Μαθαίνοντας τή γλώσσα τοῦ Θεοῦ

PEOPLE c  Ἐντυπωσιάζει ἡ γλωσσομάθεια, τό νά κατέχει κανείς πολλές γλῶσσες. Δυσκολευόμαστε καλά-καλά νά μάθουμε τή μητρική μας, πόσο περισσότερο νά μάθουμε καί δεύτερη καί τρίτη καί τέταρτη γλώσσα! Κι ἄν βροῦμε κάποιον πολύγλωσσο, πράγμα σπάνιο, τόν θαυμάζουμε καί νιώθουμε ὅτι ἔχουμε μπροστά μας ἕνα φαι­νόμενο, ἕναν περίπου ὑπεράνθρωπο!
  Ἄν ὅμως μᾶς δυσκολεύουν τόσο οἱ ἀνθρώπινες γλῶσσες, θά ἔλεγε κάποιος, πόσο περισσότερο θά μᾶς δυσκόλευε τό νά μάθουμε τή γλώσσα τοῦ Θεοῦ! Ἀλήθεια, εἶναι δυνατόν νά μάθει ὁ ἄνθρωπος, ὁ φτωχός καί μικρός, τή γλώσσα τοῦ Θεοῦ; Μοιάζει τόσο ἀπίθανο! Ὅμως πρίν ἀπ’ αὐτό τό ἐρώτημα, πρέπει νά ἀπαντή­σουμε σ’ ἕνα ἄλλο πού προϋποτίθεται: Μιλάει ἄραγε ὁ Θεός κάποια γλώσσα; Ἔχει κάποιον κώδικα ἐπικοινωνίας μέ τά πλάσματά του;
  Ἀσφαλῶς καί ἔχει! Ἡ ἐπικοινωνία εἶναι δομικό στοιχεῖο κάθε λογικῆς ὕπαρξης, κάθε προσώπου. Ἄν κάποιος δέν ἐπικοινωνεῖ, ὄχι βέβαια στό πλαίσιο τῶν ἐν­στίκτων ἀλλά ἐλεύθερα, τότε δέν εἶναι πρόσωπο. Συνεπῶς, ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο, καί μάλιστα τό πρότυπο κάθε προσώπου, ἐπικοινωνεῖ, μιλάει ὄντως κάποια γλώσσα. Ποιά λοιπόν εἶναι αὐτή;
  Ἡ γλώσσα τούτη, ἡ γλώσσα πού μᾶς φανερώνει τό πρόσωπο καί τόν ἑαυτό τοῦ Θεοῦ, καί μᾶς τόν καθιστᾶ οἰκεῖο, εἶναι μία καί μόνη: Ἡ ἀγάπη. Ἔτσι ἐπικοινωνεῖ μαζί μας ὁ Κύριος∙ ἔτσι τόν πλησιάζουμε∙ ἔτσι τόν κατανοοῦμε: Μέσῳ τῆς ἀγάπης. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέει στήν πρώτη του ἐπιστολή ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἄρα, συμπεραίνει, ὅποιος δέν ξέρει τί θά πεῖ ἀγάπη «οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν» (Α΄ Ἰω 4,8), δέν τόν γνωρίζει, δέν τόν καταλαβαίνει. Τοῦ εἶναι ἀπρόσιτος, ὅπως εἶ­ναι ἀπρόσιτος σέ μένα, τόν ἐντελῶς ἄσχετο μέ τήν Ἰαπωνική, ἕνας Ἰάπωνας.
  Καί ποῦ σπουδάζουμε αὐτή τή γλώσσα, σέ ποιό ἰνστιτοῦτο; Τή σπουδάζουμε μέ πληρότητα καί σέ βάθος στή σχολή τοῦ Γολγοθᾶ, στήν ἕδρα τοῦ Σταυροῦ. Μᾶς τή διδάσκει αὐθεντικά ὁ Διδάσκαλος τῶν διδασκάλων, ἡ ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Γιά βιβλία του δέν χρησιμοποιεῖ ἄλλα παρά τό αἷμα του, τόν θάνατό του, τή θυσία του. Δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο. Ὁ Θεός σφαγιάζεται γιά μένα, τόν ὑβριστή του, «ὡς ἀμνὸς ἄφωνος» (Ἠσ 53,7)! Τί ἄλλο πρέπει νά ξέρω; Τί ἄλλο πρέπει νά μάθω γιά νά καταλάβω ὅτι εἶναι ὁ Πατέρας μου, ἡ ζωή μου, τό πᾶν;!...
  Πρίν ὅμως ἀσκηθοῦμε σ’ αὐτή τήν καταπληκτική μέθοδο τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ Πάθους, διδασκόμαστε ἀρχικά τή γλώσσα τοῦ Θεοῦ στή σχολή τῆς δημιουργίας, ὅταν μελετοῦμε τά πολυποίκιλα πλάσματά του. Πραγματικά ὅταν κανείς ἐξετάζει, καί μάλιστα ἐπιστημονικά, τί ἔχει γίνει, πόση σοφία ἔκρυψε ὁ Κύριος τόσο στά μικρά ἤ καί ἀόρατα ὅσο καί στά τεράστια καί ἐκπληκτικά, μένει ἄναυδος! Ναί, εἶναι ἀναμφίβολο: Ἡ κτίση «διηγεῖται δόξαν Θεοῦ» (βλ. Ψα 18,2) καί πρέπει κα­νείς νά εἶναι ἄμυαλος γιά νά μήν τό ἀναγνωρίσει. Τί εἶναι π.χ. ἕνα κύτταρο; Κάτι πού δέν δια­κρίνεται κἄν μέ τό μάτι. Κι ὅμως ἀπ’ αὐτήν τήν ἐλάχιστη μονάδα ζωῆς προκύ­πτει ἀκόμη κι ἕνας ἄνθρωπος! Ἀντιλαμβανόμαστε τό ἀσύλληπτο μεγαλεῖο πού ἀναδύεται μπροστά μας; Τό νιώθουμε; Ἤ ἐπιλέγουμε νά ἀνοηταίνουμε καταφεύ­γοντας στήν... τύχη καί στή «μητέρα Φύση»; Καί βέβαια ὅλο αὐτό τό ἀπαράμιλλο ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο δείχνει προπάντων τήν ἀγάπη του γιά μᾶς, γιά τό παιδί του, γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά μᾶς ὅλα, τά πάντα! Πόσο ἀδικοῦμε τόν ἑ­αυτό μας, ὅταν δέν ἀκοῦμε γύρω μας καί μέσα μας νά τραγουδᾶ τό κάθε τι τό ὑπέ­ροχο ἀλφα­βη­τάρι τῆς θείας ἀγάπης!
  Ὀφείλουμε ὡστόσο νά τονίσουμε ἐδῶ τό ἑξῆς: Οἱ δύο αὐτές σχολές ἐκμάθησης τῆς γλώσσας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ πίστη καί ἡ ἐπιστήμη, εἶναι ἀναγκαῖο νά διακρίνονται. Δέν πρέπει νά συγχέονται. Ἄλλο τό πεδίο τῆς μιᾶς καί ἄλλο τῆς ἄλλης. Ἡ πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ ἀφορᾶ στίς πραγματικότητες τοῦ Οὐρανοῦ, δέν ἔχει σκοπό της τή γνώση τοῦ ἐπιστητοῦ. Καί ἀπό τήν ἄλλη, δέν μπορεῖ ἕνας ἐπιστή­μονας νά ἀποφαίνεται γιά τόν πνευματικό κόσμο. Καί ναί μέν ὁδηγοῦν καί οἱ δύο στόν ἅγιο Θεό, ὅπως εἶπα, ὅμως ἀπό διαφορετικούς δρόμους ἡ κάθε μιά. Δέν μπο­ρεῖ φέρ’ εἰπεῖν ἡ πίστη νά διδάξει φυσική καί ἡ ἐπιστήμη δογματική. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ὀξύμωρο καί ἀνεδαφικό.
  Δυστυχῶς στίς μέρες μας ἀνάμεσα στίς ἄλλες, πολλές, δυσλειτουργίες τῆς κοινωνίας μας παρατηρεῖται καί τό φαινόμενο ὁρισμένοι ἐπιστήμονες νά ἀπαξιώνουν τήν πίστη, ὅπως καί κά­ποιοι πιστοί τήν ἐπιστήμη. Λάθος. Μεγάλο λάθος. Πρόκειται γιά ἕνα ἀπότοκο τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ. Οἱ μεγάλοι ἅγιοι Πατέρες, πού ἦταν καί μεγάλοι ἐπιστήμονες, ἀλλά καί πολλοί ἐκ τῶν νεωτέρων συνδύασαν καί τά δύο ἁρμονικά, χωρίς συγχύσεις καί συγκρούσεις.
  Θά κλείσω τό ἄρθρο αὐτό μέ κάτι πολύ χαρακτηριστικό πού εἶπε ὁ Δρ. Francis S. Collins, ὁ κορυφαῖος γενετιστής πού «διάβασε» τό ἀνθρώπινο γονιδίωμα: «Ἔχω ἀνακαλύψει ὅτι ὑπάρχει μιά θαυμάσια ἁρμονία στίς συμπληρωματικές ἀ­λήθειες τῆς ἐπιστήμης καί τῆς πίστης. Ὁ Θεός τῆς Βίβλου εἶναι ἐπίσης ὁ Θεός τοῦ γονι­δι­ώ­μα­τος. Ὁ Θεός μπορεῖ νά βρεθεῖ στόν καθεδρικό ναό ἤ στό ἐργαστή­ριο. Ἐρευ­νών­τας τά μεγαλειώδη καί θαυμάσια δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπι­στήμη μπορεῖ νά γίνει ἕνα μέσο λατρείας... Ἀφῆστε λοιπόν τίς διαμάχες. Οἱ ἐλπίδες μας, οἱ χαρές μας καί τό μέλλον τοῦ κόσμου μας ἐξαρτῶνται ἀπ’ αὐτή τήν ἀλήθεια».

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος

"Ἀπολύτρωσις¨, Ἰούν.-Ἰούλ. 2021