Ἀπό τό κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Ἠσαΐα (Ἠσ 5,8-24)

isaiah  Φαντάζονται πολλοί στίς μέρες μας, ὅταν αὐτάρεσκα καί μέ στόμφο μιλοῦν γιά κοινωνική ἐπανάσταση ἐνάντια στό κατεστημένο, γιά τήν πάταξη τοῦ κεφαλαίου τῆς ἀδικίας καί τήν ἀνύψωση τοῦ πτωχοῦ, ὅτι εἶναι οἱ πρῶτοι ἤ τουλάχιστον ἀπό τούς πρώτους ἐκείνους πού σκέφτηκαν καί τόλμησαν νά στιγματίσουν καυτά ἕνα τέτοιο καυτό θέμα. Εἶναι κι αὐτό ἕνα σημάδι τῶν καιρῶν μας πού ἀγνοοῦν ἤ ἐθελοτυφλοῦν μπρός στήν ἱστορία καί καταντοῦν γι’ αὐτό σέ γελοῖες διακηρύξεις.
  Χιλιάδες χρόνια πρίν ἀπό μᾶς καί ἑκατοντάδες χρόνια πρό Χριστοῦ, ἕνας θεόπνευστος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὕψωνε τή φωνή του καί μαστίγωνε μέ τόν πύρινο λόγο του τούς πλουτοκράτες καί τούς ἀσεβεῖς ἰθύνοντες τῆς ἐποχῆς του. Τή σκέψη του φώτιζε ὁ ἅγιος νόμος τοῦ Θεοῦ, πού ἀπογυμνώνει καί τά πιό μύχια καί σκοτεινά κίνητρα· τήν καρδιά του φλόγιζε ὁ ἱερός ζῆλος γιά τήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν κάθαρση τοῦ λαοῦ· τόν λόγο του νεύρωνε ἡ παρρησία, πού τοῦ ἔδινε ἡ συνείδηση ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένος Κυρίου Παντοκράτορος. Μ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις καί μ’ αὐτές τίς διαθέσεις, ὁ Ἠσαΐας ἀπηύθυνε ἕξι φοβερά «οὐαί» σέ ὅσους γίνονται αἰτία νά ὑψώνουν κραυγή δικαιώσεως οἱ πτωχοί καί ἀδικημένοι τῆς γῆς.

1.    Ἀλίμονο στούς πλεονέκτες
  «Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού χτίζουν τό σπίτι τους κολλητά στό ἄλλο καί πλησιάζουν τά σύνορα του χωραφιοῦ στό ἄλλο, μέ σκοπό νά ἀφαιρέσουν κάτι ἀπό τόν πλησίον. Μήπως μόνοι σας θά κατοικήσετε πάνω στή γῆ; Ἔφτασαν αὐτά στ’ αὐτιά τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων· ἀκόμη κι ἄν γίνουν σπίτια πολλά, μεγάλα καί ὡραῖα, θά μείνουν ἔρημα καί δέν θά κατοικοῦνται. Ἐκεῖ πού ἐργάζονται δἐκα ζευγάρια βόδια, θά δώσουν ἕνα πιθάρι, κι αὐτός πού σπείρει ἕξι δισάκια, θά κάνει τρεῖς τουρβάδες». Ἔτσι ξεσκεπάζεται καί στηλιτεύεται ἡ πλεονεξία, πού συνδέεται μέ τήν ἀδικία καί τήν ἀπατεωνία. Ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ κάνει αὐτούς πού σωρεύουν πλοῦτο εἰς βάρος τοῦ συνανθρώπου, νά μήν ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά πού ἄνομα ἀποκτοῦν.

2.    Ἀλίμονο στούς ἀσώτους
  «Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού μόλις ξυπνοῦν τό πρωί λαχταροῦν γιά πιοτό καί πίνουν μέχρι τό βράδυ· τό κρασί θά τούς κατακάψει. Πίνουν κρασί μέ κιθάρα καί ψαλτήρι καί τύμπανα καί αὐλούς καί δέν παρατηροῦν τά ὅσα ὁ Κύριος ἐργάζεται καί δέν προσέχουν τά ἔργα τῶν χειρῶν του. Ἔ, λοιπόν, ὁ λαός μου θά σκλαβωθεῖ, ἐπειδή δέν ἔδωσε σημασία στον Κύριο, καί πολλοί θά πεθάνουν ἀπό τήν πεῖνα καί τή δίψα γιά νερό. Ὁ ἅδης θά πλατύνει τήν ψυχή του καί θά ἀνοίξει διάπλατα τό στόμα του, γιά νά μήν τοῦ ξεφύγει τίποτε, κι ἐκεῖ θά κατεβοῦν οἱ ἔνδοξοι κι οἱ μεγάλοι κι οἱ πλούσιοι κι οἱ λοιμικοί. Θά καταπέσουν οἱ ἄνθρωποι καί θά ξευτελιστοῦν οἱ ἐπίσημοι ἄνδρες καί τά μάτια τά περήφανα θά ταπεινωθοῦν. Θά ὑψωθεῖ ὁ Κὐριος τῶν δυνάμεων μέ τήν κρίση του καί θά δοξασθεῖ ὁ Θεός ὁ ἅγιος μέ τήν δικαιοσύνη. Θά βοσκήσουν οἱ ἁρπαγμένοι σάν ταῦροι στίς ἐρημιές καί θά φᾶνε οἱ αἰχμαλωτισμένοι σάν ἀρνιά». Μ’ αὐτά τά λόγια περιγράφεται ἡ ἀσωτία, πού ἔρχεται ὡς συνέπεια τοῦ πλούτου. Οἱ ἄσωτοι δέν ζοῦν τή ζωή τους· μόνο τήν ξοδεύουν. Ἀλλά τό μεγάλο κακό εἶναι ὅτι τυφλωμένοι ἀπό τό μεθύσι τους δέν μποροῦν νά δοῦν τόν Θεό. Γι’ αὐτό, αὐτοί, οἱ βουλιαγμένοι στά ἀγαθά, θά πεθάνουν ἀπό πεῖνα καί δίψα. Θά δυστυχήσουν καί οἱ φτωχοί πού ὀνομάζονται ἀπό τόν προφήτη ἀρνιά, ἀλλά καί οἱ πλούσιοι καί ἐπίσημοι ἄνδρες πού ὀνομάζονται ταῦροι. Κι αὐτῶν ἡ δυστυχία θά εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τῶν φτωχῶν.

3.    Ἀλίμονο στούς ὑβριστές
  «Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού σάν μέ μακρύ σχοινί τραβοῦν τίς ἁμαρτίες καί τίς ἀνομίες σάν μέ λουρίδα ζυγοῦ ἀγελάδας, αὐτοί πού λένε· Ἄς κάνει γρήγορα ὅ,τι ἔχει νά κάνει, γιά νά δοῦμε, κι ἄς συντελεσθεῖ τό σχέδιο τοῦ ἁγίου Ἰσραήλ, γιά νά μάθουμε». Ἡ ἀναλγησία συνδυασμένη μέ τή θεοεμπαιξία, ἡ βρισιά μέ τήν ὕβριν ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτή τήν ἐπίθεση τοῦ Ἠσαΐα. Οἱ ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς ἁμαρτάνουν, ἀλλά χρησιμοποιοῦν καί μέσα γιά νά ἐπεκτείνουν τήν ἁμαρτωλή μανία. Σάν μέ μακρύ σχοινί τραβοῦν τίς ἁμαρτίες, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἔτσι βάζουν θηλειά στό λαιμό τους. Σάν μέ λουρί ζυγοῦ ἕλκουν τήν ἀνομία, ἀλλά αὐτή ἀκριβῶς γίνεται ζυγός στόν τράχηλό τους, πνευματική αὐτοκτονία καί σκλαβιά.

4.    Ἀλίμονο στούς διεστραμμένους
  «Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού λένε τό πονηρό καλό καί τό καλό πονηρό, σ’ αὐτούς πού θεωροῦν τό σκοτάδι γιά φῶς καί τό φῶς γιά σκοτάδι, σ’ αὐτούς πού θεωροῦν τό πικρό γιά γλυκύ καί τό γλυκύ γιά πικρό». Ἐδῶ χτυπιέται ἡ πιό φοβερή κατάντια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγαλύτερή του ἁμαρτία· ἡ ἀνατροπή τῶν ἀξιῶν καί ἡ ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων. Αὐτό εἶναι τό τελευταῖο σκαλοπάτι, πού μπορεῖ νά κατεβεῖ ἡ ἀνθρωπότης, πρίν κατακρημνισθεῖ.

5.    Ἀλίμονο στούς ἀλαζόνες
  «Ἀλίμονο σ’ αὐτούς πού μόνοι τους χαρακτηρίζουν τούς ἑαυτούς τους συνετούς καί φαίνονται στά δικά τους μάτια ἐπιστήμονες». Πρόκειται γιά τούς αὐτοδικαιούμενους, τούς κούφιους οἰηματίες ἤ τούς νταῆδες, πού βγάζουν πιστοποιητικό ἁγιότητος γιά τόν ἑαυτό τους καί εἰσιτήριο πρώτης θέσεως γιά τόν παράδεισο.

6.    Ἀλίμονο στούς ἀδίκους
  «Ἀλίμονο στούς ἰσχυρούς ἀπό σᾶς, πού πίνουν κρασί καί στούς δυνάστες, πού ἀνακατεύουν τό πιοτό, αὐτούς πού δίνουν τό δίκαιο στόν ἀσεβῆ, γιατί δωροδοκοῦνται, καί ἀφαιροῦν τό δίκαιο τοῦ δικαίου. Γι’ αὐτό, ὅπως καίγεται τό καλάμι ἀπό τή φωτιά τοῦ κάρβουνου καί κατακαίεται ἀπό ἄπληστη φλόγα, ἔτσι ἡ ρίζα τους θά γίνει σάν χνούδι καί τό λουλούδι τους θά ἐξανεμισθεῖ σάν σκόνη· γιατί δέν θέλησαν τόν νόμο τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἀλλά ἐξερέθισαν τίς ἐντολές τοῦ ἁγίου Ἰσραήλ». Ὁ Ἠσαΐας χτυπᾶ τούς ἄρχοντες καί τούς ἡγέτες, πού ἀδικοῦν τόν πτωχό καί δικαιώνουν τόν πλούσιο, πού κάνουν κατάχρηση τῆς ἐξουσίας τους κι ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τήν καλοπέρασή τους. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἀπορρίπτουν καί καταπατοῦν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, θά τούς ἀπορρίψει καί θά τούς παραδώσει στή φωτιά τῆς ὀργῆς του καί ὁ Θεός.

*  *  *

  Αὐτά τά ἔλεγε ὁ Ἠσαΐας γύρω στά 750 π.Χ. Σήμερα, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, μέ τά ἴδια ἁμαρτήματα, μέ τόν ἴδιο ξεπεσμό. Πλεονέκτες, ἄσωτοι, ὑβριστές, διεστραμμένοι, ἀλαζόνες, ἄδικοι. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ζωντανός καί «τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν» (Ἑβρ 4,12) ἀπευθύνεται καί σήμερα τό ἴδιο ἀληθινός καί φοβερός σ’ αὐτούς πού καταπατώντας τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καταπατοῦν τόν συνάνθρωπο. Καί μηνᾶ σέ ὅλους μας ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη ὅπου δέν ὑπάρχει εὐσέβεια καί πίστη.


Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 88-89