὅτι ἡ Ἄννα ἐπίμονα λάτρευε τόν Θεό μέ νηστεῖες καί προσευχές· δέν παρέλειπε καμία ἀπό τίς ἀκολουθίες πού γίνονταν στό ἱερό.
  Ἡ σεβάσμια ἡλικία της, ἡ τίμια χηρεία της καί ἡ μεγάλη της ἀφοσίωση στόν Θεό τήν καθιστοῦσαν ἄξια τοῦ προφητικοῦ ἀξιώματος.

2,38. καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν Ἰερουσαλήμ.
 Τήν ὥρα πού ὁ Συμεών προφητεύει, ἡ Ἄννα ἐπιστᾶσα, ἀφοῦ στάθηκε κοντά, ὡς δεύτερος μάρτυρας ἕνωσε μαζί του τήν προφητεία καί τήν εὐχαριστία της πρός τόν Κύριο. Εἶναι γραφικός ὁ λόγος· «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δε 19,15).
  Ἡ πρόθεση «ἀντί» στό ρῆμα ἀνθωμολογεῖτο περιέχει τήν ἔννοια τῆς ὀφειλομένης εὐχαριστίας γιά κάποια εὐεργεσία. Δέν διασώζει τά λόγια τῆς Ἄννας ὁ εὐαγγελιστής. Πιθανόν ὅμως ἡ εὐλαβής γερόντισσα ἐπανέλαβε τήν προφητεία τοῦ Συμεών. Μετά τήν ἀποχώρησή της ἀπό τό ἱερό ἐλάλει περὶ αὐτοῦ, μιλοῦσε γιά τόν Ἰησοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν, σέ ὅλους ἐκείνους πού μέ λαχτάρα περίμεναν τήν λύτρωση πού ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθεῖ.
 Ταπεινά καί μυστικά γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, ἀλλά ὁ οὐρανός διακήρυξε τό γεγονός μέ τό ἀστέρι καί τούς ἀγγέλους. Παρόμοια τώρα ὁ Συμεών καί ἡ Ἄννα ἀποκαλύπτουν σ’ ἐκείνους πού μέ λαχτάρα περίμεναν τόν Μεσσία ποιό εἶναι αὐτό τό βρέφος πού ἀνεπίσημα, σάν ἕνα τυχαῖο Ἑβραιόπουλο, ἔρχεται στό ἱερό. Διαβεβαιώνουν ὅτι εἶναι αὐτός πού κατά τήν ἐποχή τοῦ Σολομῶντος σάν φωτεινή νεφέλη κάλυψε τόν τότε νεόκτιστο ναό. Τώρα τό ἀπρόσιτο μεγαλεῖο του κρύβεται κάτω ἀπό τά φτωχικά σπάργανα μέσα στήν ἀγκαλιά μιᾶς ταπεινῆς μητέρας, διότι ποιά σαρκικά μάτια θά ἄντεχαν νά ἀντικρύσουν τήν θεία του δόξα καί τήν συνοδεία τῶν ἀγγέλων του;

2,39. Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ.
 Ὁ Ἰωσήφ καί ἡ παρθένος Μαρία ἀφοῦ τέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, τά σχετικά μέ τόν καθαρισμό τῆς μητέρας καί τήν ἀφιέρωση τοῦ παιδιοῦ, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ, τόν μόνιμο τόπο διαμονῆς τους.
 Ὁ στίχος αὐτός χρησιμοποιήθηκε ἀπό ὁρισμένους ὡς ἐπιχείρημα κατά τῆς ἀξιοπιστίας καί θεοπνευστίας τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου. Ἐπισήμαναν στό σημεῖο αὐτό δῆθεν διαφωνία τοῦ κατά Λουκᾶν πρός τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο ἱστορεῖ τήν προσκύνηση τῶν μάγων, τήν σφαγή τῶν νηπίων καί τήν φυγή στήν Αἴγυπτο (βλ. κεφ. 2). Ἐντούτοις, δέν ὑπάρχει ἀπολύτως καμία διαφωνία ἤ ἀντίφαση. Ἡ προσεκτική μελέτη τῶν δύο Εὐαγγελίων μᾶς βοηθᾶ νά ἀνασυνθέσουμε ὅλο τό σκηνικό τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰωσήφ, ἐνημερωμένος μέ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γιά τό θεϊκό σχέδιο πού καλεῖται νά ὑπηρετήσει ὡς προστάτης τοῦ Μεσσία, ἀποφασίζει νά ἀφοσιωθεῖ σ’ αὐτό τό ἔργο. Ἡ ἀναγκαστική μετακίνησή του στήν Βηθλεέμ λόγῳ τῆς ἀπογραφῆς τοῦ δίνει τήν ἀφορμή νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό κακόφημο χωριό τῆς Ναζαρέτ ἀλλά καί ἀπό τά παιδιά του πού πλέον εἶχαν ἐνηλικιωθεῖ καί μποροῦσαν νά ζήσουν μόνα τους. Μαζί του ὁ Ἰωσήφ παίρνει καί τήν παρθένο Μαρία, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως ὡς γυναίκα δέν ἦταν ὑποχρεωμένη νά ἀπογραφεῖ.
 Μετά τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἰωσήφ ὡς «τέκτων», δηλαδή τεχνίτης, βρῆκε εὔκολα δουλειά καί ἐγκαταστάθηκε στήν Βηθλεέμ. Ἀπό ἐδῶ ξεκινοῦν μαζί μέ τό βρέφος καί τήν μητέρα του γιά νά τελέσουν τόν σαραντισμό στόν ναό τῶν Ἰεροσολύμων (βλ. Λκ 2,22-38) καί ἐπιστρέφουν καί πάλι στήν Βηθλεέμ, «εἰς τήν οἰκίαν», ὅπου κατά τόν Ματθαῖο (2,11) οἱ Μάγοι βρῆκαν τόν νεογέννητο βασιλιά. Βέβαια οἱ Μάγοι χρειάστηκαν περίπου ἕνα ἑξάμηνο ἤ ἴσως καί ἕνα χρόνο γιά νά ἑτοιμαστοῦν καί νά πραγματοποιήσουν τό μακρινό ταξίδι τους «ἀπὸ ἀνατολῶν» (Μθ 2,1). Ὁ Ἡρώδης πού «ἠκρίβωσε παρ’ αὐτῶν τὸν χρόνον» γιά νά εἶναι σίγουρος ὅρισε νά σφαγοῦν τά παιδιά «ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω». Μετά τήν προσκύνηση τῶν Μάγων ὁ Ἰωσήφ, κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, παραλαμβάνει τό παιδί καί τήν μητέρα του, ἐγκαταλείπει τήν Βηθλεέμ καί ἀναχωρεῖ γιά τήν Αἴγυπτο (βλ. Μθ 2,13-14).
 Ὅταν ὁ κίνδυνος γιά τήν ζωή τοῦ νεογέννητου ἐξέλιπε, ἀφοῦ πέθανε ὁ Ἡρώδης, ὁ Ἰωσήφ παίρνει πάλι ἐντολή νά ἐπιστρέψει (βλ. Μθ 2,19-21). Σχεδιάζει νά ἐγκατασταθεῖ στήν Βηθλεέμ μέχρι νά τόν κατευθύνει καί πάλι ὁ Θεός, ἀλλά φοβᾶται τόν καινούργιο βασιλιά τῆς Ἰουδαίας, τόν Ἀρχέλαο, γιό τοῦ σφαγέα Ἡρώδη. Μέ θεία παρότρυνση κατευθύνεται πρός τήν Γαλιλαία καί ἐγκαθίσταται στήν Ναζαρέτ. Ἐκπληρώνεται ἔτσι ἡ προφητεία «ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» ὁ Μεσσίας (βλ. Μθ 2,21-23). Αὐτό ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ· νά ὀνομάζεται ὁ Ἰησοῦς Ναζωραῖος, νά νομίζεται υἱός Ἰωσήφ, «ἄχρι καιροῦ», μέχρι νά ἀποκαλυφθεῖ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
  Ὁ Λουκᾶς παραλείπει ὅσα γράφει ὁ Ματθαῖος καί φθάνει ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου κλείνει ἡ ἱστορία τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ, μέ τήν ἐγκατάσταση τῆς ἁγίας οἰκογενείας στήν Ναζαρέτ. Ἐκεῖ θά διαμένει ὁ Ἰησοῦς μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα γιά τήν δημόσια δράση του.

2,40. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ’ αὐτό.
 Στήν διήγηση τοῦ κατά Λουκᾶν συναντοῦμε ἐκφράσεις πού χαρακτηρίζουν τά διάφορα στάδια τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως· «καρπὸς τῆς κοιλίας» (1,42)· «βρέφος» (2,12)· «παιδίον» (2,40)· «παῖς» (2,43), «ἀνὴρ» (24,19). Οἱ ἐκφράσεις αὐτές σημειώνουν ὅτι ὁ Κύριος δέν ἐμφανίσθηκε μέ πλῆρες ἀνάστημα, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι. Ἀκολούθησε ὡς τέλειος ἄνθρωπος τήν φυσική αὔξηση, ἁγιάζοντας καί τήν βρεφική καί τήν παιδική ἡλικία.
 Ἡ ἔκφραση τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Λουκᾶ καί γιά τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο (βλ. 1,80). Σημαίνει τήν σωματική ἀνάπτυξη καί τήν πνευματική ὡρίμανση πού παρουσιάζει ἕνα παιδί καθώς μεγαλώνει. Ἡ θεότητα, βέβαια, πού ἦταν ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, παρέμενε ἄτρεπτη.
 Ὁ θεόπνευστος συγγραφέας προσθέτει πληρούμενον σοφίας, γιά νά δηλώσει ὅτι μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων τελειοποιοῦνταν ἡ σοφία πού εἶχε ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος. Ὅπως τό σῶμα του παρουσίαζε μία φυσιολογική ἀνάπτυξη, ἔτσι καί ἡ διάνοιά του δεχόταν σταδιακά διάφορες γνώσεις. Σέ κάθε ἡλικία, βέβαια, εἶχε τήν τέλεια μορφή τῆς γνώσεως πού κανείς ἄλλος ἄνθρωπος δέν τήν εἶχε σ’ αὐτό τόν βαθμό. Δέν θέλησε ὅμως νά κάνει χρήση τῆς παντογνωσίας του. Προόδευε στήν σοφία μέσα ἀπό τίς ποικίλες ἐμπειρίες πού εἶχε ὡς ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τήν θεία του δύναμη (πρβλ. στ. 52).
  Ἡ λέξη χάρις δηλώνει τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τήν πλήρη εὐαρέσκειά του πρός τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ, τόν ἀγαπητό Υἱό του.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν, τόμ. Α΄, σελ. 108-121.