Λκ 1,34

«Ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω» (Λκ 1,34)


  euaggelismos2  Στόν ἱστορικό διάλογο πού διαμείφθηκε στή Ναζαρέτ ἀνάμεσα στόν ἄγγελο Γαβριήλ καί τήν παρθένο Μαρία (Λκ 1,28-38) περιέχεται ἡ φράση τῆς ὁποίας ζητήθηκε ἡ ἑρμηνεία. Φαίνεται ἁπλή ἡ φράση αὐτή, διότι οἱ λέξεις καί ἡ σύνταξή της κατανοοῦνται μέ τήν πρώτη ἀνάγνωση. Εἶναι ὅμως ἀπό τά δυσερμήνευτα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, διότι συνδέεται μέ τό μέγα μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, καί μάλιστα, μ᾿ ᾿Εκείνη πού εἶναι τό ὕψος τό «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς».

   Ἡ Μαρία δέν δέχεται ἄκριτα τό ἀγγελικό μήνυμα. Δέν ἀμφιβάλλει, βέβαια, γιά τήν πραγματοποίησή του, ἀλλά ζητᾶ νά μάθει τόν τρόπο, προβάλλοντας μία σοβαρή ἔνσταση· «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;».

   Ἡ ἔκφραση «ἄνδρα οὐ γινώσκω» σημαίνει «δέν ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα». ῾Ο ἐνεστώτας τοῦ ρήματος δηλώνει πρόθεση γιά ἰσόβια παρθενία. Τό «οὐ γινώσκω» δέν ἀφορᾶ μόνο στό χρονικό διάστημα μέχρι τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ -δέν θά εἶχε τότε νόημα ἡ ἔνσταση τῆς Παρθένου-, ἀλλά ἀγκαλιάζει καί τό μέλλον. ῞Οπως ἐκεῖνος πού ἀποφάσισε νά μήν πιεῖ ποτέ στή ζωή του κρασί ἐκφράζεται σέ ἐνεστώτα χρόνο λέγοντας «δέν πίνω»· ὅπως ὁ μή καπνιστής λέγει «δέν καπνίζω» ἐννοώντας ὅτι οὔτε καί στό μέλλον ἔχει πρόθεση νά καπνίσει, ἔτσι καί ἡ Παρθένος χρησιμοποιεῖ τόν λεγόμενο «βουλητικό» ἐνεστώτα, ὑποδηλώνοντας τή σταθερή της βούληση νά ἀπέχει τελείως ἀπό τήν κοινωνία τοῦ γάμου.

     Γνώριζε, βέβαια, ἡ Μαρία τήν προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα· «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ» (7,14). Δέν πέρασε ὅμως ποτέ ἀπό τή σκέψη της ἡ ὑπόνοια ὅτι σ᾿ αὐτήν ἀναφέρεται ὁ προφήτης. ῾Η βαθειά της ταπεινοφροσύνη δέν ἐπέτρεψε ἕναν τέτοιο λογισμό οὔτε καί μετά ἀπό ὅσα τῆς ἀποκάλυψε ὁ οὐράνιος ἀπεσταλμένος (βλ. στ. 30-33). Αὐτό πού κυρίαρχα ἔνιωσε μέσα της καί ἀμέσως αὐθόρμητα ἐκδηλώθηκε ἦταν ἡ ἀγωνία μήπως λυθεῖ ὁ μυστικός της γάμος μέ τόν Κύριο, τό ἱερό της τάμα· μήπως χάσει αὐτό πού ἀπό μικρή δέχθηκε ὡς κλήση ἀπό τόν Θεό καί στό ὁποῖο ἀνταποκρίθηκε μέ ὅλο της τό εἶναι.

   Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος παρατηρεῖ· «Αὐτό δέν θά τό ἔλεγε, ἄν ἀπό πρίν δέν εἶχε κάνει τάμα στόν Θεό νά μείνει παρθένος» (De sancta Virginitate 1,4· PL 40,398). ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐπίσης, παρατηρεῖ ὅτι τό ἐρώτημα τῆς Μαρίας ἀποδεικνύει ὅσα κρυφά εἶχαν συντελεσθεῖ μέσα της. Διότι, σκέπτεται ὁ ἅγιος πατέρας, ἄν ὁ ᾿Ιωσήφ τήν εἶχε παραλάβει γιά νά τήν κάνει γυναίκα του, γιατί νά διατυπώσει ἡ Μαρία μέ τόση ἔκπληξη μία τέτοια ἀπορία, ἀφοῦ καί ἡ ἴδια θά περίμενε νά γίνει μητέρα κατά τόν φυσικό νόμο; Καί ὁ ἴδιος δίνει τήν ἀκόλουθη ἐξήγηση· «’Επειδή δέ τήν ἀφιερωθεῖσαν τῷ Θεῷ σάρκα, οἷόν τι τῶν ἁγίων ἀναθημάτων ἀνέπαφον ἔδει φυλάττεσθαι, διά τοῦτο, φησί, κἄν ἄγγελος ἦς, κἄν οὐρανόθεν ἥκῃς, καί ὑπέρ ἄνθρωπον τό φαινόμενον ᾖ, ἀλλά τό γνῶναί με ἄνδρα τῶν ἀμηχάνων ἐστί. Πῶς ἔσομαι μήτηρ ἄνευ ἀνδρός; Τόν γάρ ᾿Ιωσήφ μνηστῆρα μέν οἶδα, ἄνδρα δέ οὐ γινώσκω». ᾿Επειδή, δηλαδή, ἔπρεπε νά διαφυλαχθεῖ τό ἀφιερωμένο στόν Θεό σῶμα της ἀνέγγιχτο σάν ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέγει· «Παρ᾿ ὅτι εἶσαι ἄγγελος καί ἔχεις ἔλθει ἀπό τόν οὐρανό καί ἡ ἐμφάνισή σου εἶναι κάτι τό ὑπερφυσικό, ἐντούτοις εἶναι ἀδύνατο νά ἔχω συζυγικές σχέσεις μέ ἄνδρα. Πῶς, λοιπόν, θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Διότι ἀναγνωρίζω τόν ᾿Ιωσήφ ὡς μνηστήρα, ὄχι ὅμως ὡς σύζυγο» (PG 46,1140D-1141Α· ΕΠΕ 10,346-348).

   Γιά νά ἀσφαλίσει, προφανῶς, ἡ Μαρία τό μυστικό ἱερό τάμα της μνηστεύθηκε τόν ᾿Ιωσήφ, πού ἦταν ἤδη μεσήλικας καί μετά τό θάνατο τῆς συζύγου του εἶχε τήν εὐθύνη τῶν παιδιῶν του. Φαίνεται ὅτι συμφώνησαν νά κάνουν ἕναν ἰδιότυπο γάμο, ἀπαλλαγμένο ἀπό συζυγικές σχέσεις· ἐκείνη θά τόν βοηθοῦσε στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του καί αὐτός, καθώς θά ἐμφανιζόταν στόν κόσμο ὡς σύζυγός της, θά πρόσφερε τήν ἀναγκαία κοινωνική κάλυψη γιά νά διατηρήσει τήν παρθενία της. Διότι ἡ ἀπόφαση γιά ἰσόβια παρθενία ἦταν τελείως ξένη πρός τά ἰουδαϊκά ἤθη, ἀκατανόητη καί προκλητική γιά τήν ἐποχή ἐκείνη.

   Στήν Παλαιά Διαθήκη, μετά τόν ῎Αβελ, ὁ ὁποῖος δέν πρόλαβε νά κάνει γάμο, ἀναφέρονται ὡς παρθένοι τρεῖς μόνο ἄνδρες, ὁ ᾿Ηλίας, ὁ ᾿Ελισαῖος καί ὁ ᾿Ιερεμίας. ῾Η σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα πού ἀγάπησε τόσο τόν Θεό, ὥστε νά ἐπιθυμήσει νά τοῦ ἀφιερώσει τήν παρθενία της. Κι ἦταν τόσο δυνατός ὁ πόθος της ὥστε νά μένει ἀμετάκλητος καί μετά τήν καταπληκτική προαγγελία τοῦ ἀγγέλου. ῎Ετσι, πράγματι, ἅρμοζε στήν ἐκλεκτότερη ψυχή πού γνώρισαν οἱ αἰῶνες· σ᾿ αὐτήν πού ἀνῆλθε στό ὕψιστο ἀξίωμα νά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ· στήν ἀειπάρθενο Μαρία, ἡ ὁποία δικαίως χαρακτηρίστηκε ὡς «τό τεῖχος» καί ἡ «καλή κουροτρόφος» τῶν παρθένων.

Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 83-84