Εὐάρεστοι στόν Θεό

Εὐάρεστοι στόν Θεό (Α΄ Θε 4,1)
THESSΟ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τούς Θεσσαλονικεῖς νά ἀγωνίζονται καί νά πολιτεύονται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι ἡ ζωή τους ἁ­γία, εὐάρεστη στόν Θεό. «Τὸ λοιπὸν οὖν, ἀδελφοί, ἐρωτῶμεν ὑμᾶς καὶ πα­ρακα­λοῦμεν ἐν Κυρίῳ ᾿Ιησοῦ, καθὼς παρελάβετε παρ᾿ ὑμῶν τὸ πῶς δεῖ ὑ­μᾶς περι­πατεῖν καὶ ἀρέσκειν Θεῷ, ἵνα περισσεύητε μᾶλλον» (4,1).
῾Η διδασκαλία τοῦ Παύλου δέν εἶναι μιά καθηκοντολογία ἤ ἀρετολογία. Προ­βάλλει ἕναν κεντρικό ἄξονα γύρω ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά περιστρέφεται ὁ κό­σμος τῆς σκέψεως, τοῦ συναισθή­μα­τος, τῆς βουλήσεώς μας. ῾Ο ἄξονας αὐ­τός εἶναι ὁ Θεός καί τό θέλημά του. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό σταθερό καί ἀ­ναλ­λοίωτο στό πέρασμα τῶν αἰώνων, εἶναι ὁ μόνος κανόνας πού ρυθμίζει τή ζωή τῶν πιστῶν.
῾Ο Θεός ἀσφαλῶς δέν ἔχει κανένα κέρδος ἀπό τήν τήρηση τοῦ θελήματός του. Γνωρίζει ὅμως ὅτι τά παιδιά του τη­ρώντας τό θέλημά του ἀπελευθε­ρώνο­νται ἀπό τά πάθη τους καί βρίσκουν πυξίδα ἀσφαλῆ γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς τους. Σέ πολ­λές περιπτώσεις ὅμως ἐ­μεῖς δέν θέλουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θε­ός. Διαπιστώνουμε μάλιστα ὅτι αὐτό τό δικό μας θέλημα ὄχι μόνο δέν εἶ­ναι ἁ­μαρτωλό, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι σύμφω­νο μέ τή λογική καί τή δικαιοσύνη. Θέ­λουμε π.χ. νά ἀπαλ­λαγοῦ­με ἀπό ἕναν ἐξωτερι­κό πειρασμό, νά θεραπευθοῦμε ἀπό μιά ἀρρώστια, νά ἀποκαταστα­θοῦ­με ἀ­πό μιά ἀδικία πού ἔγινε εἰς βάρος μας. Ὁ Θεός ὅμως μπορεῖ νά θέλει κάτι δια­φο­ρετικό ἀπό αὐτό πού ἐμεῖς ἐπιθυ­μοῦμε. Τότε θά πρέπει νά δεχθοῦμε ὁ­λόψυχα τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ πού ἀποβλέπει στήν πνευματική μας ὠφέλεια.
῎Ας ἐμπιστευόμαστε στήν ἀγάπη καί στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού ξέρει τό ἀλη­θινό συμφέρον μας. Ὁ Μέγας ᾿Αντώνιος διδάσκει: «῾Ο ἀληθινά λογικός ἄνθρω­πος μιά μονάχα σπουδή ἔχει, νά ὑπα­κούει καί νά ἀρέσει στόν Θεό. ῎Αν νιώ­θουμε τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουμε τούς γιατρούς, παρότι μᾶς δίνουν πικρά φάρμακα γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑ­γείας μας καί μᾶς ὑποβάλλουν σέ ἀγω­γή πού δέν μᾶς εἶναι ἀρεστή, δέν θά ἦταν ἀχαρακτήριστη ἡ διαφορετική στά­­ση μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, γιά ὅσα ἐ­νεργεῖ πρός σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἔστω κι ἄν μᾶς φαίνονται δυσάρεστα;».
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι δύσκολο νά τό διακρίνουμε· ἐκφράζεται στόν ἄνθρωπο μέ διάφορους τρόπους: α) Μέ τή συνείδηση, τόν ἔμφυτο νόμο πού ὑπάρχει μέσα στήν ἀνθρώπινη ὕ­παρξη, «ὅ­που ὡς εἰς θεόγραφον πλάκα φέρεται τὸ θεῖον θέλημα “γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν”», γράφει ὁ Κων­στα­ντῖνος Καλλίνικος. β) Μέ τόν γραπτό νόμο, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθή­κη, πού εἶναι «φῶς» καί «λύχνος τοῖς ποσί» (Ψα 118,105), φω­τεινό λυχνάρι στόν δρόμο τῆς ζωῆς. Στήν ἁγία Γραφή μελετοῦμε τή ζωή καί τό πα­ράδειγμα τοῦ Κυρίου, μαθαίνουμε τί θέλει ἀπό μᾶς. «Θέλημα δὲ Θεοῦ, αἱ ἐντολαὶ αὐ­τοῦ», ἐξηγεῖ ὁ Ζιγαβηνός. γ) Μέ τό Πνεῦ­­­μα τό ἅγιο πού πήραμε κατά τό Βάπτισμά μας. Τό ἐπικαλούμαστε στήν προσευχή μας καί ζητοῦμε τόν θεῖο φω­τισμό «πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κα­κοῦ» (῾Εβ 5,14). Στά διάφορα διλήμ­ματα τῆς ζωῆς ἱκετεύ­ουμε μαζί μέ τόν Ψαλ­μωδό: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι» (Ψα 142,8). Ἄν τό ἅγιο Πνεῦμα δέν μᾶς φωτίσει, «ἀδύνατον τὸ θέλημα αὐτοῦ ἐπι­γνῶ­ναι», τονίζει ὁ ἅ­γιος Χρυσόστομος. δ) Μέ τή βοήθεια τοῦ φωτισμένου καί ἔμπειρου πνευμα­τικοῦ πατέρα καί ὁδηγοῦ. ε) Μέ τά διά­φορα περιστατικά τῆς ζωῆς μας, πού ὀ­φείλουμε νά τά ἀποδεχόμαστε μέ φρό­νημα ὑποτα­γῆς καί εὐγνωμοσύνη, μέ ὁλοκληρωτική πα­ράδοση στόν Θεό.
῾Ο Κύριος ἐξήγησε ὅτι στή βασιλεία του δέν θά μποῦν ὅσοι λένε «Κύριε, Κύ­ριε», ἀλλά ὅσοι κάνουν τό θέλημα τοῦ Πατέρα του (βλ. Μθ 7,21). ῾Ο ἴδιος μᾶς ἔδω­σε τό πα­ράδειγμα τῆς τέλειας ὑ­πα­κοῆς καί ἐγκαταλείψεως στό θεῖο θέ­λημα. «Οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πα­τρός» (᾿Ιω 5,30), εἶπε, καί «ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέ­λημα τοῦ πέμ­ψα­ντός με» (᾿Ιω 4,34). ῎Ε­γινε «ὑπήκοος μέ­χρι θανάτου, θανά­του δὲ σταυροῦ» (Φι 2,8). Στή Γεθσημανῆ ζήτησε ἀπό τόν Θεό: «Πά­τερ μου,... πα­ρελθέτω ἀπ᾿ ἐ­μοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο». Ἀλλά ἀμέσως συμπλήρωσε: «Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Μθ 26,39). Τό «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Μθ 6,10), ὅταν ἀ­πο­τε­λεῖ εἰλικρινῆ ἔκφραση τῆς καρδιᾶς, συ­νιστᾶ τό κορύφωμα τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς προόδου. Εἶναι ἡ πιό με­γαλειώδης ἀναγνώριση τοῦ πιστοῦ ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί πρέπει νά εἶναι «τὰ πά­ντα καὶ ἐν πᾶσι» (Κλ 3,11).
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης παρατη­ρεῖ: «Εἶναι ὑγεία τῆς ψυχῆς ἡ ἐκπλή­ρω­ση τοῦ θείου θελήματος. ῞Οπως καί τό ἀντίθετο, δηλαδή ἡ παράβαση τοῦ ἀγα­θοῦ θε­λήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀρρώ­στια τῆς ψυχῆς πού καταλήγει στόν θάνατο... ᾿Ε­πει­δή, λοιπόν, ἐμεῖς ἀρρωστή­σαμε, ἀφοῦ ἐγκαταλείψαμε τήν καλή δι­α­βίωσή μας στόν παράδεισο, ὅταν μο­­νο­μιᾶς ἤπιαμε τό δηλητήριο τῆς παρα­κοῆς καί ἡ φύση μας ὑποδουλώθηκε στή θανατηφόρα ἀσθένεια, γι᾿ αὐτό ἦρ­θε ὁ ἀληθινός ἰατρός, θε­ραπεύοντας τό κακό μέ τά ἀντίθετα πρός αὐτό φάρ­μα­κα, δηλαδή μέ τήν ὑπα­κοή, σύμ­φωνα μέ ὅσα ἰσχύουν καί στήν ἰατρική τοῦ σώ­ματος». Καί ἐπιγραμματικά δια­κη­ρύτ­τει: «Γενηθήτω τοίνυν τὸ θέλημά Σου, ἵνα σβεσθῇ τοῦ διαβόλου τὸ θέλη­μα».

Στέργιος Ν. Σάκκος

"Ἀπολύτρωσις", Φεβρ. 2023