Κυρ. ΙΖ΄ Β΄ Κο 6,16-7,1

Ναός Θεοῦ - λαός Θεοῦ - παιδιά Θεοῦ

psifidoto  Στήν περικοπή αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στά μέλη τῆς ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου νά κόψουν κάθε ἐπαφή καί νά διαλύσουν κάθε δεσμό πού δημιούργησαν μέ τούς εἰδωλολάτρες. ᾿Αναφέρει ὁρισμένα χωρία ἀπό τήν Π.Δ., γιά νά τονίσει τήν ἐξαιρετική τιμή καί ἀξία πού δίνει στούς πιστούς ἡ σχέση τους μέ τόν Θεό. Οἱ χριστιανοί εἶναι ναός Θεοῦ, λαός Θεοῦ, παιδιά Θεοῦ κι αὐτό, καταλήγει συμπερασματικά ὁ ἀπόστολος, τούς χρεώνει νά ζοῦν μέ ἁγιοσύνη. Νά καθαρίζουν τό χῶρο τῆς καρδιᾶς τους ἀπό κάθε ἁμαρτωλό καί κοσμικό στοιχεῖο, νά τόν εὐπρεπίζουν, ὥστε νά φιλοξενεῖται ἄνετα ὁ Χριστός.
 ῾Η ΙΖ´ ἀποστολική περικοπή ἀρχίζει ἀπό τό στ. 16, ἐμεῖς ὅμως θά μελετήσουμε καί τούς στ. 14 καί 15, γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένο τό νόημά της.

α) ᾿Εκκλησία καί κόσμος (6,14-16α)

  Στούς στ. 14-16α ὁ Παῦλος ὑποβάλλει πέντε ἐρωτήματα τά ὁποῖα μέ τρόπο σαφῆ καί πειστικό ὑπογραμμίζουν τή διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ᾿Εκκλησία καί στόν κόσμο. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι ὁ ἀπόστολος στά ἐρωτήματά του «περιγράφει τή μιά φορά τήν ἀπόλυτη ἀρετή καί τήν ἄλλη τήν πιό ἀπαίσια κακία. Μέ τόν τρόπο αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι μεγάλη καί ἄπειρη ἡ ἀπόσταση, ὥστε νά μήν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία» ὅτι πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς ἀντίθετες καταστάσεις.
 

6,14. Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος;
  Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις: Τό ρῆμα ἑτεροζυγῶ λέγεται γιά τό ζῶο πού εἶναι ζευγμένο στόν ἴδιο ζυγό μέ ἕνα ζῶο διαφορετικοῦ εἴδους. ῞Οταν π.χ. ἕνα ἄλογο εἶναι στόν ἴδιο ζυγό μέ ἕνα βόδι ἤ μέ ἕνα γαϊδουράκι, τότε λέμε ὅτι ἑτεροζυγεῖ. Στήν Π.Δ. ὁ Θεός ἀπαγορεύει στούς ᾿Ιουδαίους νά κάνουν ἐργασίες βάζοντας στόν ἴδιο ζυγό ἀταίριαστα ζῶα (βλ. Λε 19,19· πρβλ. Δε 22,10), διότι καί τό δυνατό ζῶο δυσκολεύεται νά δουλέψει καί τό ἀδύνατο σέρνεται πίσω του.
  ῎Απιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν πίστεψαν στό εὐαγγέλιο (βλ. Α´ Κο 6,6· 7,12· 10,27· 14,22), οἱ εἰδωλολάτρες ἀλλά καί οἱ ἀποστάτες χριστιανοί.
  ῾Ο ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῶν ζώων πού ἑτεροζυγοῦν γιά νά πείσει τούς Κορινθίους ὅτι ἡ συναναστροφή τους μέ ἀπίστους εἶναι ἄτοπη καί ἐπικίνδυνη. Οἱ πιστοί πού συναναστρέφονται μέ τέτοιους ἀνθρώπους τελικά τινάζουν ἀπό πάνω τους «τόν χρηστό ζυγό» τοῦ Κυρίου (βλ. Μθ11,30) καί φορτώνονται τό ζυγό τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἁμαρτίας.
  Μέ τήν ἀποστολική αὐτή προτροπή δέν ἀπαγορεύονται οἱ ἀναγκαῖες ἐπαγγελματικές συναλλαγές μέ τούς ἐκτός ᾿Εκκλησίας ἀνθρώπους. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά δείχνουν ἐνδιαφέρον γιά τούς συνανθρώπους τους, πού δέν γνώρισαν τό εὐαγγέλιο καί νά τούς ἀντιμετωπίζουν μέ κατανόηση. Δέν δικαιολογοῦνται ὅμως νά ἀναπτύσσουν οἰκειότητα μέ τόν κόσμο καί νά συνάπτουν μαζί του φιλία, διότι αὐτή ἡ φιλία εἶναι ἔχθρα πρός τόν Θεό (βλ. ᾿Ια 4,4).
Οἱ στενοί δεσμοί μέ ἀπίστους καί εἰδωλολάτρες ἀπομακρύνουν τούς χριστιανούς ἀπό τόν Θεό, γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος τούς προειδοποιεῖ. ᾿Αναφέρεται βέβαια σέ ὅλες τίς κοινωνικές σχέσεις τῶν χριστιανῶν, ἰδιαίτερα ὅμως ἡ προειδοποίησή του ἰσχύει γιά τό θέμα τοῦ γάμου. Στό Α´ Κο 7,12-14 εἶχε τονίσει ὅτι ἄν ἕνας ἀπό τούς δύο συζύγους, πού ἦταν εἰδωλολάτρες, γνώριζε τόν Θεό καί γινόταν χριστιανός, ἐνῶ ὁ ἄλλος  παρέμενε εἰδωλολάτρης, νά μή διαλύσει τό γάμο ὁ χριστιανός. ῾Υπῆρχε ἐλπίδα μέσα στή συζυγία νά ἁγιασθεῖ ὁ ἄπιστος σύζυγος κοντά στόν πιστό. ᾿Εδῶ συνιστᾶ οἱ πιστοί νά μή γίνονται σύζυγοι ἀπίστων, διότι σέ μία τέτοια συζυγία καί ὁ πιστός θά δυσκολεύεται καί ὁ ἄπιστος θά προκαλεῖται. ῎Αν οἱ σύζυγοι δέν εἶναι καί οἱ δύο μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, δέν μποροῦν νά ἔχουν κοινά κριτήρια καί ἀδυνατοῦν νά συμφωνήσουν ἀκόμη καί στά πιό σημαντικά θέματα ζωῆς καί πορείας.
  Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μετοχή, συμμετοχή τῆς δικαιοσύνης στήν ἀνομία, διότι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἀγεφύρωτο χάσμα· ἡ πρώτη δηλώνει τή μεγάλη ἀρετή καί ἡ δεύτερη τή μεγάλη κακία. Χειρότερη ἀπό τήν ἀδικία, ἡ ὁποία βλάπτει τόν συνάνθρωπο, εἶναι ἡ ἀνομία, διότι αὐτή καταπατώντας τό νόμο καταφρονεῖ καί περιφρονεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό, τόν χορηγό τοῦ νόμου.
  Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; ῾Η λέξη κοινωνία εἶναι συγγενής πρός τή μετοχή, ἀλλά ἰσχυρότερη ἐκείνης. Δηλώνει τήν πλήρη ἐπικοινωνία, τήν ταύτιση. Σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ταυτισθεῖ, νά γίνει ἕνα, τό φῶς μέ τό σκοτάδι, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετα μεταξύ τους. ῞Οπου ἐμφανίζεται τό φῶς διαλύεται τό σκοτάδι καί ὅπου ἐπικρατεῖ τό σκοτάδι δέν ὑπάρχει καθόλου φῶς.
  ῾Η ἀντίθεση ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκότος συναντᾶται συχνά στήν Κ.Δ. (βλ. Ρω 13,12· ᾿Εφ 5,8· Α´ ᾿Ιω 2,9). Φῶς εἶναι ὁ Χριστός (βλ. ᾿Ιω 8,12) καί οἱ χριστιανοί (βλ. Μθ 5,16), ἐνῶ σκοτάδι ὁ διάβολος καί οἱ ὀπαδοί του. «῾Υμεῖς μέν γάρ πεφωτισμένοι τῇ ἀληθείᾳ, ἐκεῖνοι δέ ἐσκοτισμένοι τῇ πλάνῃ», λέει ὁ Ζιγαβηνός.  Οἱ πιστοί ἔγιναν φῶς ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Χριστό, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. ᾿Ενῶ οἱ ἄπιστοι ἀπωθοῦν τό φῶς καί γι᾿ αὐτό ἐξακολουθοῦν νά εἶναι βυθισμένοι στό σκοτάδι. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν νά ἔχουν ἀληθινή ἐπικοινωνία οἱ πιστοί μέ τούς ἀπίστους; Πῶς εἶναι δυνατόν νά συνάψουν μεταξύ τους βαθύτερες σχέσεις;
  Μέσα ἀπό αὐτές τίς ἀντιθέσεις, δικαιοσύνη-ἀνομία, φῶς-σκότος, ὁ ἀπ. Παῦλος τονίζει τή μεγάλη ἀξία τῶν πιστῶν καί τήν ἀθλιότητα τῶν ἀπίστων. Προσπαθεῖ νά φιλοτιμήσει τούς ταλαντευόμενους Κορινθίους ὅπως ἕνας πατέρας, πού  βλέπει τό παιδί του νά παρασύρεται σέ παρέες διεφθαρμένων νέων. ᾿Εκεῖνος γιά νά τό συνετίσει τοῦ λέει· «᾿Εσύ πού ἔχεις εὐγενική καρδιά, λεπτά αἰσθήματα καί ὑψηλούς στόχους, δέν σοῦ ταιριάζει νά ἔχεις τέτοιους φίλους μέ ἄξεστη συμπεριφορά καί ταπεινές ἐπιδιώξεις». ῎Ετσι, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, καί ὁ ἀπόστολος συγκρίνει τήν εὐγένεια τῶν πιστῶν μέ τήν ἀτιμία τῶν ἀπίστων. Πετυχαίνει μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά δεχτοῦν οἱ παραβάτες μέ εὐχαρίστηση τόν ἔλεγχο πού εὐφυῶς ταυτίζεται μέ τόν ἔπαινο.

6,15-16α. Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;  
  Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ; ῾Η λέξη Βελίαλ ἤ Βελίαρ σήμαινε ἀρχικά τό ἀνωφελές καί ἀργότερα τήν ἀδικία (βλ. Δε 13,14· ᾿Ιβ 34,18). Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, στά ἑβραϊκά Βελίαρ λέγεται ὁ ἀποστάτης, ὁ κατεξοχήν ἄνομος καί ἄδικος, ὁ σατανᾶς. ᾿Αρχηγός τῶν πιστῶν εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ τῶν ἀπίστων ὁ Βελίαλ. ᾿Αφοῦ οἱ ἀρχηγοί τῶν δύο παρατάξεων ἔχουν τελείως ἀντίθετους σκοπούς καί δέν συμφωνοῦν σέ τίποτε, δέν πρέπει νά συμφωνοῦν καί οἱ ὀπαδοί τους.
  ῎Η τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; Μερίδα εἶναι αὐτό πού παίρνει ὁ καθένας σέ μιά μοιρασιά (βλ. Πρξ 8,21). ῾Ο πιστός δέν ἔχει νά μοιράσει μέ τόν ἄπιστο καμιά κοινή περιουσία ἤ κληρονομιά.
  Τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων; ᾿Ενῶ ἡ συμφώνησις ἀφορᾶ στή συμφωνία πού γίνεται μέ τά λόγια, ἡ συγκατάθεσις δηλώνει τήν ἔνταξη στήν ἴδια παράταξη, στόν ἴδιο χῶρο. Τά εἴδωλα δέν ἔχουν καμιά θέση μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ. ῾Η τοποθέτησή τους ἐκεῖ ἀποτελεῖ βεβήλωση.
  ῾Ο Κύριος γνώριζε ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀντίθετο καί ἐχθρικό φρόνημα πρός τήν ᾿Εκκλησία καί γι᾿ αὐτό προειδοποίησε τούς μαθητές του· «Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (᾿Ιω 15,18-19). «᾿Εν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (᾿Ιω 16,33). ῾Η πίστη δημιουργεῖ ἕνα νέο καθεστώς μέσα στόν κόσμο καί αὐτό προκαλεῖ τό μίσος καί τήν ἀντίδρασή του. ῾Η ᾿Εκκλησία μισεῖ τό φρόνημα τοῦ κόσμου καί τήν ἁμαρτία, ἀγαπᾶ ὅμως τούς ἀνθρώπους καί τούς καλεῖ στούς κόλπους της. ῾Ο ἀπ. Παῦλος, μιμούμενος τόν Κύριό του, προτρέπει τούς χριστιανούς νά μή φύγουν ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά νά μείνουν ξένοι πρός τήν ἁμαρτία. ᾿Ιδιαίτερα μάλιστα συνιστᾶ νά προφυλάγονται οἱ πιστοί καί νά ἀποφεύγουν τούς «χριστιανούς» πού συμβιβάζονται μέ τή διαφθορά καί ἀλλοιώνουν τό ἦθος, καθώς καί τούς αἱρετικούς, πού παρέκκλιναν ἀπό τήν πίστη, καί παραποιοῦν τό δόγμα (βλ. Α´ Κο 5,9-12).
 ῎Αν σήμερα βλέπουμε τή χριστιανική κοινωνία νά διαφθείρεται ὅλο καί περισσότερο κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, εἶναι διότι δέν προσέξαμε τά κριτήρια αὐτά, πού μᾶς παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος ὡς βασικούς νόμους, ὡς ἕνα  πηδάλιο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε τόν κόσμο, θυσιάστηκε γιά τή σωτηρία του (᾿Ιω 3,16), καί «μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος», δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ἔτσι καί ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ δέν πρέπει νά ἔχουν καμιά συνεργασία, καμιά σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τήν ἁμαρτία. Νά ἀγαποῦν τούς ἁμαρτωλούς καί νά ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους, χωρίς ὅμως νά ἐπηρεάζονται ἀπό τό φρόνημά τους. Νά ζοῦν τοπικά μαζί τους, ἀλλά νά ἀπέχουν τροπικά ἀπό αὐτούς. Νά γίνει ὁ κόσμος ᾿Εκκλησία καί ὄχι νά ἐκκοσμικευθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία. ῞Οταν ἔζησε καί πολιτεύτηκε μ᾿ αὐτό τό φρόνημα μέσα στόν κόσμο, μεγαλούργησε καί ἀναδείχθηκε θαυμαστή σέ φίλους καί ἐχθρούς.
  Τά παραγγέλματα αὐτά τοῦ ἀπ. Παύλου μποροῦμε νά τά δοῦμε ἐφαρμοσμένα στή ζωή τῆς πρώτης ἐκκλησίας, ὅπως περιγράφεται στήν πρός Διόγνητον ἐπιστολή· «Οἱ χριστιανοί δέν ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους... Οὔτε σέ ἰδιαίτερες πόλεις κατοικοῦν οὔτε μιλοῦν κάποια ξεχωριστή διάλεκτο οὔτε κάνουν ζωή φανταχτερή. Τήν πίστη τους δέν τήν ἐπινόησε ἀνθρώπινη σκέψη καί φροντίδα οὔτε δημιούργησαν ἀνθρώπινο πιστεύω, ὅπως μερικοί. Κατοικοῦν πόλεις ἑλληνικές καί βαρβαρικές, ὅπως ἔτυχε στόν καθένα, ἀκολουθώντας τά τοπικά ἔθιμα στόν τρόπο τῆς ἐνδυμασίας καί διατροφῆς καί στήν ὑπόλοιπη ζωή κι ὅμως φανερώνουν ἀξιοθαύμαστο καί ὁμολογουμένως παράδοξο τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Κατοικοῦν στίς πατρίδες τους, ἀλλά ὡς πάροικοι. Συμμετέχουν σέ ὅλα ὡς πολίτες καί ὅλα τά ὑπομένουν σάν ξένοι. Κάθε ξένη χώρα εἶναι πατρίδα τους καί κάθε πατρίδα ξένη. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι· γεννοῦν παιδιά, ἀλλά δέν πετοῦν αὐτά πού γεννοῦν. Παραθέτουν κοινό τραπέζι ἀλλά ὄχι κρεβάτι. ῎Εχουν σῶμα, ἀλλά δέν ζοῦν σαρκικά. Στή γῆ κατοικοῦν, ἀλλά στόν οὐρανό πολιτεύονται. ῾Υπακούουν στούς ὑπάρχοντας νόμους καί μέ τή ζωή τους νικοῦν τούς νόμους. ῞Ολους τούς ἀγαποῦν κι ὅμως ἀπό ὅλους διώκονται... Γίνονται φτωχοί κι ὅμως πλουτίζουν πολλούς. ῞Ολα τά στεροῦνται κι ὅλα τά ἔχουν περίσσια. Δέν τιμοῦνται, ἀλλά μές στήν ἀφάνεια δοξάζονται, βλασφημοῦνται καί ὅμως δικαιώνονται. Τούς κακολογοῦν, κι αὐτοί λένε καλά λόγια, δέχονται ὕβρεις καί ἀνταποδίδουν τιμές. Κάνουν τό καλό καί τιμωροῦνται σάν κακοί· κι ἐνῶ τιμωροῦνται, χαίρονται σάν νά ἀνασταίνονται».

β) Τά ἰδανικά τῶν πιστῶν  (6,16β-18)

῾Ο Παῦλος παρουσιάζει στή συνέχεια κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ εὐαγγελίου τρία ἰδανικά· ναός Θεοῦ - λαός Θεοῦ - παιδιά Θεοῦ. Τά ἰδανικά αὐτά ἀποτέλεσαν τό καύχημα καί τή χαρά ὄχι μόνο τοῦ ἀποστόλου, ἀλλά καί τῶν ἁγίων καί μαρτύρων τῆς ᾿Εκκλησίας μας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀγωνιζόμενων πιστῶν.


6,16β. ῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός.
  ῾Υμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος: Σεῖς, λέει στούς Κορινθίους ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶστε ναός τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ κι ὄχι τῶν ψεύτικων, τῶν νεκρῶν καί ἀνύπαρκτων θεῶν, τῶν εἰδώλων. Γι᾿ αὐτό, πετάξτε μακριά τά πάσης φύσεως εἴδωλα καί κρατῆστε μόνο τόν ἕναν Θεό.
  Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ μόνος ζωντανός καί ἀληθινός Θεός. Οἱ χριστιανοί εἴμαστε ἔμψυχοι ναοί ἀφιερωμένοι στόν Θεό, τόν ὁποῖο φιλοξενοῦμε μέσα μας, τόν ὑπηρετοῦμε καί τόν λατρεύουμε. Προσφέρουμε καθημερινά τούς ἑαυτούς μας ὡς «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» (Ρω 12,1), ἐπιτελοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζωή μας μοιάζει μέ εὐωδιαστό θυμίαμα. «᾿Εάν ζητᾶς τόπο ὑψηλό καί ἅγιο γιά νά προσευχηθεῖς, κάνε τόν ἑαυτό σου ναόν Θεοῦ», λέει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος. Κατά τόν Μ. Βασίλειο, ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει τόν ἴδιο τόν Θεό μέσα στήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ.
  Οὔτε ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, πού εἶχε τόση πολυτέλεια, οὔτε ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, πού μέ τόση μεγαλοπρέπεια κτίσθηκε, οὔτε κανένας ἀπό τούς περίλαμπρους ναούς, τούς ὁποίους ὕψωσε ἡ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν, δέν ἱκανοποίησε τόν Θεό, διότι, ὅπως εἶπε θεόπνευστα ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, «οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ» (Πρξ 7,48). ῾Ο ναός στόν ὁποῖο ἀναπαύεται ὁ Θεός εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί ὡς ναός πρέπει νά διατηροῦμε τόν ἑαυτό μας καθαρό. ῞Οσοι δέχονται τόν ζωντανό Θεό γιά προσωπικό τους Θεό, ἀποθέτουν στά χέρια του τήν ἁμαρτία τους, ἀγωνίζονται συνεχῶς γιά τόν ἐξαγνισμό τους καί ἱερουργοῦν ἀκατάπαυστα μέσα στά ἄδυτα τῆς καρδιᾶς τους «τήν λογικήν λατρείαν» (Ρω 12,1).
  Ναό τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ σώματος, ὅπως τονίζει ἀλλοῦ ὁ ἀπ. Παῦλος· «ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν» (Α´ Κο 6,19). Τό σῶμα μας, λοιπόν, ἔχει ἀσύλληπτη ἀξία καί ἱερότητα. Δέν εἶναι ἁπλῶς τό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο μάλιστα ἰδιαίτερη πρόνοια ἔλαβε ὁ Θεός, δέν εἶναι μόνο «λίθος ζῶν», πού μαζί μέ τούς ἄλλους πιστούς ἀπαρτίζει τήν οἰκοδομή τῆς ᾿Εκκλησίας. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ναός τῆς ἁγίας Τριάδος καί ἑπομένως ὀφείλουμε νά τό σεβόμαστε. ῾Η βεβήλωση ἑνός ναοῦ μᾶς προκαλεῖ ἀγανάκτηση καί ποτέ δέν θά χρησιμοποιούσαμε γιά κοινή χρήση κάποιο ἀπό τά ἱερά σκεύη τοῦ ναοῦ. Πολύ πιό βδελυρό ὅμως εἶναι νά βεβηλώσουμε καί νά φθείρουμε μέ ἁμαρτωλές καί ἀκάθαρτες πράξεις τό σῶμα μας, γι᾿ αὐτό κάτι τέτοιο ἐπισύρει τήν τιμωρία· «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κο 3,17).
  ᾿Ακατάπαυστα ὀφείλει ὁ πιστός νά προσφέρει στόν Κύριο τή λογική λατρεία μέσα στό ναό τοῦ σώματός του. Αὐτό τόν βοηθᾶ καί τόν προετοιμάζει ὥστε νά συμμετέχει ζωντανά στήν ἐκκλησιαστική λατρεία, στίς ἀκολουθίες τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αλλά καί ἡ συνειδητή συμμετοχή στίς λατρευτικές εὐκαιρίες, πού ἔχει ὁ πιστός στήν ἐνορία του, τόν καλλιεργεῖ καί τόν ἀνεβάζει ὥστε θερμότερα καί καθαρότερα νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Κύριο στό ναό τοῦ σώματός του. ῎Ετσι μέ εὐλάβεια καί ἱεροπρέπεια ἀναπέμπει τή δοξολογία του μέσα στόν ἀχειροποίητο ναό τοῦ σύμπαντος (βλ. μάθ. 36ο Β´ 9ο).
  Καθώς εἶπεν ὁ Θεός: ᾿Επειδή ἀκούγεται τολμηρή αὐτή ἡ διδασκαλία, ὅτι οἱ πιστοί ἀποτελοῦμε ναό τοῦ Θεοῦ, γιά νά τή στηρίξει ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τή διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, πού μαρτυρεῖται στήν Π.Δ.  
  ᾿Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός: ῾Ο Παῦλος παραθέτει τό χωρίο κατά νόημα ἀπό δυό βιβλία τῆς Π.Δ. Στό Λε 26,11-12 ὁ Θεός ὑπόσχεται στόν Μωυσῆ· «Καί θήσω τήν σκηνήν μου ἐν ὑμῖν, καί οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, καί ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός». Στό βιβλίο τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ (37,27) ὁ Θεός λέει· «Καί ἔσται ἡ κατασκήνωσίς μου ἐν αὐτοῖς, καί ἔσομαι αὐτοῖς Θεός, καί αὐτοί μου ἔσονται λαός». ᾿Αλλά καί στήν Κ.Δ. ὁ Κύριος ὑπόσχεται· «καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (᾿Ιω 14,23). Οἱ πιστοί θά ἔχουν τόσο στενή σχέση μέ τόν Θεό, θά τόν ἔχουν συνεχῶς κοντά τους.
  Τά δύο ρήματα ἐνοικήσω καί ἐμπεριπατήσω μᾶς θυμίζουν τόν παράδεισο καί δηλώνουν τόν πνευματικό παράδεισο, τήν ᾿Εκκλησία, ὅπου ἔχουμε τήν ἱστορική ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ὑποσχέσεως. «῾Ο Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω 1,14). ῾Ο Θεός στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ του, ὁ ὁποῖος ἐνανθρώπησε, σκήνωσε στήν Παρθένο Μαρία, κυοφορήθηκε ἀπό αὐτήν, καί κατόπιν ὡς ἄνθρωπος κατοίκησε ἀνάμεσά μας, ἐκείνους πού τόν πίστεψαν τούς κατέστησε λαό του, ἀλλά καί κάτι περισσότερο· κατοικεῖ μέσα τους διά τῆς πίστεως καί διά τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τούς μεταβάλλει σέ ναό του. ῾Η ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα μας προϋποθέτει θερμή πίστη καί καθαρότητα ζωῆς.
  ῾Ως λαός τοῦ Θεοῦ εἴμαστε οἱ πραγματικοί ἀριστοκράτες, διότι ἔχουμε τό ἄριστο σύνταγμα, πού παραμένει ἀναλλοίωτο 20 αἰῶνες τώρα, τήν ἁγία Γραφή. ῾Ομόνοια καί ἀγάπη βασιλεύει στό κράτος μας, στό κράτος τοῦ Θεοῦ. Μιά γλώσσα μιλοῦμε ὅλοι, τή γλώσσα τῆς ἀγάπης, καί κάτω ἀπό μιά σημαία ἑνωνόμαστε καί συνδεόμαστε ὅλοι, τή σημαία τοῦ σταυροῦ. ῾Ως λαός τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τό προνόμιο νά κατευθυνόμαστε ἀπό τόν πιό τέλειο κυβερνήτη τοῦ κόσμου. Ποιός λαός τῆς γῆς ἔχει νά μᾶς δείξει ἕναν ἀρχηγό σάν τόν δικό μας, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό; ᾿Ωχριοῦν μπροστά του καί οἱ πιό σπουδαῖοι τῆς γῆς, διότι καί τῶν πιό εἰρηνικῶν ἡγετῶν τά χέρια στάζουν αἷμα, τό αἷμα ἀθώων ὑπάρξεων, τίς ὁποῖες παραμέρισαν γιά νά κυβερνήσουν αὐτοί. Καί τοῦ δικοῦ μας ἀρχηγοῦ τά χέρια στάζουν αἷμα. Εἶναι ὅμως τό δικό του αἷμα, πού ἔχυσε γιά νά μᾶς ἐξαγοράσει ἀπό τό θάνατο, νά μᾶς πολιτογραφήσει στό κράτος του καί νά μᾶς κάνει λαό δικό του, λαό τοῦ Θεοῦ.

6,17. Διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς.
  Διό ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος: ῾Ο προφήτης ᾿Ησαΐας προβλέποντας τό τέλος τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας προτρέπει τούς ᾿Ισραηλίτες νά ἀπέχουν ἀπό τίς πονηρές πράξεις τῶν εἰδωλολατρῶν Χαλδαίων· «᾿Απόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθατε ἐκεῖθεν καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τά σκεύη Κυρίου» (᾿Ησ 52,11). Τό νόημα τῆς προφητείας αὐτῆς τό ἐφαρμόζει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος στούς χριστιανούς, τούς ὁποίους προτρέπει νά κόψουν κάθε σχέση μέ τούς ἀπίστους καί ἀκαθάρτους. Φυσικά δέν ἐννοεῖ νά φύγουν ἀπό τίς πόλεις, ὅπου κατοικοῦσαν οἱ ἄπιστοι καί ἁμαρτωλοί καί νά βγοῦν στά βουνά. ᾿Εννοεῖ μία τροπική ἀπομάκρυνση, νά μείνουν ἀνεπηρέαστοι στό φρόνημα, ἀπό τίς κακοδοξίες τῶν ἀπίστων καί τή διαφθορά τους. ῞Οπως εἶπε ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική προσευχή· «οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (᾿Ιω 17,15).
  ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παραγγέλλει νά  ἀποστρεφόμαστε τή διδασκαλία καί τή συναναστροφή τῶν ἀσεβῶν καί πονηρῶν ἀνθρώπων, διότι «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί» (Α´ Κο 15,33).
  Καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε: «Καί δέν εἶπε “μή πράττετε ἀκάθαρτα” ἀλλά, θέλοντας νά μιλήσει μέ περισσότερη ἀκρίβεια, λέγει “οὔτε νά τούς ἐγγίζετε, οὔτε νά τούς πλησιάζετε”», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Νά κάνετε ὅ,τι καί σέ μιά μολυσματική ἀρρώστια τοῦ σώματος. ῞Οπως θά ἀποφεύγατε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο πού πάσχει ἀπό μολυσματικό νόσημα, γιά νά μή μεταδοθεῖ καί σέ σᾶς, ἔτσι νά ἀποφεύγετε τήν ἐπικοινωνία μέ τούς διεφθαρμένους καί ἀδιόρθωτους ἁμαρτωλούς.
  Κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς: Καί ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ, λέει ὁ Θεός, ὅταν χωριστεῖτε ἀπό τό κακό καί ἔλθετε σέ μένα μέ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στό θέλημά μου. «Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀμοιβή; Θά ἀπαλλαχθοῦμε ἀπό τά κακά, θά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό», τονίζει ὁ Χρυσόστομος.
  ῾Η παραγγελία αὐτή τοῦ Παύλου φαίνεται πολύ αὐστηρή ἀλλά ἐπαναλαμβάνει αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος· νά ξεκοποῦμε ἀπό τόν κόσμο πού δέν ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό, καί ἄν ἀκόμα εἶναι ἡ οἰκογένειά μας, ἡ συγγένειά μας ἤ εἶναι ἐκεῖνα τά πρόσωπα μέ τά ὁποῖα συνδεόμαστε μέ ἰσχυρούς δεσμούς (βλ. Μθ 5,29-30).

6,18. καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
 ῾Ο ἀπόστολος ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του τόν προφήτη ᾿Ιερεμία, ὁ ὁποῖος γράφει γιά τούς ᾿Ιουδαίους πού θά ἐπιστρέψουν ἀπ᾿ ὅλα τά  μέρη τῆς διασπορᾶς· «καί ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καί ἐγώ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν» (᾿Ιε 39,38. πρβλ. ᾿Ιε 38,1.9· ᾿Ησ 43,6). ῾Η προφητεία ἐφαρμόζεται στούς πιστούς, πού εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν τήν οἰκογένειά του. Διά τῆς πίστεως ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε υἱοί καί θυγατέρες Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό πιό μεγάλο χάρισμα. ᾿Εμεῖς οἱ ἀσθενεῖς καί ἀτελεῖς ἔχουμε πατέρα τόν Θεό, τόν δημιουργό τοῦ σύμπαντος καί εἴμαστε κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν!
  Λέγει Κύριος παντοκράτωρ: Μ᾿ αὐτή τήν ἔκφραση οἱ προφῆτες τῆς Π.Δ. ἐπικύρωναν τίς προφητεῖες καί τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. ῞Οσα δίδασκαν ἦταν λόγια κι ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα  αὐτοί ἁπλῶς τά μετέφεραν στό λαό, γι᾿ αὐτό καί ἔχουν αἰώνιο κύρος. Παντοκράτωρ εἶναι ὁ παντοδύναμος, ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος.  
  Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλάσματα καί δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνο «ὅσοι ἔλαβον αὐτόν (τόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (᾿Ιω 1,12). ῞Ενας εἶναι ὁ κατά φύση υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῞Οσοι ὅμως λαμβάνουν τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὅσοι πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν καί βαπτίζονται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, αὐτοί ἐντάσσονται στήν ᾿Εκκλησία, στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό πιό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ζωῆς μας, ἡ πηγή τῆς χαρᾶς μας. ῎Αν ἕνα παιδί πού μεγάλωσε μέσα στή φτώχια καί τήν ὀρφάνια, ὅταν ἐντελῶς ἀναπάντεχα βρεῖ τόν πατέρα του, χαίρεται καί σκιρτᾶ κι εἶναι γεμάτο ἀγαλλίαση γιά τό μεγάλο δῶρο πού δέχεται, τόν πατέρα του, καί γιά τίς συνέπειες πού ἔχει αὐτό στή ζωή του, πολύ περισσότερο χαίρεται ὁ ἄνθρωπος πού ἀνακαλύπτει ὅτι εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ.
  Κάθε παιδί σέβεται καί ἀγαπᾶ τόν πατέρα του, τοῦ μοιάζει στά χαρακτηριστικά,  τόν μιμεῖται στή ζωή. Καί ἐμεῖς ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ὑποχρέωση νά ἀγαποῦμε καί νά σεβόμαστε ἕναν τόσο ὑπέροχο πατέρα, πού καταδέχθηκε νά μᾶς κάνει παιδιά του καί νά μᾶς κληροδοτήσει τά πλούτη του. Νά τοῦ μοιάζουμε κατά τό παράγγελμα τοῦ ἰδίου· «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λε 20,7. 26· Α´ Πέ 1,16). Νά τόν μιμούμεθα στήν καθημερινή μας ζωή. Καί μίμηση τοῦ Θεοῦ σημαίνει μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Τότε εἴμαστε γνήσια καί ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ (πρβλ. ᾿Εφ 5,1).

γ) Καθαροί καί ἅγιοι μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ (7,1)

7,1. Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
  Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας: ᾿Αναφέρεται στίς ἐπαγγελίες γιά τίς ὁποῖες ἔκανε λόγο στούς στ. 16-18, ὅπου ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς καταστήσει α) ναό Θεοῦ, β) λαό Θεοῦ, γ) παιδιά Θεοῦ.
  ᾿Επαγγελία σημαίνει ὑπόσχεση. Εἶναι τό συμβόλαιο πού ἔχει ὑπογράψει ὁ Θεός κι ἔχει αἰώνια ἰσχύ. Στήν ἀρχή τῆς ἴδιας ᾿Επιστολῆς ὁ Παῦλος ἔγραψε· «῞Οσαι ἐπαγγελίαι Θεοῦ, ἐν αὐτῷ τό ναί καί ἐν αὐτῷ τό ἀμήν» (Β´ Κο 1,20). ῾Η ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ παρελθόντος ἀποτελεῖ τή βεβαίωση γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ μέλλοντος.
  Καθαρίσωμεν ἑαυτούς: ῾Ο Παῦλος χρησιμοποιεῖ τό πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο συμπεριλαμβάνοντας στήν προτροπή καί τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο ἀπό ταπεινοφροσύνη ἀλλά καί ἀπό συναίσθηση ὅτι εἶναι μέλος τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας. ῾Ο κάθε πιστός ἔχει καί τόν δικό του προσωπικό ἀγώνα γιά τήν κάθαρση καί τήν τελείωσή του.
  ᾿Από παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος. ῾Ο μολυσμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τά ἁμαρτήματα τῆς σαρκός, δηλαδή τά σαρκικά πάθη, εἶναι ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀνηθικότητα, πού λερώνουν καί μολύνουν τό σῶμα καί μαζί μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή. ᾿Ενῶ οἱ πονηροί λογισμοί, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνια, ἡ ἀλαζονεία, ἡ κατάκριση, ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ὁ φθόνος, ἡ κακία, ἡ πλεονεξία προσβάλλουν τό πνεῦμα ἀλλά συγχρόνως βλάπτουν καί τό σῶμα. ῾Η πρώτη ὁμάδα ἁμαρτημάτων ἀναφέρεται στή διαφθορά, ἐνῶ ἡ δεύτερη στήν εἰδωλολατρία. Οἱ χριστιανοί πρέπει νά ἀπέχουν καί ἀπό τά δύο. Νά καθαρίσουν ὅλη τήν ὕπαρξή τους ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος.
  Γιά νά ἐπιτελέσουμε τήν ἱερουργία τοῦ ἁγιασμοῦ μας, θά πρέπει νά μελετοῦμε τόν ἑαυτό μας μέ τή γνώση καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Νά ξεκινήσουμε ἀπό τή  θεογνωσία γιά νά φθάσουμε στήν αὐτογνωσία. ῎Ετσι ἀναγνωρίζουμε τά πάθη μας καί ἀποκτοῦμε βαθειά ταπεινοφροσύνη. Μέ τό φῶς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, μέ τό ὁποῖο γνωρίζουμε τόν Θεό, εἰσχωροῦμε στά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς ὑπάρξεώς μας καί τήν καθαρίζουμε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τό φάρμακο τῆς σωτηρίας εἶναι ἕνα· τά δάκρυα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τοῦ Χριστοῦ τό αἷμα.
  ῾Ο ἀγώνας γιά τήν κάθαρση εἶναι πολύπλευρος καί ἰσόβιος. ῾Ο προφήτης ᾿Ιερεμίας λέει· «῞Οτι ἀνέβη θάνατος διά τῶν θυρίδων ὑμῶν» (9,21). Θά φρουρήσω τίς θύρες τοῦ ἑαυτοῦ μου, δέν θά ἀφήσω ἀφύλακτες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς μου. Θά βάλω φρουρά στίς αἰσθήσεις μου, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό βιβλίο του «Περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων». Μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση μάλιστα μιλᾶ γιά τή φύλαξη τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς φαντασίας. Καί ὁ ἅγιος ῾Ησύχιος προτρέπει· «ἐν πύλῃ καρδίας ἡμῶν στῶμεν»! Θά φυλάξω τόν ἑαυτό μου, τό ναό τοῦ Θεοῦ καί θά τόν κρατήσω καθαρό, γιά νά ἱερουργῶ ἀκατάπαυστα, ἀέναα μέσα στήν ὕπαρξή μου τόν ἁγιασμό, ὥστε νά δοξάζεται ὁ Κύριος. Βέβαια δέν εἶναι ἀρκετό νά καθαρίσω τόν ἑαυτό μου, ἀλλά χρειάζεται νά πετύχω καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἑαυτοῦ μου κατά τήν προτροπή τοῦ ψαλμωδοῦ «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,14).
  ᾿Επιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ: Τό ρῆμα ἐπιτελῶ ἔχει λειτουργική σημασία, χρησιμοποιεῖται γιά τόν ἱερέα πού ἱερουργεῖ. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅλοι οἱ πιστοί ἔχουμε τή γενική ἱεροσύνη (Α΄ Πέ 2,5· 9) καί ἱερουργοῦμε τήν ἀκατάπαυστη λατρεία μας στόν Θεό.
  ῞Αγιος εἶναι ὁ καθαρός καί ἁγιωσύνη ἡ ἀπαλλαγή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ἡ καθαρότητα, ἡ ἁγνότητα, πού προέρχεται ἀπό τήν πλήρη παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁγιότητα εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο π. Αὐγουστίνος ἐπίσκοπος Φλωρίνης γράφει· «῾Η ἁγιότης! Νά ὁ σκοπός, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει κάθε χριστιανός. ῾Αγιότης! Αὐτός εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. ῞Οπως παρατηρεῖ διαπρεπής διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅποιος ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτό, αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει ἥλιος ἐνῶ αὐτός μεσουρανεῖ» («Σπινθῆρες ἀπό τόν ἀπόστολο», σελ. 238).
  Μπορεῖ κάποιος νά ἀγωνίζεται καί νά ἐπιδιώκει τήν ἁγιότητα ἀπό κενοδοξία, ἀνθρωπαρέσκεα ἤ γιά κάποιον ἄλλο λόγο. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἁγιότητα δέν ἔχει ἀξία. ῾Ο ἀπόστολος βάζει ἐδῶ ὡς θεμέλιο τῆς ἁγιότητος τό φόβο τοῦ Θεοῦ.
  Φόβος Θεοῦ δέν εἶναι ὁ τρόμος μπροστά σ᾿ ἕναν Θεό πού τόν φανταζόμαστε τιμωρό καί ἐκδικητικό, ἀλλά ἡ συναίσθηση τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας καί τῆς δικῆς του παντοδυναμίας. Εἶναι ἡ εὐσέβεια καί τό δέος πού νιώθει ἡ ψυχή, ὅταν σκέπτεται τόν Θεό. ῾Ο Θεός δέν εἶναι μόνο ὁ πατέρας πού ὑπόσχεται, ἀλλά εἶναι καί ὁ τελικός κριτής, πού θά δώσει τήν τελική ἀπόφαση. ῞Οπως ὁ ἱερέας οἰκειώνεται τό ἱερό θυσιαστήριο, ἀλλά ποτέ δέν ἐξοικειώνεται μ᾿ αὐτό καί τό πλησιάζει μέ δέος, ἔτσι καί ἐμεῖς πάντοτε μέ σπουδή, προσοχή καί εὐλάβεια, «μετά φόβου καί τρόμου» νά κατεργαζόμαστε τή σωτηρία μας (Φι 2,12). Αὐτός ὁ φόβος ὁδηγεῖ στή γεμάτη συντριβή, μετάνοια καί ταπεινοφροσύνη κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο· αὐτή ἡ κοινωνία μέ τή σειρά της πληρώνει τήν ψυχή μέ χαρά καί ἀγαλλίαση, διότι «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α´ ᾿Ιω 4,18).
  ῾Ως μέλη τῆς ἐκκλησίας γίναμε ἅγιοι μέ τό Βάπτισμα· αὐτή ὅμως τήν ἁγιωσύνη δέν πρέπει νά τή χάσουμε, οὔτε νά ἐπιτρέψουμε νά μᾶς τή φθείρει ὁ κόσμος καί τά δελεάσματα τοῦ σατανᾶ, ἀλλά συνεχῶς νά τήν καλλιεργοῦμε, νά τήν ἀνανεώνουμε καί νά κατεργαζόμαστε ἔτσι τή σωτηρία μας, πού εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ προορισμός τῆς ζωῆς μας. ῞Οποιος περιτοιχίζει τήν καρδιά του μέ τόν σωτήριο φόβο, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μόνον αὐτός μπορεῖ νά νικήσει τή σφοδρή τυραννία καί λύσσα τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί νά κρατήσει καθαρή τή διάνοια καί τήν ὕπαρξή του ἀπό τό ρύπο τῶν παθῶν, ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος. «᾿Εγκράτειαν τίκτει ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. ῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ ἐμπνέει ὄχι μόνο τήν τέλεια ἀποχή ἀπό τό κακό, ἀλλά καί τήν τήρηση τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί ὄχι ἀπό ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Μέ αὐτή τήν καθαρότητα θά μπορέσουμε νά λατρεύσουμε τόν Θεό. «Καθαρτέον καί ὕστερον τῷ Θεῷ προσομιλητέον», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Στεργίου Σάκκου, Ἀποστολικές περικοπές (βοήθημα κυκλαρχῶν)