Τό χιόνι ἀπ᾽ τό πρωί πέφτει πυκνό. Τριζοβολοῦν τά ξύλα στό τζάκι. Χορεύουν οἱ νιφάδες τοῦ χιονιοῦ στόν βοριά, χορεύουν τρελά ἀπό χαρά τά παιδιά γύρω στό δέντρο. Φῶτα, στολίδια, ἄγγελοι, ἀστέρια. Ἔλατα καί γκί σέ κάθε γωνιά. Στούς δρόμους ἀντηχοῦν τά κάλαντα. Νά κι ὁ μικρός τυμπανιστής. Φορτωμένα τά ἕλκηθρα δῶρα. Ὁλόκληρα χριστουγεννιάτικα χωριά γεμάτα σοκολάτα καί ζάχαρη κι οἱ ὑπαίθριες χριστουγεννιάτικες ἀγορές γεμάτες μαγεία. Τά σπίτια μοσχοβολοῦν, ὅλοι σήμερα πλούσιοι καί φτωχοί ἔχουν τό ἴδιο τραπέζι, ροδοψημένη γαλοπούλα μέ κάστανα. Λαχταριστή πουτίγκα γιά γλυκό καί κέικ στολισμένο, ἀφράτο μέ χειμωνιάτικους καρπούς.
Οἱ ζητιάνοι βρίσκουν καταφύγιο σήμερα στήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων καί τό κοριτσάκι μέ τά σπίρτα στοργή. Καλόκαρδες βασίλισσες μέ λαμπερά ροῦχα μοιράζουν δῶρα στά νοσοκομεῖα κι ἡ κυρά-Καλή τυλιγμένη στόν μάλλινο μποξά της γεμάτη καλούδια νά χαρίσει στά «χριστούγεννα τῆς ὀρφανῆς», βαδίζει σκυφτά γιά τήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ μές στό ξεροβόρι, πρίν τήν προλάβει ἡ νυχτιά. Βιαστικοί στόν δρόμο οἱ τελευταῖοι διαβάτες φορτωμένοι γυαλιστερά πακέτα. Ἡ μέρα γέρνει. Ὅλοι μαζί ἡ οἰκογένεια, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι ἀγαπημένοι μές στά γιορτινά σπίτια ἤ σέ χιονισμένα σαλέ. Παντοῦ χορός, κέφι, ζεστασιά. Μόνο ὁ μπαρμπα-Πανώφ ὁ τσαγκάρης εἶναι μόνος του, ἀλλά γαλήνιος καί εὐτυχισμένος κι αὐτός μές στή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης. Ἔξω σ᾽ ὅλες τίς πλατεῖες τοῦ κόσμου περίτεχνες φάτνες, πανύψηλα χριστουγεννιάτικα ἔλατα, χιλιάδες λαμπιόνια. Τό χιόνι ἔχει κιόλας σκεπάσει τά πάντα.
Παραμυθένιο σκηνικό! Τό ἴδιο καί στή ζωή καί στή λογοτεχνία. Κι ἔτσι ἔχει περάσει στή συλλογική φαντασία. Τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ μοναδική γιορτή μέσα στόν χρόνο πού ἡ ζωή μπερδεύεται μέ τό παραμύθι καί τό ὄνειρο μέ τήν πραγματικότητα. Αὐτό τό σκηνικό δέν μπορεῖ νά τό ἀλλάξει οὔτε ὁ χρόνος οὔτε ἡ συνήθεια οὔτε ἡ ἐνηλικίωση οὔτε ἡ πολυπολιτισμικότητα.
Αὐτήν τή νύχτα, πρίν δυό-τρία χρόνια, εἶδε ἔτσι φωταγωγημένη τή Ν. Ὑόρκη ἕνας φανατικός μουσουλμάνος καί προχώρησε σέ τρομοκρατικό χτύπημα μ᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐξήγηση, ὅτι δέν ἄντεχε νά βλέπει τήν πόλη στολισμένη χριστουγεννιάτικα. Τόσο, λοιπόν, ἀνεπιθύμητα καί ἐπικίνδυνα εἶναι αὐτά τά γιορτινά στολίδια;
Αὐτήν τή νύχτα περιμένουν ὅλο τόν χρόνο μικροί καί μεγάλοι νά νιώσουν λίγη ζεστασιά μέσα στό χριστουγεννιάτικο σκηνικό, στήν παγωμένη νύχτα. Γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ξεστολίζουν τά σπίτια τους κοντά στήν ἄνοιξη κι ἄλλοι πού ἀρχίζουν νά τά στολίζουν νωρίς τό φθινόπωρο. Γιατί δέν ἀντέχουν νά ζοῦν χωρίς αὐτό τό σκηνικό, βυθίζονται στή θλίψη καί στήν ἀνία. Τόσο, λοιπόν, ἀληθινά καί χαροποιά εἶναι αὐτά τά ψεύτικα στολίδια;
Παραμονές Χριστούγεννα μ᾽ ἔφερε πέρυσι ὁ δρόμος μου σέ μιά ἔρημη θεία μου, χήρα 92 χρονῶν, σ᾽ ἕνα σπιτάκι σχεδόν ἐρειπωμένο στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Ὅλα σκοτεινά, τόσο πού ἀνησύχησα. Κοιτώντας καλύτερα εἶδα ἕνα ἀμυδρό φῶς μέσα στό κουζινάκι. Ἦταν ἐκεῖ μόνη της -ἕνας γιός μονάκριβος στή φυλακή-, κουρνιασμένη σέ μιά γωνιά, τυλιγμένη σ᾽ ἕνα φθαρμένο σάλι. Δέν μέ κατάλαβε, ὅταν ἄνοιξα τήν πόρτα. Τό βλέμμα της ἦταν καρφωμένο σ᾽ αὐτό τό ἀμυδρό φῶς καί μᾶλλον ἦταν γιά ὧρες. Ἦταν ἕνα φτωχούλι δεντράκι ἐπάνω στό τραπέζι καί μιά μικρούλα φάτνη ἴση μέ μιά παλάμη. «Ἔτσι περνάω τίς ὧρες μου -δέν ἤξερε κἄν νά πεῖ τή λέξη- μ᾽ αὐτήν τή “φάτμη” πού ἔφερα πρίν 30 χρόνια, ὅταν δούλευα ἐργάτρια στή Γερμανία».
«Σάν παραμύθι ἦταν ἐκεῖ σ᾽ αὐτό τό σπιτάκι», εἶπε, καθώς φεύγαμε, τό παιδί πού ἦταν μαζί μου.
Ναί, κάτι ὑπάρχει τελικά πίσω ἀπ᾽ ὅλο αὐτό τό χριστουγεννιάτικο σκηνικό. Εἴτε πρόκειται γιά τό τρεμουλιαστό φωτάκι τῆς πτωχῆς γραίας, εἴτε γιά τό ἕνα ἑκατομμύριο φωτάκια στούς κήπους τοῦ Λονδίνου, εἴτε γιά τά τρία ἑκατομμύρια κρυστάλλους πού ἔχει τό ἀστέρι στήν πλατεία τῆς Ν. Ὑόρκης, ὑπάρχει κάτι.
Πίσω ἀπ᾽ ὅλη αὐτήν τή φωτοχυσία τῆς γιορτῆς, τήν πανδαισία τῆς ἀφθονίας, τήν ἔξαρση τῆς γενναιοδωρίας, τή λάμψη τῆς χρυσόσκονης, πασχίζουμε ὅλοι ἀσυναίσθητα ἀλλά σπαρακτικά νά ζήσουμε κάτι ἀπ᾽ «τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός»· ἀπ᾽ τό μυστήριο, τήν παραμυθία, τήν εὐδοκία τῆς Γέννησης.
Νάτο! πίσω ἀπ᾽ τό σκηνικό τῆς γιορτῆς, ὁλοζώντανο, ὁλόφωτο, πάμφτωχο, σπαργανωμένο μέσα στά ἄχυρα βασιλεύει τό ποθούμενο ὅλων τῶν γενεῶν, τό Βρέφος τῆς Βηθλεέμ.
Ζ.Γ.