Ἅγ. Νεκτάριος καί Παπισμός Δ΄

Ψευδοένωση

    Δυστυχῶς ἡ ἄσχημη πολιτική κατάσταση ὁδήγησε τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο σέ ὑπερβάσεις τῆς ἐξουσίας του. Αὐτοβούλως δήλωσε ὑποταγή τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας στόν πάπα καί πίεζε τόν Πατριάρχη καί τούς ἐπισκόπους νά ἀναγνωρίσουν τήν πίστη τῶν Λατίνων ὡς ὀρθή. Φθάνουμε ἔτσι στήν Σύνοδο τοῦ Λουγδούνου (1274) ὅπου ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος ἐξέλεξε καί ἀπέστειλε μόνος του ὄχι μόνο τήν πολιτική ἀλλά καί τήν ἐκκλησιαστική ἀντιπροσωπεία. Στήν σύνοδο αὐτή ἀποφασίστηκε ἡ ψευδοένωση τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία ἀποδέχτηκε τήν πλήρη ὑποταγή στόν πάπα καί τήν προσθήκη στό Σύμβολο.

 Τά δεινά τῶν ὀρθοδόξων

    Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ἀντιπροσωπεία στήν Κων/πολη ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τήν ψευδοένωση. Ὁ αὐτοκράτορας τόν ἀντικατέστησε καί στόν θρόνο ἀνέβασε τόν Ἰωάννη Βέκκο, πρώην χαρτοφύλακά του. Ὁ Βέκκος στηριζόμενος σέ κάποια ἀποσπασμένα χωρία τῆς διδασκαλίας τῶν πατέρων ἀποδεχόταν τό filioque ὡς ἁπλή λεκτική διαφορά. Ἔλεγε ὅτι ἀντί τοῦ «διά», πού χρησιμοποιοῦν οἱ πατέρες, οἱ Λατῖνοι ἔχουν τό «ἐκ»! Τό φοβερώτερο γεγονός αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι οἱ διωγμοί πού, μέ τήν παρότρυνση τοῦ πάπα, ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτορας ἐναντίον ὅσων δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Χαρακτηριστικά σχολιάζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Κατά τούς δέκα μεγάλους διωγμούς τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἐθνικοί Αὐτοκράτορες ἦσαν πολύ μετριώτεροι ἐν ταῖς ἀπαιτήσεσιν αὑτῶν, αἱ δέ ἀπειλαί αὐτῶν ἐξεδίδοντο οὐχί κατά κράτους καί ἔθνους ὁλοκλήρου μή ὑποτεταγμένου αὐτοῖς, ἀλλά κατά ὑπηκόων μή δεχομένων τήν θρησκείαν τοῦ κράτους τήν ἀνεγνωρισμένην, καί σεβομένων θρησκείαν μή ἀνεγνωρισμένην, διαβεβλημένην· ὥστε ὁ διωγμός οὗτος ὁ διαταχθείς ὑπό τοῦ Πάπα, τοῦ Χριστιανοῦ τούτου Ρωμαίου Αὐτοκράτορος, ἦτο καί μείζων, καί ἀδικώτατος, καί ἀδικαιολόγητος» (βλ. σελ. 130).

    Ἡ γενική ἀκαταστασία καί ὁ διχασμός κατέπαυσαν, ὅταν ὁ διάδοχος τοῦ Μιχαήλ, Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος (1282-1328), ἀνέλαβε τόν αὐτοκρατορικό θρόνο καί ἀποκατέστησε τόν πατριάρχη Ἰωσήφ.  

Ἀπαιτεῖται Οἰκουμενική Σύνοδος

    Ἀφοῦ κατευνάστηκαν τά πάθη καί τά πνεύματα ἠρέμησαν, ἄρχισαν καί πάλι οἱ διαπραγματεύσεις Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Τόν 14ο αἰ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός στρέφει τά πράγματα σέ σωστό δρόμο. Μέ εἰλικρίνεια διαμηνύει στόν πάπα: «οὐδέ αὐτός οἴομαι πεισθήσεσθαί ποτε πρίν οἰκουμενικήν σύνοδον ἀθροισθεῖσαν τό δοκοῦν ἀσφαλές ἀποφήνασθαι περί τήν πίστιν» (βλ. σελ. 168-171). Καί ὁ μέν πάπας Κλήμης Στ΄ ἀποδέχθηκε τήν πρόταση γιά σύγκληση οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ συνθῆκες ὅμως δέν τήν εὐόδωσαν.

    Μέ συνεχεῖς ἀποτυχημένες –λόγῳ συνθηκῶν, ἤ λόγῳ τῆς ἀδιαλλαξίας τῶν παπῶν- προσπάθειες φθάνουμε στόν 15ο αἰ., στήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου καί τοῦ πάπα Εὐγενίου Δ΄. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τους θά γίνει ἡ τελευταία, πρίν τήν ἅλωση τῆς Κων/λεως, προσπάθεια γιά τήν ἕνωση. Εἶχε κι αὐτή, ὅπως ὅλες οἱ τελευταῖες κινήσεις, πολιτικά κίνητρα, καθώς ὁ φόβος τῶν Τούρκων συσφίγγει ὄχι μόνο τήν καρδιά τοῦ αὐτοκράτορα ἀλλά καί τά τείχη τῆς Πόλεως.

    Ὅταν ἡ αὐτοκρατορική πρεσβεία ἔφθανε στήν Δύση, μεταφέροντας τήν συγκατάθεση τοῦ αὐτοκράτορα -καί ὄχι τοῦ πατριάρχη καί τῶν ἐπισκόπων πού διαφωνοῦσαν- νά συγκληθεῖ Σύνοδος σέ ἔδαφος τῆς λατινικῆς ἐπικράτειας, τά πράγματα γιά τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ δέν ἦταν καθόλου εὐνοϊκά.

Ἡ Δύση πρίν ἀπό τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας

    Ὁ 15ος αἰ. ἀποτελεῖ γιά τήν Δύση τήν ἀρχή μίας νέας ἐποχῆς. Τίθεται ὑπό ἀμφισβήτηση τόσο τό παπικό ἀξίωμα, πού εἶχε καταντήσει νά τό διεκδικοῦν ταυτόχρονα τρεῖς πάπες καί ἀντίπαπες, ὅσο καί οἱ ὑπερεξουσίες. Ἤδη τό 1409 ἡ Λατινική Σύνοδος τῆς Πίζας ἔπαυσε τήν μοναρχία τοῦ πάπα καί τόν κατέστησε ὑπόλογο στήν Σύνοδο καί στίς ἀποφάσεις της. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο προσπάθησε ὁ δυτικός χριστιανικός κόσμος, κλῆρος καί λαός, νά ἀποκαταστήσει τήν τάξη στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση.

    Τό πνεῦμα τῆς Συνόδου τῆς Πίζας ἐξέφραζε καί ἡ ἐν Κωνσταντίᾳ Λατινική Σύνοδος ἡ ὁποία, παρά τίς προσπάθειες ματαίωσής της ἀπό τήν παπική ἕδρα, συγκλήθηκε τό 1414. Ὁ ἱστορικός Fleury ὁμολογεῖ ὅτι: «Ἡ Σύνοδος αὕτη ὡς καί πᾶσαι αἱ ἀκόλουθοι ἔδειξεν ὅτι ἐπί τέλους ἡ Δυτική Ἐκκλησία ᾐσθάνθη τήν ἀνάγκην τῆς Συνοδικῆς διοικήσεως, ἀντί τῆς Παπικῆς μονοκρατορίας, ἥτις παρέσυρεν αὐτήν εἰς πολλάς ἀταξίας, ἐξ ὧν δέν ἠδύνατο νά ἐξέλθῃ οὔτε τῇ βοηθείᾳ τῶν Συνοδικῶν ὁρισμῶν, διότι πολλαί συνήθειαι καί γνῶμαι ἐρριζώθησαν βαθέως προϊόντος τοῦ χρόνου». Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντίας ἀποφάσισε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Ἡ Σύνοδος κέκτηται τήν ἑαυτῆς δύναμιν ἀμέσως ἀπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πᾶς ἄνθρωπος οἰουδήποτε ἀξιώματος καί αὐτοῦ τοῦ παπικοῦ ὀφείλει νά ὑπακούῃ αὐτῇ ἐν πᾶσι τοῖς ἀφορῶσι τήν πίστιν, τήν ἐκρίζωσιν τοῦ σχίσματος καί τήν ἀναμόρφωσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ ἀρχηγῷ καί τοῖς μέλεσιν αὐτοῦ». «Πόσον διάφορος», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου τῆς ἀνακηρυξάσης τόν Πάπαν ἀλάθητον κατά τό 1870! πόσον μεταβάλλονται τά φρονήματα τοῦ Δυτικοῦ κλήρου! πόσον διάφορον φρόνημα εἶχον οἱ ἐν Κωνσταντίᾳ συνελθόντες ἀρχηγοί τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἄκρου αὐτῶν ἀρχιερέως! ... Καί ἐνῷ ἅπασα ἡ Δυτική Ἐκκλησία μέχρι τοῦ 1414 ἐθεώρει τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους ἱσταμένας ὑπεράνω τοῦ Παπικοῦ ἀξιώματος, ἤδη ζητοῦσι νά πείσωσιν ἡμᾶς», συνεχίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀνώτερος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν· καί ἐνῷ τότε ἐφρόνουν ὅτι ὁ Πάπας δύναται νά ἁμαρτάνῃ καί νά ἐπιτιμᾶται καί καταδιώκεται ὡς σχισματικός καί αἱρετικός, ἤδη κηρύσσεται ἀλάθητος, ἀδιάπταιστος, τό δέ θαυμασιώτερον ὅτι ζητοῦσι νά πείσωσι καί ἡμᾶς τούς μή μεταβαλόντας γνώμην, ἀλλ’ ἐμμένοντας πιστούς εἰς τό κοινόν ἄλλοτε φρόνημα!» (βλ. σελ. 175-178).

    Παρόμοια πρός τίς δύο προηγούμενες ἐκφράσθηκε καί ἡ ἐν Βασιλείᾳ Λατινική Σύνοδος, γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐκτιμᾶ: «Ἡ ἐν Βασιλείᾳ Σύνοδος ἐφρόνει ὀρθῶς καί δικαίως ἐμερίμνα περί τῆς δυνάμεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί δικαίως ἐφοβεῖτο τά κακά ἀποτελέσματα τῆς συγκεντρώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς δυνάμεως εἰς ἕνα μόνον πρόσωπον, ἐδικαίωσεν αὐτήν ὁ χρόνος καί τά ἐπελθόντα μεγάλα ρήγματα ἐν τῇ Δυτικῇ Ἐκκλησίᾳ» (βλ. σελ. 198).

    Ὁ πάπας Εὐγένιος Δ΄ δυσαρεστημένος ἀπό τίς ὑπερεξουσίες τῆς Συνόδου ἀρνήθηκε νά παρευρεθεῖ ὁ ἴδιος στήν Βασιλεία καί μέ κάθε τρόπο ἐξέφραζε τήν ἀντίθεσή του στίς ἀποφάσεις της. Ἡ ρήξη του μέ τήν Σύνοδο κορυφώθηκε ὅταν τέθηκε τό θέμα ποῦ θά γίνει ἡ Σύνοδος μέ τούς Ἀνατολικούς γιά νά συζητηθεῖ ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Στήν Βασιλεία ἦταν ἤδη συγκεντρωμένοι οἱ δυτικοί ἐπίσκοποι ἀλλά ὁ πάπας ἐπέμενε γιά μία περιοχή στή σφαῖρα τῆς δικῆς του ἐπιρροῆς. Κάλεσε λοιπόν τούς περί αὐτῶν στήν Φερράρα καί εἰδοποίησε τούς ἐκπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη νά παρουσιαστοῦν ἐκεῖ. Ἡ Σύνοδος τῆς Βασιλείας τότε ἔθεσε σέ ἀργία τόν πάπα Εὐγένιο Δ΄ γιά τίς αὐθαίρετες κινήσεις του καί τόν ἀπείλησε μέ καθαίρεση. Ὅταν λοιπόν ἔφθασε στήν Δύση ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἀνατολῆς, δύο Σύνοδοι τῶν Λατίνων διεξήγαγαν μεταξύ τους σφοδρό πόλεμο ἀφορισμῶν, καθαιρέσεων καί ἀπαγορεύσεων.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος