Δύο βαρυσήμαντα λησμονημένα ὀνόματα

26 ᾿Οκτωβρίου 1912. «᾿Εδῶ ἡ δόξα σταματᾶ καί ξαποσταίνει ἡ νίκη. ᾿Αρχόντισσα, βυζαντινή κυρά, Θεσσαλονίκη». ῾Η πόλη τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου ξανασαίνει. Σπάζει ἐπιτέλους τίς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς, πού ἀπό τό 1430 μ.Χ. ἔπεφταν βαρειές πάνω της καί τήν καταδυνάστευαν.

26 ᾿Οκτωβρίου 2009.
῞Ενα ἐγκώμιο θέλω νά πλέξω σ᾿ αὐτούς τούς ἀφανεῖς ἥρωες, στόν ἕλληνα λοχαγό ᾿Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη καί στόν ἕλληνα γιατρό Φίλιππο Νίκογλου. ῞Ενα φόρο τιμῆς θέλω νά ἀποδώσω σ᾿ αὐτούς τούς ἀνύσταχτους ἀγωνιστές. Τό μύρο τῆς εὐγνωμοσύνης μου θέλω νά ξεχύσω σ᾿ αὐτούς τούς φίλτατους εὐεργέτες μου. 
 Στά πλαίσια τῆς συμμαχίας μέ τούς Βουλγάρους, ὁ Σουλιώτης τοποθετεῖται ἀπό τήν ἑλληνική πρεσβεία στή Σόφια στρατιωτικός σύνδεσμος στήν 7η βουλγαρική μεραρχία. ᾿Αρχίζει νά ἔχει ἄσχημα προαισθήματα, καθώς παρατηρεῖ στίς 22 ᾿Οκτωβρίου 1912 γρήγορες κινήσεις τῶν βουλγαρικῶν τμημάτων στήν ῎Ανω Τζουμαγιά. Ρωτᾶ νά μάθει τά σχέδιά τους, μά κανείς δέν τοῦ λύνει τίς ἀπορίες. Γιά καλή του τύχη ἀνταμώνει τόν γιατρό Φίλιππο Νίκογλου, πού ὑπηρετεῖ στό χειρουργεῖο τῆς 7ης βουλγαρικῆς μεραρχίας. Δίχως χρονοτριβή ὁ γιατρός τοῦ ἐκμυστηρεύεται πικρά μαντάτα. Καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ἀπό τόν βουλγαρικό στρατό νά καταλάβει πρῶτος αὐτός τίς μακεδονικές πόλεις καί προπάντων τή Θεσσαλονίκη. Σπεύδει νά προλάβει πρίν οἱ ῞Ελληνες τούς τσακίσουν τά ὄνειρά τους. ῎Ηδη ἔχει ἑτοιμαστεῖ καί ἡ βασιλική ἅμαξα γιά τήν ἐπίσημη εἴσοδο τοῦ διαδόχου τῆς Βουλγαρίας στή Θεσσαλονίκη.
 ᾿Από τούς δύο αὐτούς ἄνδρες κρέμεται τό μέλλον τοῦ τόπου μας. Κάτω ἀπό τή μύτη τῶν Βουλγάρων ἄραγε τί θά σοφιστοῦν, γιά νά ἀλλάξουν «τόν ροῦν τῆς ἱστορίας»; Βαρειά πέφτει πάνω τους ἡ εὐθύνη, τό χρέος. ῾Ο Σουλιώτης σκέφτεται νά τηλεγραφήσει τίς σημαντικές πληροφορίες κρυπτογραφημένες στήν ἑλληνική πρεσβεία στή Σόφια. ᾿Αλλ᾿ ὁ φόβος τῆς βουλγαρικῆς λογοκρισίας τόν σταματᾶ. Εἶναι ὅμως ἀδήριτη ἀνάγκη νά ἐνεργήσει ταχύτατα καί διακριτικά. Τούτη τήν ὥρα προέχει ἡ πατρίδα. Κάτι πρέπει νά κάνει γιά τή σωτηρία της. Καί νά τί σκαρφίζεται! Προσποιεῖται τόν ἄρρωστο. ῾Ο γιατρός Νίκογλου διαβεβαιώνει τήν ἀρρώστια του, συστήνοντας τή μεταφορά του στή Σόφια. Εὐτυχῶς ἀπό τούς ἐχθρούς δέν συναντοῦν κανένα ἐμπόδιο. Πῶς νά μήν καμαρώσω τόν Σουλιώτη, πῶς νά μή ζηλέψω τή λεβεντιά του, τά παρακινδυνευμένα του τολμήματα, πού βάζει φτερά στά πόδια του, σκαρφαλώνει τίς χιονισμένες βουνοκορφές, γιά νά προλάβει τό πρῶτο τραῖνο γιά τή Σόφια! ᾿Επείγεται νά ξεφορτωθεῖ τό βαρύ μυστικό πού κουβαλᾶ. ῾Η Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ δέν πρέπει νά γίνει λεία τῶν Βουλγάρων. Τό ποθούμενο πραγματοποιεῖται. Συναντιέται μέ τόν ἕλληνα πρεσβευτή καί τόν ἐνημερώνει πάραυτα. Οἱ πληροφορίες στέλνονται κρυπτογραφημένες στό ὑπουργεῖο ᾿Εξωτερικῶν τῆς ῾Ελλάδος καί ὁ τότε ὑπουργός Λάμπρος Κορομηλᾶς πληροφορεῖ τόν πρωθυπουργό ᾿Ελευθέριο Βενιζέλο. Αὐτός ἐπειγόντως διατάσσει τόν ἀρχιστράτηγο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, διάδοχο Κωνσταντίνο, νά καταλάβει τό ταχύτερο τή Θεσσαλονίκη. Στό τρελό κυνηγητό πού γίνεται, προλαβαίνουν πρῶτοι οἱ ῞Ελληνες καί πατοῦν τήν πόλη τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, τήν ἅγια μέρα τῆς μνήμης του. Νά, ποιοί κρύβονται στά παρασκήνια, πίσω ἀπό τόν Βενιζέλο, κι εἶναι οἱ ἀφανεῖς πρωτεργάτες τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Θεσσαλονίκης!

 Ποιός παλμογράφος μπορεῖ νά καταγράψει τά σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς τῶν δύο ἀνδρῶν, σάν βλέπουν οἱ κόποι τους νά καρπίζουν! ῎Ονειρο ἄπιαστο· ὕστερα ἀπό 482 χρόνια ἡ Θεσσαλονίκη ντύνεται τή γαλανόλευκη! Οἱ ὀρθόδοξοι ναοί της ξαναλειτουργοῦν! Μά ἡ ζωή τοῦ Νίκογλου κινδυνεύει. ῞Ενας βούλγαρος φίλος του γιατρός τοῦ ἀνακοινώνει πώς οἱ Βούλγαροι τόν ἔχουν καταδικάσει σέ θάνατο, «καθόσον ἀνακοινώσας τήν πορείαν τῶν βουλγαρικῶν στρατευμάτων ἐκρίθη ὑπαίτιος τῆς ἀπωλείας τῆς Θεσσαλονίκης». Δέν θά τούς δώσει ὅμως τή χαρά τῆς ἐκδίκησης, γιατί καταφέρνει νά διαφύγει στήν ᾿Αθήνα. ᾿Εκεῖ τιμές καί δόξες τόν περιμένουν. Παρασημοφορεῖται γιά τήν ἀπροσμέτρητη προσφορά του. Κι ἡ Θεσσαλονίκη τόν τιμᾶ ἐπάξια. Γιά νά μείνει ἡ μνήμη του ζωντανή, μετονομάζει τήν ὁδό ᾿Ανακτόρων σέ ὁδό Φιλίππου Νίκογλου.
 Κάθε 26 ᾿Οκτωβρίου ἀνάβω ἁγιοκέρι εὐχαριστίας στή μνήμη σας, ᾿Αθανάσιε Σουλιώτη καί Φίλιππε Νίκογλου. Σιγοκαίει γιά σᾶς καντήλι εὐγνωμοσύνης στό κενοτάφιο τῆς καρδιᾶς μου, γιατί ρίξατε τόν ἑαυτό σας στήν περιπέτεια, ἀδιαφορήσατε γιά τήν κοινωνική σας θέση, γιά νά ὑπηρετήσετε τό ἐθνικό συμφέρον, τό μεγάλο ἰδανικό, τήν πατρίδα. Κι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί σας, τέτοια μέρα σᾶς δαφνοστεφανώνουμε καί κρατοῦμε παρακαταθήκη πολύτιμη τό μήνυμα πού μᾶς ἀφήσατε μέ τή ζωή σας· «Τήν ἱστορία δέν τή γράφουν οἱ μάζες, οἱ μεγάλοι ἀριθμοί, ἀλλά οἱ φλογερές καρδιές».

Μαρία Ἀλ. Γούδα
Φιλόλογος-Θεολόγος