Οὐκ ἦν αύτοῖς τόπος...

 gennisi-cΔεκέμβριος, ὁδεύοντας πρός τά Χρι­στού­γεν­να. Εἶναι ἡ ἐποχή τοῦ χρό­νου πού γεμίζει τίς καρδιές μας μέ εὐ­φρο­σύνη καί μέ γλυκειά προσμονή γιά τό παιδί πού θά γεννη­θεῖ. Διότι αὐ­τό τό «παιδίον» ξε­χω­­ρίζει ἀπό ὅλα τά παι­διά πού γεν­νήθηκαν ἤ θά γεννη­θοῦν. Εἶ­ναι, ὅπως λέει ὁ προ­φήτης Ἠ­σαΐας, ὁ «με­γάλης βουλῆς ἄγ­γε­λος» (9,5), δη­­λαδή ὁ ἀγγε­λιοφόρος τοῦ σχεδίου τοῦ Θε­οῦ γιά τήν σωτηρία μας• εἶναι ὁ «ἄρχων εἰρήνης», ὁ μέγας εἰ­ρηνοποιός πού μᾶς συμ­φιλιώ­νει μέ τόν Θεό• εἶναι ὁ ἴδιος ὁ «Θε­ὸς ἰσχυρός», ὁ ὁποῖος σαρ­­κώνεται γιά νά μᾶς θεώσει.
 Πρόκειται, λοιπόν, νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Ποῦ ὅμως;  Ὁ εὐαγγε­λιστής Λουκᾶς, πού ἀ­φηγεῖται τά περιστατικά τῆς γέν­νησής του τότε, στήν Βηθλεέμ, λέει ὅτι γεν­νήθηκε σ᾽ ἕνα στάβλο καί ὅτι γιά πρώ­τη βρεφική του κούνια χρη­σι­μο­ποιήθηκε ἡ «φάτνη», τό παχνί τῶν ζώων. Αὐτό δέ ἔγινε διότι, ὅπως ὑπο­γραμμίζει ὁ εὐαγγε­λι­στής, «οὐκ ἦν αὐ­τοῖς τόπος ἐν τῷ κα­ταλύματι» (Λκ 2,7), δέν ὑπῆρχε κα­τάλλη­λος τόπος ἐκεῖ πού πῆγαν ὁ Ἰωσήφ μέ τήν παρθένο Μαρία νά καταλύσουν. Τά πανδοχεῖα τήν ἐ­ποχή ἐκείνη, ὅπως καί μέχρι τίς ἀρχές περίπου τοῦ 20οῦ αἰ., ἦταν μεγάλοι χῶ­ροι χω­ρίς δω­μάτια. Ὁ καθένας ἀπό τούς δια­νυ­κτε­ρεύοντες, καί μάλι­στα σέ καιρό ἀ­πο­γρα­­φῆς, βο­λευόταν ὅπου καί ὅπως μποροῦ­σε ἀ­νά­μεσα σέ ἄλλους πολ­λούς. Συνεπῶς ἦταν ἀδύ­να­το νά γεννήσει μία γυναίκα μέσα σέ τό­σο κό­σμο. Γι’ αὐτό καί προτιμήθηκε ὁ στάβ­λος.
 Αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, τότε, «ἐν ταῖς ἡμέ­ραις ἐκείναις» (Λκ 2,1). Ἀλλά Χρι­στούγεννα ἑορτάζουμε καί σήμερα. Καί σή­μερα ὁ «Χριστός γεννᾶται», καί σήμε­ρα ἀναζητᾶ τόπο κατάλληλο γιά τήν γέν­­νησή του. Καί ἄν τότε γεν­νή­θηκε σ’ ἕνα στάβλο, σήμερα θέλει νά γεννηθεῖ στήν καρδιά μας. Θέλει τό ἱστορικό γε­γονός τῆς γέννησής του νά γίνει ὑπό­θε­ση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, προσω­πική ἐμ­ πειρία.
 Εἶναι ὅμως ἡ καρδιά μας ἕτοιμη νά Τόν δεχθεῖ; Εἶναι ἕτοιμη γιά τόν μεγάλο ἐπισκέπτη; Τότε ὁ Κύριος ἐπισκέφθηκε τήν Βηθλεέμ ἀφανῶς, σάν ἔμβρυο στά σπλάγχνα μιᾶς ἄσημης Ναζωραίας. Κα­νείς στό πανδοχεῖο δέν γνώριζε τήν ταυ­τότητά του, γι’ αὐτό προφανῶς καί κα­νείς δέν ἐνδιαφέρθηκε. Γιά ὅλους ἐ­πρό­κειτο νά γεννηθεῖ ἕνας ἀκόμη δοῦ­λος τοῦ Καίσαρα. Γιά ποιόν λόγο ἄξιζε κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα στάβλο κι ἕνα πα­χνί;
 Ὅμως σήμερα γνωρίζουμε ὅλοι. Γνω­ρίζουμε ὅτι τό παιδί πού θά γεν­νηθεῖ εἶ­ναι ὁ παντοδύναμος Θεός. Καί γνω­ρί­ζουμε ἀκόμη πολύ καλά, ὅπως ἀνέφερα ἤδη, καί τόν σκοπό τῆς γέν­νησής του: εἶ­ναι ἡ σωτηρία μας. Θέλει νά μᾶς σώσει, νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τόν ἐφιάλτη στόν ὁποῖο μᾶς ἐνέπλεξε ἡ ἁ­μαρτία. Γεννιέται ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεός γιά νά ἀναλάβει τό βαρύ φορτίο μας. Δέν γινόταν ἀλλιῶς. Κατεστραμμένοι ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ Ἀδάμ μέσα στήν Ἐδέμ ἀδυνατούσαμε νά ξεπεράσουμε τήν φθορά. Ὁ θάνατος κυ­ριάρχησε σ’ ὅλες τίς γενιές τῶν ἀν­θρώ­πων σάν ἀ­δυσώπητη κληρονομι­κό­τητα. Ἡ ἀπαλ­λαγή μας ἀπ’ αὐτή τήν κα­τά­στα­ση δέν ἦταν ὑπόθεση μόνον μετά­νοιας, ὅ­πως λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, διότι τότε τό πρᾶ­γμα θά ἦταν ἁπλό. Αὐτό πού χρεια­ζό­ταν πλέον ἦταν ἀναστήλωση καί ἀνοι­κοδόμηση. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔ­πρε­πε νά ἀνακαινισθεῖ.
 Αὐτό λοιπόν κάνει ὁ Θεός Λόγος  μέ τήν ἐνανθρώπησή του. Ἑνώνει τήν φύση μας μέ τήν φύση του. Συνδέει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο κι ἔτσι χαρίζει καί πάλι σ’ ὅλους μας τήν προοπτική τῆς ἀφ­θαρ­σί­ας.
 Τό ἐρώτημα ὡστόσο παραμένει. Εἴ­μαστε ἕτοιμοι νά δεχθοῦμε αὐτή τήν προσφορά; Γιατί πρόκειται πράγματι γιά προσφορά, γιά δῶρο, γιά χάρη. Δέν ἐπι­βάλλεται. Νά καθαρίσει ἡ ψυχή ἀ­πό τήν ἁμαρτία γιά νά ’ρθει νά γεννη­θεῖ ὁ Χρι­στός μέσα της. Νά μήν Τόν ξαναστεί­λουμε στόν στάβλο. Διότι ἄν οἱ Βηθλεε­ μῖτες ἐκεῖνοι, τότε, ἦταν δι­και­ο­λογημένοι λόγῳ τῆς ἄγνοιάς τους, ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στιανοί τοῦ 21ου αἰ­ώνα ὄχι, δέν ἔχουμε καμιά δικαιολογία.
 Εἶναι καιρός λοιπόν νά ἀγωνι­σθοῦ­με φιλότιμα. Νά προσπαθήσουμε, ὥστε τά φετινά Χριστούγεννα νά ἀποτελέ­σουν γιά ὅλους μας μιά καινούργια εὐ­λογη­μένη ἀρχή.

Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας