Τό Δεῖπνο

metalips  Δέν ξέραμε ὅτι αὐτή θά ἦταν ἡ τελευταία φορά μαζί Του στούς δρόμους τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἀλλιῶς τό μόνο πού δέν θά τοῦ λέγαμε θά ἦταν: «Διδάσκαλε, κοίτα τί μεγάλες πέτρες καί τί μεγάλες οἰκοδομές!». Ἄν τό ξέραμε, δέν θά κοιτούσαμε τίποτα γύρω μας. Θά κοιτούσαμε μόνο τό βλέμμα Του, ἀφοῦ μετά ἀπό λίγες μέρες δέν θά τό ξαναβλέπαμε πιά.
  Ἀλλά οὔτε καί ἀπ’ τά λόγια Του ὑποψιαζόμασταν κάτι, παρόλο πού μιλοῦσε πλέον μόνο γιά τέλος, γιά βιασύνη, γιά δυνάμεις πού θά σαλευθοῦν. Μᾶλλον δέν θέλαμε νά καταλάβουμε.
  Τό δεῖπνο ἦταν ἁπλό. Ἀκολουθήσαμε τόν ἄνθρωπο πού βαστοῦσε τήν πήλινη στάμνα μέ τό νερό καί ἔτσι βρήκαμε εὔκολα τό σπίτι. Ὁ νοικοκύρης, ὁ «δεῖνα» δέν ξέρουμε ἀκριβῶς ποιός ἦταν τά εἶχε φροντίσει ὅλα. Θά τρώγαμε στό ἀνώγειο. Μεγάλο, στρωμένο, ἕτοιμο. Πάνω στό τραπέζι ψωμί καί κρασί. Καί δίπλα τό τρυβλίο...
Δέν ξέρουμε τί ἔκαναν ἐκείνη τήν ὥρα οἱ ἄλλοι λαοί τοῦ κόσμου. Οἱ Ἑβραῖοι πάντως ἔξω ἑτοίμαζαν τό πάσχα. Μέσα στό ἀνώγειο ὁ Διδάσκαλος ἑτοίμαζε τό δικό Του. Θά ἦταν ἕνα δεῖπνο μυστικό, κρυμμένο ἀπ’ ὅλους πού θά μᾶς ἀφοροῦσε ὅμως ὅλους, ἕναν ἕναν ξεχωριστά καί ἀναντικατάστατα λαούς καί πρόσωπα.
  Ξεκίνησε πρῶτα νά μᾶς λέει πόσο βαθιά, κατάβαθα πεθύμησε αὐτό τό Πάσχα νά φάει μαζί μας πρίν φύγει, πρίν πάθει. Κι ὕστερα μίλησε γιά ἕνα ἄλλο δεῖπνο καινούργιο, διαφορετικό ἀπ᾽ αὐτό, εὐφρόσυνο, κάπου ἀλλοῦ. Αὐτό λαχταράει ἀπό τώρα, μᾶς εἶπε. Νά τρώει καί νά πίνει γιά πάντα μαζί μας σέ κεῖνο τό τραπέζι. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό, πρέπει πρῶτα νά προηγηθεῖ τό ἀποψινό δεῖπνο, τό πικρό. Οὔτε ὁ ἴδιος τό θέλει, ὑπάκουσε ὅμως στόν Πατέρα Του.
  Σήκωσε τό ποτήρι μέ τό κρασί. Ἔσπασε τό ψωμί. Καί τά μοίρασε σέ ὅλους. Ἔξω εἶχε ἤδη νυχτώσει. Ἀπό μακριά ἀκούγονταν φωνές, ὄχλος πολύς, ξύλα, μαχαίρια.
... Ἀπ᾽ τά οἰκοδομήματα πού θαυμάσαμε ἐκείνη τή μέρα στούς δρόμους τῆς Ἰερουσαλήμ δέν ἔμεινε τίποτα, πέτρα πάνω στήν πέτρα, ὅπως ἄλλωστε μᾶς τό εἶχε πεῖ ἀπό πρίν. Ὁ παλιός κόσμος συντρίφτηκε ὅλος σέ κεῖνο τό ἑσπερινό Δεῖπνο μέσα σ᾽ ἕνα ξένο ἀνώγειο ἑνός ἀνώνυμου ἰδιοκτήτη. Καί μιά μέρα θά συντριβοῦν ὅλα μέ πάταγο, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τά ἄστρα, ἡ γῆ καί τά ἔργα της.
  Τί θά μείνει; Ἀστράφτει ὑψωμένο τό Δισκοπότηρο στά χέρια τοῦ λειτουργοῦ στήν Ὡραία Πύλη. «Πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
  Τό Δεῖπνο παραμένει πάντοτε μυστικό. Ἔξω ἡ βοή τοῦ κόσμου καί μέσα στά ταπεινά θυσιαστήρια τῶν ναῶν τό Μυστήριο τῆς Ζωῆς. Μυστικό, ἀλλά προσφερόμενο πάντοτε. Ἀδιακρίτως σέ ὅλους. Τό γεύονται ὅμως μόνον ὅσοι πεινοῦν καί διψοῦν.
  Εἶναι αὐτοί οἱ συσταυρωμένοι μαζί Του, πού ἔρχονται ἀπό μεγάλη θλίψη, ἀλλά πλένουν καί λευκαίνουν τά ἱμάτιά τους μέσα ἀπό τό Ποτήριο τοῦ Αἵματος. Εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ περιπλανώμενοι στούς δρόμους τῆς ἱστορίας, πού χάσαμε κάποτε τό βλέμμα Του, ἀλλά μᾶς καλεῖ καί τώρα καί πάντοτε νά συναχτοῦμε στό Δεῖπνο.
«Εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».
  Ὄχι ἁπλῶς γιά νά ξαναθυμηθοῦμε τό πρόσωπό Του, ἀλλά γιά νά Τόν ἔχουμε ὁλόκληρο μέσα μας. Τό Δεῖπνο μόνο μιά λέξη μπορεῖ λίγο νά τό προσεγγίσει. Ἡ λέξη «μαζί» ἤ καλύτερα «ἐν». «Ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν».
  Μαζί. Μέ ὅλους. Γιά πάντα. Στό τραπέζι τῆς Βασιλείας Του.

Ζ.Γ.

"Ἀπολύτρωσις", Ἀπρ. 2022