Μιλοῦν οἱ τρεῖς Ἱεράρχες

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ἡ δημιουργία

Στέκεσαι μπροστά στόν κόσμο...
Ρίξε ἕνα βλέμμα γύρω σου.
Πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ τάξη πού ἐπικρατεῖ στήν κτίση!
Ἔρχεται ἡ ἄνοιξη· καί ἡ γῆ ἡ δαρμένη ἀπό τή χειμωνιάτικη παγωνιά     
πετάει ἀπό πάνω της τό πένθιμο ροῦχο, ντύνεται τό λαμπρό              bunch of flowers small
καί καμαρώνει γιά τά κοσμήματά της.
Ἀπό τόν ταπεινό τό σπόρο βλέπεις νά ξεπετιέται τό φύτρο
κι ἀπό ἐκεῖ ν᾿ ἀναδύεται ἡ χλόη
κι ὅταν ἔρθει ὁ κατάλληλος καιρός, νά δένει ὁ καρπός
καί νά μεστώνει.
Πῶς στ᾿ ἀλήθεια νά μή θαυμάζει κανείς τόση σοφία
κρυμμένη μές στό χῶμα!...
Γιά ὅλα αὐτά καί γιά χιλιάδες ἄλλα ἐκπληκτικά, κρυφά καί φανερά,
μήν κάνεις κόπο.
Ἄν πεῖς νά τά γνωρίσεις τέλεια,
θά εἶναι σάν νά προσπαθεῖς νά λογαριάσεις τά κύματα τῆς θάλασσας
ἤ νά μετρήσεις τό νερό της μέ μιά κούπα.
Μά κι ἄν τό κατορθώσεις,
κι ἄν μάθεις ἔστω καί τό «πῶς»,
δηλαδή τόν τρόπο πού ὑπάρχουν τά ὄντα,
μήν καυχηθεῖς πώς νίκησες·
διότι κι ἔτσι ἀκόμη δέν θά μάθεις ποτέ σου τό «ποιός»·
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού τά δημιούργησε,
ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἅρμοσε τόν κόσμο
μέ ὀμορφιά καί τελειότητα ἀνέκφραστη.
Ποιός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔφερε τά πάντα στήν ὕπαρξη γιά σένα...
Τέτοια γνώση εἶναι ἀδύνατον νά τή συλλάβει νοῦς ἀλαζών,
ἀκάθαρτος καί ἐμπαθής,
πού ξέρει νά τ᾿ ἀγγίζει ὅλα μόνο μέ τήν πεπερασμένη λογική του.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ: Ὁ ἄνθρωπος

Σέ δημιούργησε μέ τιμή ἐξαιρετική!
Δέν εἶπε, ὅπως γιά ὅλα τ᾿ ἄλλα, «γενηθήτω»
ἀλλά «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν
καί καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ποιός εἶσαι σύ, λοιπόν; Ποιός εἶσαι σύ, πού ὁ Θεός γιά νά σέ φτιάξει
σκέφτηκε τόσο κι ἀποφάσισε;
Μά δέν εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς:
Εἶσαι τό πιό πολύτιμο ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἔγιναν
ἤ μᾶλλον ἐκεῖνο τό ὄν γιά τό ὁποῖο καί μόνον ὑπάρχει ὁ κόσμος!
Σέ ὅρισε κυβερνήτη τοῦ κόσμου Του.
Τί πιό μεγάλο ἀπ᾿ αὐτό;
Ὅμως τήν ποδοπάτησες τούτη τή χάρη.
Ἐκεῖνος σοῦ ἔδωσε τά πάντα.
Μά ἐσύ τά δῶρα Του τά κλώτσησες.
Πῶς μπόρεσες;
Πῶς μπόρεσες ν᾿ ἀνοίξεις ἀφύλαχτα συζήτηση
μέ τόν ἀρχαῖο ἐχθρό Του -τόν δικό σου ἐχθρό στήν πραγματικότητα;
Πῶς δέν πρόσεξες κι ἄφησες ἕρμαιο τοῦ Σατανᾶ
τό νοῦ καί τήν καρδιά σου;
Σήκωσε, λοιπόν, τώρα τά μάτια σου καί δές τί ἔκανες.
Ἀπό τήν ὥρα τῆς παρακοῆς ἡ ἁμαρτία σου
σ᾿ ἔκανε, ἐσένα τόν πανελεύθερο, δοῦλο.
Κομμάτια τά ὄνειρά σου γιά ἰσοθεΐα,
καί ὅλη σου ἡ εὐγένεια, κομμάτια κι αὐτή.
Ὅλα στερέψαν κι ἀγριέψαν γύρω σου.
Ἁπλώνεις σάν τόν μυθικό τόν Τάνταλο νά πιάσεις,
μά τίποτε δέν στέκεται.
Κι ἄν μές στήν ἀγωνία σου ἀναρωτιέσαι
ποῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἐπίστεψες,
τί ψάχνεις; Γελάει καί καγχάζει σέ βάρος σου -δέν τόν ἀκοῦς;

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ

Ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος Θεός
δέν ξέχασε τό πλάσμα του, ἐσένα.
Ἔκανε τό πᾶν, γιά νά σέ σώσει·
προσπάθησε νά σέ ξυπνήσει ἀπό τό λήθαργο
τῆς πλανερῆς αὐτάρκειας μέ χίλιους τρόπους.
Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες, σοῦ ἔδωσε νόμο,
ἐμφάνισε σημεῖα σέ οὐρανό καί γῆ.
Ὡστόσο, τό κακό εἶχε προχωρήσει.
Χρειαζόσουν ἄλλο φάρμακο, ἰσχυρότερο.
Τότε κι Αὐτός, ὁ ἴδιος ὁ προαιώνιος Θεός Λόγος,
ὁ δημιουργός σου, ἀφοῦ ἄλλη λύση δέν ὑπῆρχε,
γίνεται γιά χάρη σου ἄνθρωπος
καί γιά χάρη σου γεννιέται ἀδύναμο βρέφος,
καί γιά σένα καί μόνο, ἐνῶ εἶναι πάμπλουτος,
πτωχεύει, ἀδειάζει...
Ὥστε ἐσύ νά πλουτίσεις τή φύση σου μέ τή θεότητά Του,
κι ἔτσι νά ἐπανέλθεις στήν ἀρχαία ἐκείνη ὀμορφιά...
Αὐτό λέγεται τέλεια κι ἀκατάσχετη ἀγάπη.
Ἀληθινά δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ἐκφράσω.
Καί ὁ Θεός δέν ἀποφάσισε
νά σέ γλυτώσει σάν βασιλιάς τόν δοῦλο του,
μά σάν ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφό.
Δέν εἶσαι ζῶο νά σοῦ βάλει χαλινάρι.
Ἐλεύθερο σέ θέλει γιά δικό Του.
Νά τ᾿ ἀψηφήσεις ὅλα
καί νά τοῦ πεῖς μ᾿ ἀπόφαση παλληκαρίσια
κι ἀγύριστη: «Ἰδού ἐγώ, Κύριε...»
...καί νά γυρίσεις στό σπίτι τοῦ Πατέρα σου πού ἄφησες.
Πρῶτο κι αἰώνιο κι ἀπύθμενο,
πού σ᾿ ὅλα δίνει νόημα κι ἀξία, εἶναι ἕνα:
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καί πόσο ἄραγε εἶσαι ἕτοιμος νά τή δεχτεῖς;...

                                                        Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 8-10