Ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ

 cover nekroi small cἩ Ἐκκλησία ἀφιερώνει δύο Σάββατα κάθε ἔτος, τό Σάββατο πρό τῆς Κυριακῆς τῶν ἀπόκρεω καί τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς, στούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, σ’ αὐτούς πού πορεύθηκαν πρίν ἀπό μᾶς στόν οὐρανό. Γιατί ἄραγε τό κάνει αὐτό; Τί θέλει νά μᾶς διδάξει;

 Ὁ ἅγιος Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό ἀγάπη. Μᾶς ἀγάπησε «πρῶτος» (Α΄ Ἰω 4,19), πρίν κἄν ἔρθουμε στήν ὕπαρξη. Καί μάλιστα μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, ὥστε δημιούργησε κι αὐτόν τόν ὑπέροχο κόσμο νά τόν χαιρόμαστε καί νά τόν ἀπολαμβάνουμε. Καί ὄχι μόνο. Ἀπώτερος σκοπός Του ἦταν νά μᾶς κάνει μετόχους τῆς ζωῆς καί τῆς μακαριότητάς Του.
 Δέν μᾶς δημιούργησε ἀθάνατους. Προήλθαμε ἀπό τό μηδέν καί θά καταλήγαμε στό μηδέν. Αὐτή εἶναι ἡ μοῖρα τῶν κτιστῶν. Ἀκόμη καί ἡ ψυχή μας δέν εἶναι φύσει ἀθάνατη, ἀλλά κατά χάριν καί κατ’ εὐδοκίαν Του. Ὅμως ὁ Κύριος, ὅπως εἶπα, δέν ἤθελε τόν θάνατό μας∙ ἀντίθετα, ἤθελε νά μᾶς χαρίσει τήν ἀθανασία, νά ζήσουμε γιά πάν­τα μαζί Του. Γι’ αὐτό καί μᾶς τοποθέτησε στήν Ἐδέμ. Ἐκεῖ ὁ Ἀδάμ μποροῦσε νά ἐπικοινωνεῖ ἀνεμπόδιστα μαζί Του καί ἔτσι νά προοδεύει σταδιακά γιά νά ἐπιτύχει τό «καθ’ ὁμοίωσιν», νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό, ἀθάνατος.
 Ὡστόσο, ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε καί ἐλεύθερους. Σ’ αὐτό συνίσταται κυρίως τό «κατ’ εἰκόνα». Ἤθελε τό πλά­σμα του, ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, νά συνδέεται μαζί του ὄχι ἀναγκαστικά, ἀλλά ἐπειδή θά τό ἐπέλεγε. Αὐτό ἦταν καί τό νόημα τοῦ δέντρου τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Δέν ἐπρόκειτο γιά κάποιο «μα­γικό» δέντρο, ἀλλά γιά κοινό, πού μπορεῖ νά ὑπάρχει καί σήμερα. Αὐτό ὅμως τό δέντρο θά ζύγιζε τήν ἐλευθερία τοῦ Ἀδάμ. Ἄν ὁ Ἀδάμ τηροῦσε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔ­τρωγε ἀπό τόν καρπό του, θά ζοῦσε γιά πάντα. Ἄν ἔτρω­γε, τήν ἴδια μέρα θά πέθαινε. Μποροῦσε νά διαλέξει. Καί ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος διέστρεψε τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, ἐπέλεξε τό δεύτερο. Πί­στεψε στόν λόγο τοῦ Διαβόλου ὅτι ἔτσι θά αὐτοθεωνόταν, καί ἔπεσε. Διακόπηκε ἡ σύνδεσή του μέ τήν πηγή τῆς ζω­ῆς, τόν Θεό, καί ἔτσι, τήν ἴδια στιγμή, ὁ θάνατος πα­γι­ώ­θηκε στήν ὕπαρξή του. Αὐ­τό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀμέσως ἄρχισε νά λειτουρ­γεῖ μέσα του τό γενε­τή­σιο ἔνστικτο, ἡ σε­ξουαλικότητα. Οἱ ἄν­θρω­ποι εἶδαν ξα­φνικά ὅτι ἦταν γυμνοί καί «ντράπηκαν» γι’ αὐτό. Ἐπειδή δηλαδή δέν θά μποροῦσαν πλέον νά ξεφύγουν τόν θάνατο, ἡ φιλαν­θρω­πία τοῦ Θεοῦ ἐπινόησε αὐτόν τόν τρό­πο, ὥστε νά γεννιοῦνται νέ­οι ἄνθρωποι καί νά μήν ἐξαφανισθεῖ τό γένος μας.
 Ὁ θάνατος εἶναι ἡ πιό φοβερή ἀπειλή ἐνάντια στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Κανένα ἄλλο κακό δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μαζί του. Ἤ μᾶλλον ὅ,τι ὁρίζουμε ὡς κακό εἶ­ναι τέτοιο διότι ἄμεσα ἤ ἔμμεσα συνδέεται μέ τόν θάνατο. Εἶναι τό σημαντικότερο πρόβλημά μας, ὁ «ἔσχατος» (Α΄ Κο 15,26), ὁ κορυφαῖος ἐχθρός μας. Παλεύουμε μαζί του σέ κάθε μας στιγμή. Μέ κάθε ἀνάσα μας διαδηλώνουμε τήν ἐπιθυμία μας νά ζήσουμε, νά μήν πεθάνουμε. Καί δέν ὑπο­φέρουμε μόνον ἐμεῖς, ἀλλά καί ἡ κτίση ὁλόκληρη. Διότι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ λος, ὑπέταξε στήν φθορά καί ὅλη τήν δημιουργία (βλ. Ρω 8,19-22).
 Ποιός, λοιπόν, θά μποροῦσε νά μᾶς σώσει ἀπ’ αὐτήν τήν τραγική κατάσταση; «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τού­του;» (Ρω 7,24). Κανείς, παρά μόνον ὁ Θεός, «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» (Α΄ Τι 6,16). Μόνον αὐτός εἶ­ναι ἀθάνατος φύσει καί μπορεῖ νά μᾶς με­ταδώσει ζωή καί ἀθανασία. Καί τό ἔκανε. Τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός, προσέλαβε τήν θνητή φύση μας καί ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ἀφοῦ μέ τήν διδα­σκαλία του καί μέ τά σημεῖα του μᾶς ὁδή­γησε στήν θεογνωσία, πέθανε γιά μᾶς μέ θάνατο σταυρικό. Δέν ἦταν δέσμιος τοῦ θανάτου. Πέθανε ἐπειδή τό θέλησε. Καί θέλησε νά πεθάνει, ὥστε νά νικήσει στόν ἑαυτό του τόν θάνατο καί νά ἀναστηθεῖ, γιά νά χαρίσει στήν συνέχεια τήν ἀνά­στα­σή του σ’ ὅποιον ἑνώνεται μαζί του καί γίνεται σῶμα του. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ἡ Ἐκ­κλησία. Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Εἶναι τό σῶ­μα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ (Ἐφ 1,23). Ὅποιος γίνεται μέλος της μέ τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς θείας Εὐχαρι­στί­ας, κοινωνεῖ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί γίνεται μέτοχός της. Αὐτός δέν φοβᾶ­ται πλέον τόν θάνατο, διότι ξέρει ὅτι «κι ἄν πεθάνει, θά ζήσει» (Ἰω 11,26). Θά πεθά­νει, ἀλλά ὄχι γιά πάντα. Κάποια μέρα, πού ὅρισε ὁ Κύριος, θά ἀναστηθεῖ, ὅπως ἀνα­στήθηκε ὁ Χριστός. Καί μέχρι τότε θά προ­γεύεται ὡς ψυχή τά ἄρρητα ἀγαθά τοῦ παραδείσου. «Ὁ θάνατος, λοιπόν, ἀφανί­σθηκε καί νικήθηκε. Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;… Ἄς εὐχαριστοῦμε ὅμως τόν Θεό, πού μᾶς δίνει τήν νίκη διά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κο 15,55.57).
 Αὐτά, λοιπόν, τά μεγάλα μαθήματα μᾶς διδάσκουν τά δύο ψυχοσάββατα: Ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό ἀ­γάπη. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραδόθηκε στόν θάνατο ἐπειδή παράκουσε τήν ἐντολή τοῦ δημιουργοῦ του. Ὅτι ὁ Θεός δέν τόν ἐγκατέλειψε, ἀλλά ἔγινε καί ἄνθρωπος καί πέθανε καί ἀναστήθηκε γιά νά τόν σώσει. Ὅτι, τέλος, οἱ νεκροί μας δέν χά θηκαν, ἀλλ’ ὡς ψυχές προσδοκοῦν τήν κοινή ἀ­νάσταση πού θεμελιώνεται στήν ἀνά­στα­ση τοῦ Χριστοῦ.
Ἐναπόκειται σέ μᾶς νά τά ἀξιοποι­ή­σουμε γιά τόν πνευματικό μας καταρτισμό καί τήν σωτηρία μας.

Εὐ. Ἀλ. Δάκας

Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος