Α Θε 4,9

Φιλαδελφία (Α΄ Θε 4,9)
THESSΜέ πολλή σύνεση ὁ ἀπόστολος Παῦ­­λος προσφέρει ἕνα δυνατό μάθημα στούς Θεσσαλονικεῖς σχετικά μέ τό θέμα τῆς ἀγάπης μεταξύ τους: «Περὶ δὲ τῆς φιλαδελφίας οὐ χρείαν ἔχετε γράφειν ὑμῖν· αὐτοὶ γὰρ ὑμεῖς θεοδίδακτοί ἐστε εἰς τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (4,9). ῎Εμ­μεσα τούς τονίζει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι τόσο βασικό θέ­μα, ὥστε κι ἄν ἀκόμη τί­ποτε δέν τούς πεῖ ὀφείλουν νά τό κα­τέχουν καί νά τό ἐ­φαρμόζουν. «Τά πολύ μεγάλα θέματα εἶ­ναι ὁλοφάνερα σέ ὅ­λους», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Στήν ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων διακρίνονται δύο βαθμίδες. ῾Η πρώτη εἶναι ἡ ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀν­θρώ­πους -ἀνεξάρτητα ἀπό θρησκεία, ἐθνό­τητα, συγγένεια-, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Δεύτερη βα­θμίδα εἶναι ἡ φιλαδελφία (πρβλ. Ρω 12, 10· ῾Εβ 13,1· Α´ Πέ 1,22· Β´ Πέ 1,7), ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, πρός τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας.
῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ, παιδιά του ὅμως εἶναι μόνον ἐκεῖνοι πού τόν ἀναγνωρίζουν πατέρα τους καί ἐντάσσονται στήν ᾿Εκκλησία του. Τό διευκρινίζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰω­άννης λέγοντας: «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔ­δω­κεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θε­­οῦ γε­νέ­σθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐ­τοῦ» (1,12). Ἔτσι ὅλοι οἱ πι­στοί μεταξύ τους εἶναι ἀδέλφια. Κι ὅπως ἀνάμεσα στά παιδιά πού κατάγονται ἀπό τούς ἴδιους γονεῖς ἀναπτύσσεται ἡ ἀδελφική ἀγάπη, ἡ φυσική φιλαδελφία, ἔτσι καί μεταξύ τῶν πιστῶν καλλιεργεῖται ἕνας πνευματικός δεσμός, μιά ἀ­δελ­φική ἀ­γά­πη, ἡ πνευματική φιλαδελφία. Τό χα­ρα­κτηριστικό γνώρισμα ἀπό τό ὁποῖο θέ­λει ὁ Κύριος νά δια­κρίνονται οἱ μαθητές του εἶναι ἡ μεταξύ τους ἀγάπη, ἡ φιλα­δελ­φία: «᾿Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐ­μοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγά­πην ἔ­χητε ἐν ἀλλήλοις» (᾿Ιω 13,35).
῞Οποιος ἔχει καταλάβει ἔστω καί λί­γο τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἔχει γνωρίσει τήν ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη, τόν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό, καί ἔ­νιωσε νά τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ὁ πιό εὐεργετημένος, ὁ πιό προνο­μι­οῦ­χος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Συγκινη­μέ­νος καί συνεπαρμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνεται τήν καρδιά του νά ξεχειλίζει ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός Αὐ­τόν. Στόν σφοδρό πόθο του νά ἐκ­φράσει τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη του πρός τόν Σωτήρα, ὁ Κύριος τοῦ ὑ­πο­δει­κνύει τά παιδιά του καί τοῦ πα­ραγ­γέλλει νά δώσει σ᾿ αὐτά τήν ἀγάπη πού χρωστᾶ στόν ἴδιο· «᾿Εφ᾿ ὅσον ἐ­ποι­ήσατε ἑνὶ τού­των τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλα­χίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μθ 25,40).
῾Ο χριστιανός ἀγαπᾶ τούς ἄλλους, διό­τι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπαντᾶ καί ἀνταποκρίνεται στήν ἀγάπη πού τοῦ ἔδειξε πρῶτος ὁ Χριστός. Τήν ἀλήθεια αὐτή μᾶς βοηθᾶ νά τήν κατανοήσουμε ἕνα παράδειγμα: Κάποιος πατέρας ἀνα­γκά­ζεται νά φύγει στό ἐξωτερικό καί ἐμπι­στεύεται τά παιδιά του σέ ἕναν ἄν­θρωπο τόν ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς τόν ἔχει ἐξυπη­ρε­τήσει πολλές φορές, ἀλλά τοῦ ἔχει δώ­σει τεράστια περιουσία, σπου­δαία κοινω­­νική θέση καί -τό κυριότερο- τοῦ ἔχει σώσει τή ζωή. Πόσο θά πρέπει νά προ­σέχει ὁ ἄνθρωπος αὐτός τά παι­διά τοῦ εὐεργέτη του! Γιά μᾶς κάθε συ­νάν­θρω­πός μας, ἰδιαίτερα κάθε «οἰκεῖος τῇ πί­στει», κάθε ἀδελφός, εἶναι τό παιδί τοῦ Σωτήρα μας. ῎Αν σήμερα λείπει ἡ ἀ­γάπη ἀπό τή ζωή μας καί ἀπό αὐτήν ἀ­κόμη τή χριστιανική κοινωνία, εἶναι διότι δέν ἀ­γα­ποῦμε ἀληθινά τόν Χριστό καί τοῦτο διό­τι δέν ἔχουμε καταλάβει πόσο ᾿Εκεῖνος μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς εὐ­εργέ­τησε.
῎Αν ἐφαρμόζαμε τή φιλαδελφία, ἡ πνευματικότητά μας θά εἶχε θαυμαστή σταθερότητα ἀλλά καί αὔξηση, ἡ χαρά μόνιμα καί ἀναφαίρετα θά ἔλαμπε μέσα μας καί ὅλη ἡ ὕπαρξή μας θά γλύκαινε.
Ἡ φιλαδελφία ὑπαγορεύει ὄχι νά δώ­­σω στόν ἄλλον ἕνα μικρό ποσό ὡς ἐλεη­μοσύνη καί νά νομίζω ὅτι ἔκανα τό κα­θῆκον μου, ἀλλά νά ἐνδιαφερθῶ, νά συμπαρασταθῶ, νά βοηθήσω, ἔτσι ὥστε νά αἰσθάνεται ὅτι μαζί περνοῦμε τή δυσκο­λία καί μοιραζόμαστε τό βάρος. Ἔ­μπρα­κτη βλέπουμε αὐτή τή φιλαδελφία στή ζωή τῆς εὐλογημένης πρώτης ᾿Εκ­κλη­σί­ας: «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία... καὶ ἦν αὐ­τοῖς ἅπαντα κοινά» (Πρξ 4,32). ῾Η χριστια­νική αὐτή κοινότητα ζοῦ­σε μέσα σέ μιά κοινωνία κακίας, ἀδικίας καί δια­φθορᾶς, ὡστόσο σκόρπιζε γύρω της τήν εὐωδιά τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀδελ­φο­­­σύνης. ᾿Εκεῖ πού βασίλευε ἡ ἐχθρό­τητα καί ἡ ἐκδίκηση, ἐπικράτησε ἡ ὁ­μόνοια καί ἡ στοργή. Οἱ πιστοί ἐ­λεύ­θε­ρα καί ἀβίαστα, ἀθό­ρυ­βα καί ἀποφασι­στικά προχώρησαν στήν ἐφαρμογή τῆς «καινῆς ἐντολῆς» (βλ. Ἰω 13,34), τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης. ῾Ως μέ­λη μιᾶς με­γά­λης οἰκο­γέ­νειας, μέ κίνητρο τήν ἀγά­πη ἀπολάμβαναν τά ἀγαθά πού μέ τή θέ­λησή του ὁ καθένας διέθετε.
Σήμερα προβληματίζεται κανείς ἄν ὑπάρχει ἀκόμη καί ἡ κατά σάρκα φιλαδελφία, ἀφοῦ γιά ἐλάχιστα πράγματα καί γιά παραμικρές ἀφορμές μαλώνουν τά ἀδέλφια καί τρέχουν στά δικαστήρια. Σ᾿ αὐτήν τήν κοινωνία τοῦ μίσους καί τῆς ἀδικίας ἀξίζει νά μιμηθοῦμε τούς πρώ­τους ἀδελφούς μας καί νά καλλιεργή­σουμε τή φιλαδελφία καί τήν ἀλλη­λεγγύη στήν πνευματική οἰκογένεια. Καί θά τό κατορθώσουμε, ὅταν ἀνανε­ώ­νου­με τήν ἀναγέννησή μας καί ἀναζωπυ­ρώνουμε τό χάρισμα τῆς πίστης καί τῆς ἀγάπης στόν Κύριό μας. Τότε δέν θά φτωχαίνει καί δέν θά κρυ­ώνει ἡ ἀγάπη μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος