Τό χρέος

1821«Χαῖρε, Μαρία Δέσποινα, χαῖρε, ἁγνή Παρθένα, χαῖρε καί σύ ἀθάνατο τρανό εἰκοσιένα!». Ἔτσι χαιρετίζει ὁ ἀείμνηστος Γ. Γρατσέας, καθηγητής Πανεπιστημίου καί ποιητής, τήν τρανή διπλή γιορτή τοῦ μήνα, τήν 25η Μαρτίου, σημειώνοντας τήν ἰδιαίτερη σχέση πού συνδέει ἐμᾶς τούς Ἕλληνες μαζί της.
 Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ φανέρωση «τοῦ ἀπ᾿ αἰῶνος μυστηρίου», κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, γίνεται σταθμός χαρᾶς, ἐλπίδας καί αἰσιοδοξίας γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καταδικασμένοι «ἐν χώρᾳ καί σκιᾶ θανάτου» εἶδαν τό φῶς, γνώρισαν τή ζωή, τή σωτηρία, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὁ Χριστιανισμός πλησίασε καί ἄλλα ἔθνη καί τά ἀναγέννησε ὅλα. Κανένα ὅμως δέν εὐεργέτησε τόσο ὅσο τό ἑλληνικό. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε σέ ποιά κατάσταση εἶχε βρεῖ τήν πατρίδα μας ὁ Χριστός. Ἡ εἰδωλολατρία καί ἡ διαφθορά, οἱ φατριασμοί καί οἱ διχόνοιες εἶχαν ἀπομυζήσει καί τήν τελευταία ἰκμάδα σοφίας καί εὐρωστίας. Ἡ ρωμαϊκή κατάκτηση εἶχε ἀποκόψει καί τό τελευταῖο νεῦρο ζωτικότητας. Τό 146 π.Χ. ὄντως σήμανε finis Greciae, τό τέλος τῆς Ἑλλάδας. Κι ὅμως μετά ἀπό αἰῶνες, χωρίς καμιά ἐπανάσταση, χωρίς πολιτική ἤ κοινωνική μεταρρύθμιση, μόνο μέ τόν ἐκχριστιανισμό, ἡ χώρα βρέθηκε ὄχι μόνο πνευματικά ζωντανή ἀλλά καί ἐθνικά ἐλεύθερη καί, τό πιό θαυμαστό, κυρίαρχη!
 Μά ἦρθαν χρόνοι δίσεκτοι. Ἀτόνησε ἡ πίστη. Χαλάρωσαν τά ἤθη. Ἀπομακρυσμένοι ἀπ᾿ τόν Θεό δουλώθηκαν στά πάθη οἱ Ἕλληνες κι ἔχασαν καί πάλι τήν ἐθνική τους ἐλευθερία. Τό Βυζάντιο, αὐτό τό ἀγλάισμα τῆς ἐκχριστιανισμένης Ἑλλάδας, πού φώτισε ὅλη τήν Εὐρώπη, βυθίστηκε καί πάλι στό σκοτάδι.
 Εἶναι, ὡστόσο, γεγονός ὅτι καί μέσα σ᾿ ἐκείνη τή σκοτεινή νύχτα τῶν τετρακοσίων χρόνων τῆς σκλαβιᾶς δέν ἄφησε μόνους τούς ραγιάδες ὁ Χριστός. Κρυφόκαιγε τῆς πίστης τό καντήλι σέ κάποιες ἡρωικές ψυχές. Καί κράτησε ζωντανή αὐτή τή φλόγα, ἀνέγγιχτη ἀπό τῆς ἀπιστίας τό ἀγιάζι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· μέ τόν παπά καί τόν καλόγερο, μέ τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι στήριξε τό δοῦλο γένος. Κράτησε ἀπροσκύνητη τήν ψυχή του. Ἔτσι, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, σήκωσαν τ᾿ ἄρματα οἱ σκλάβοι. Ποῦ βρῆκαν τή δύναμη; Τό ἐξομολογεῖται μέ εἰλικρίνεια ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ: «Ὅταν πήραμε τ᾿ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος».
 Τό γνωρίζουν καί τό ἀναγνωρίζουν ἀνά τούς αἰῶνες οἱ τίμιοι ἀγωνιστές αὐτοῦ τοῦ τόπου. Χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό θά ἦταν διαφορετική ἡ πορεία τῆς Ἑλλάδας κι ἴσως θά εἶχε σβήσει ἀπό καιρό, ἄν δέν ἦταν τόσο δεμένη μέ τόν Χριστό. Κι ἄν σήμερα κάποιοι σπασμωδικά προσπαθοῦν νά ἀναστήσουν τό δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου πιστεύοντας(;) πώς ἐκεῖ θ᾿ ἀνακαλύψουν τό μεγαλεῖο καί τή δόξα τῆς Ἑλλάδας, εἶναι τουλάχιστον ἀνεδαφικοί. Διότι καί τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας τά μεγάλα πνεύματα εἶχαν ἀντιληφθεῖ τό ψέμα τῆς εἰδωλολατρίας. Δέν καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης, διότι «ὡς τό παράπαν οὐ νομίζει εἶναι θεούς»; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, σκέπει καί δοξάζει αἰῶνες τώρα τήν Ἑλλάδα. Αὐτό μᾶς χρεώνει νά τοῦ ἀναγνωρίσουμε μιά ὁδηγητική θέση στή ζωή μας. νά ἐπιδιώξουμε οἱ Νεοέλληνες ὄχι τήν ἐπάνοδο στήν εἰδωλολατρία ἀλλά τόν ἐπανευαγγελισμό μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 51