Σμίλεψαν τή λευτεριά

  Μ᾿ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη ὑποκλίνεται ἰδιαίτερα τοῦτο τό μήνα ἡ καρδιά μας στούς ἥρωες καί ἡρωίδες προγόνους μας, πού «σάν ἴσκιοι μεγαλόκορμοι κι ἀπείραχτοι ἀπ᾿ τά χρόνια, φέρνουνε μᾶς τ᾿ ἀγγόνια στό δρόμο τῆς τιμῆς». Τήν 25η Μαρτίου 1821 ξεπήδησε ἡ ἑλληνική φυλή μέσα ἀπό τή στάχτη καί μέ ἀγῶνες ἀνυπέρβλητους καί θυσίες λαμπρές γίνηκε τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας.
   Σάν βροντοῦν οἱ κλαγγές τῶν ὅπλων στό Μωριά, δέν ἀργεῖ νά φουντώσει στό βορρᾶ ἡ ἐπανάσταση τῆς Χαλκιδικῆς. Τήν ἑτοίμαζε μ᾿ ὅλο τό πύρωμα τῆς ψυχῆς του ὁ μεγαλέμπορος καί τραπεζίτης ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς ἀπό τή Δοβίστα Σερρῶν, πού σήμερα «τιμῆς ἕνεκεν» φέρνει τό ὄνομά του. Δίπλα στόν πλούσιο Μακεδόνα, πού μέ τό ἐπιχειρησιακό του πνεῦμα εἶχε τράπεζες στή Βιέννη, Κων/πολη καί Σέρρες, στέκεται ἀρχόντισσα ἐκλεκτή, ἡ ἄξια σύζυγός του Φαίδρα. Στολίδι καί χαρά τῆς φαμελιᾶς τά δώδεκα παιδιά τους, ἐννιά ἀγόρια καί τρία κορίτσια. Θά μποροῦσε ἡ ζωή τῆς οἰκογένειας Παπᾶ, πού κολυμποῦσε μές στό ἄφθονο χρῆμα, νά κυλήσει ἀκόμη καί στά πικρά αὐτά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς γαλήνια καί εὐτυχισμένα. Κι ὅμως τό ὅραμα τῆς λευτεριᾶς καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους δέν δίνουν περιθώρια γιά τέτοιες ἄκαιρες ἀπολαύσεις.
   Θυσιάζει ὁ ἰσχυρός ἄρχοντας τήν οἰκογενειακή θαλπωρή καί ρίχνεται στήν περιπέτεια τῆς πατρίδος. ᾿Από τά ταμεῖα τῶν τραπεζῶν του ρέει ὁ πακτωλός γιά τίς ἀνάγκες τοῦ ᾿Αγώνα. Στ᾿ ἀλήθεια, πῶς τολμοῦν μερικοί νά χαρακτηρίζουν τήν ῾Ελληνική ᾿Επανάσταση πάλη ταξική, ὅταν μόνον ὁ ᾿Εμμανουήλ Παπᾶς προσφέρει στό βωμό τῆς πατρίδας περιουσία ἀμύθητη, 300.000 τάλληρα δίστηλα; Καί μαζί μέ τά χρηματικά ποσά δίδει καί ὑλικό ἔμψυχο, αἷμα ἀκριβό, τά τέσσερα μεγαλύτερα παλληκάρια του. Στήν ἐξέγερση τῆς Χαλκιδικῆς δίνουν τό παρόν.
   ῞Οταν ὅμως τό κίνημα τελικά βάφεται στό αἷμα, ἐπειδή ὁ Γιουσούφ μπέης δέχεται σημαντικές ἐνισχύσεις, στέλνει γιά στερνή φορά τίς ὑποθῆκες του στήν ἀγαπημένη του Φαίδρα, πού φορτώθηκε εὐθῦνες βαριές· "Κράτα γερά, καλή μου. ῾Ο ᾿Αγώνας δέν χάθηκε. Θά συνεχισθεῖ. ᾿Αναχωροῦμε μέ τό καράβι τοῦ Βισβίζη γιά τήν ῞Υδρα. Μᾶς περιμένουν τά ἀδέλφια ἐκεῖ, νά ἀγωνιστοῦμε μαζί τους. ῎Εχω μαζί μου τά τέσσερα μεγαλύτερα βλαστάρια μας. Νά εἶσαι περήφανη γιά τούς γυιούς μας. Νά προσεύχεσαι καί νά μᾶς περιμένεις...".
   Εἶναι τό κύκνειο ἆσμα του. Μές στό καράβι ἐκπνέει ὁ ἀρχηγός τῆς Μακεδονικῆς ᾿Επαναστάσεως τοῦ 1821, πού ἐπί ἑπτά μῆνες ἔδωσε μάχες σκληρές μέ τόν κατακτητή. Κλαίει ἡ ῞Υδρα τόν ἥρωα, τόν τιμᾶ ὅπως τοῦ πρέπει καί τόν δέχεται στά σπλάγχνα της.
   ῎Εφυγε τό ἀντιστύλι τοῦ σπιτιοῦ καί ἄφησε πίσω του τήν "Κυρά καί ᾿Αφέντρα", τή σύζυγό του, νά σηκώνει τό σταυρό τῆς χηρείας, νά λειώνει ἀπό ἀγωνία γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν της καί νά ὑπομένει ἀτέλειωτους ἐξευτελισμούς καί μαρτύρια. Πάνω της ὁ ᾿Αγαρηνός θά ξεβράσει ὅλη τή μανία καί τό μῖσος πού ἔτρεφε γιά τόν ἄνδρα της.
   Τί κι ἄν τῆς καῖνε τό ἀρχοντικό της καί τῆς ἁρπάζουν τά φλουριά της, τί κι ἄν τήν ρίχνουν στή φυλακή καί τήν τυραννοῦν, ἡ Φαίδρα στέκεται ἀγέρωχη στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τῶν στιγμῶν. Πῶς ὅμως νά πνίξει μέσα της τό μητρικό φίλτρο, πῶς νά συμβιβαστεῖ τό λογικό της μέ τή σκληρή καθημερινή εἰκόνα, νά βλέπει μές στίς ὑγρές φυλακές καί τά σκοτεινά μπουντρούμια τά τρία κοριτσάκια της, τήν ῾Ελένη, τή Νεράντζω, τή Θεονύμφη, καί τό τρυφερό βλαστάρι της, τόν Κωνσταντῖνο, νά φυτοζωοῦν, νά μαστιγώνονται, νά ζεματίζονται μέ λάδι ἤ πυρακτωμένα σίδερα; Κι ἀκόμη, ποιός θ᾿ ἀνταποκριθεῖ στίς καυτές ἀνησυχίες της καί θά τήν πληροφορήσει ἄν ζοῦν ἤ ἄν σκοτώθηκαν τά μεγαλύτερα παλληκάρια της πού μάχονται στή νότια ῾Ελλάδα; ᾿Ανάσα καί "φίλημα ζωῆς" εἶναι στήν ἡρωΐδα μάνα οἱ ἐπισκέψεις καί τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον τοῦ μητροπολίτη Χρύσανθου. Πόσα τοῦ χρωστᾶ! ῾Η εὐγνώμονη καρδιά της πῶς ν᾿ ἀνταποδώσει τίς εὐεργεσίες πού δέχεται; Χάρις στή δική του μεσολάβησι ἀποσοβεῖται τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα καί μετατρέπεται ἡ θανατική ποινή σέ δεσμά ἰσόβια. Κι ὅταν τό 1826 γίνεται Πατριάρχης, δέν λησμονεῖ τή μαρτυρική οἰκογένεια πού πέντε χρόνια τώρα σαπίζει στίς φυλακές. ῾Η ποινή μειώνεται σέ κατ᾿ οἶκον περιορισμό, ὥσπου τό 1833 ἡ Φαίδρα καί τά τέσσερα παιδιά της ἀναπνέουν τόν μυριοπόθητο ἀγέρα τῆς λευτεριᾶς.
   Μέ τίς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς σπασμένες, βγαίνει ἡ μάνα νά ψάξει τούς λεβέντες της καί νά συναρμολογήσει τή σκορπισμένη φαμελιά της. Καί τούς βρίσκει, μέ δάφνης κλωνάρια στεφανωμένους, νά πατοῦν τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πατέρα τους. ᾿Αντικρύζει τόν ᾿Αλέξανδρό της σκοτωμένο στό Μεσολόγγι, τόν ᾿Αθανάσιό της ἀποκεφαλισμένο στή Χαλκίδα, τόν ᾿Ιωάννη της ξεψυχισμένο στό Μανιάκι, τόν Δημήτρη της ἀπαγχονισμένο στό Νεόκαστρο, τόν Γιῶργο της ἐπίσης κρεμασμένο, τόν Νικόλα της σκοτωμένο στό Καματερό. Μόνο τόν ᾿Αναστάσιό της, πού πολέμησε στή Μολδαβία, τόν βρίσκει ζωντανό στήν Πάτρα. ῞Οσο γιά τόν ᾿Αριστείδη της κανείς δέν τῆς εἶπε ποῦ βρίσκεται.
   Στό ἐθνικό προσκλητήριο τόσα παλληκάρια ξεπήδησαν ἀπό μιά μόνο ρίζα. Ποιά ὅμως μάνα τά γαλούχησε καί τί παράδειγμα ζωντανό ἄφησε πίσω ὁ πατέρας, γιά ν᾿ ἀναδειχτοῦν αὐτοί οἱ πολεμιστές σέ ἥρωες;


Μαρία Ἀλ. Γούδα

Φιλόλογος - Θεολόγος