Οἱ δύο μαθητές ἀναχώρησαν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα τήν ἴδια τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, δηλαδή τό πρωί τῆς Κυριακῆς, μόλις πληροφορήθηκαν ὅτι τό μνῆμα τοῦ Διδασκάλου τους βρέθηκε κενό. Ὑπέθεσαν ἴσως ὅτι κάποια παγίδα τούς ἔστησαν οἱ σταυρωτές Του, γιά νά τούς συλλάβουν καί νά τούς ἐξοντώσουν· γι’ αὐτό σπεύδουν νά ἀπομακρυνθοῦν. Θλιμμένοι καί ἀπελπισμένοι, ἐντελῶς ἀμέτοχοι στήν χαρά τῶν μυροφόρων, πού βεβαίωναν ὅτι εἶδαν τόν Ἀναστημένο, ἐπιστρέφουν προφανῶς στό χωριό τους, ἀπό ὅπου εἶχαν ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα.
Καθώς οἱ δύο προχωροῦν, τούς πλησιάζει ὁ Ἰησοῦς σάν ἕνας ἄγνωστος συνοδοιπόρος. Ἐκεῖνοι, ἀφοσιωμένοι στήν συζήτηση, δέν ἀντιλήφθηκαν τήν παρουσία τοῦ Ξένου, παρά μόνο ὅταν βάδιζε πλέον δίπλα τους. Δέν τόν ἀναγνώρισαν. Ὁ Κύριος μπῆκε στήν συντροφιά τους ἀπρόσμενα, ἀλλά δέν δυσκολεύτηκε νά τούς προσεγγίσει. Δέν ἀδιαφορεῖ γιά τήν θλίψη τους. Μέ συμπάθεια παρακολούθησε ἀπό τήν ἀρχή τήν συζήτησή τους. Μέ περισσή ἀγάπη ἀντικρύζει τά σκυθρωπά πρόσωπά τους, πού προδίδουν τήν στενοχώρια τῆς καρδιᾶς τους. Στοργικά τούς πλησιάζει, γιά νά ρίξει φῶς στό σκοτάδι τους, νά διαλύσει τήν θλίψη τους, νά χύσει βάλσαμο παρηγοριᾶς καί ἐλπίδας στήν καρδιά τους.
Ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ Ἄγνωστος ἀγνοεῖ τά γεγονότα τῶν ἡμερῶν ἐκπλήσσει τούς μαθητές καί εὐγενικά τόν ἐπι τιμοῦν· εἶναι ὁ μόνος πού ζῆ στά Ἰεροσόλυμα καί δέν ἀντιλήφθηκε τί συνέβη! Ἔτσι νομίζουν. Στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ μόνος πού ἔζησε ὅλο τό δρᾶμα τῶν ἡμερῶν, πού ξέρει πραγματικά τί συνέβη καί ποιές εἶναι οἱ διαστάσεις τῶν κοσμοϊστορικῶν αὐτῶν γεγονότων. Πόσες φορές ἐκδηλώνουμε παρόμοια συμπεριφορά, ὅταν κάτω ἀπό τό βάρος ποικίλων θλίψεων στρεφόμαστε μέ παράπονο στόν Κύριο, καταλογίζοντάς Του ἄγνοια ἤ ἀδιαφορία γιά τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζουμε! Στήν πραγματικότητα, Αὐτός γνωρίζει καλύτερα ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους τά θέματά μας καί συμμετέχει πάντοτε στήν δοκιμασία μας.
Οἱ δύο μαθητές εἶχαν πιστεύσει ὅτι ὁ Διδάσκαλός τους εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτής πού περίμεναν ὅτι θά ἐλευθερώσει τόν Ἰσραήλ ἀπό τήν ρωμαϊκή κυριαρχία. Τελικά ὅμως διαψεύσθηκαν, ἀφοῦ Τόν εἶδαν νά πεθαίνει μέ τόν πιό ἀτιμωτικό θάνατο. Ἀπελπισμένοι ἐπισημαίνουν ὅτι περνοῦν οἱ ἡμέρες καί ἡ ἀπόγνωσή τους γίνεται μονιμώτερη, διότι μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ ὑπόθεση τοῦ Ἰησοῦ θά γίνεται ὅλο καί πιό ἀπόμακρη, μέχρι νά σβήσει ἐντελῶς μέσα στήν λήθη.
Ὡς τέλειος παιδαγωγός ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἄκουσε πρῶτα τούς συνομιλητές του μέ ὑπομονή καί καρτερία, παίρνει τόν λόγο καί μάλιστα τούς μιλᾶ ἐλεγκτικά. Θέλει νά τούς ταρακουνήσει, νά τούς βγάλει ἀπό τό ἐπικίνδυνο τέλμα τῆς θλίψης καί νά διεγείρει τήν προσοχή τους σέ ὅσα θά τούς πεῖ. Τούς ἐπιτιμᾶ, διότι δέν κατανοοῦν ὅσα προφήτευσαν γιά τόν Μεσσία οἱ προφῆτες. Ἐλέγχει τήν ἀδυναμία τοῦ νοῦ τους, πού δέν κατανοεῖ, καί τήν νωθρότητα τῆς καρδιᾶς τους, πού δέν πιστεύει. Ὁ ἔλεγχος καταλήγει στήν διαφώτιση τῶν συνοδοιπόρων. Τούς δείχνει ὅτι ταῦτα, τά πα θήματα τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὁ καθορισμένος δρόμος γιά τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἤδη ἄρχισε νά φανερώνεται μέ τά φοβερά γεγονότα πού συνόδευαν τήν σταύρωσή του καί θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν Ἀνάσταση, τήν ἔνδοξη Ἀνάληψή του στούς οὐρανούς καί τήν Δευτέρα Παρουσία του. Ἔπρεπε νά ὑποφέρει τά παθήματα ὁ Χριστός, γιά νά φθάσει στήν δόξα. Αὐτό ἦταν τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὅσα, λοιπόν, θεωροῦσαν οἱ μαθητές θλιβερά, ὅσα διέψευσαν τίς ἐλπίδες τους, αὐτά ἀκριβῶς θά ἔπρεπε νά τούς βεβαιώσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀφοῦ στό δικό του πρόσωπο ἐκπληρώνονται κατά γράμμα οἱ προφητεῖες.
Ἡ συντροφιά τῶν τριῶν συνοδοιπόρων πλησιάζει πρός τόν οἰκισμό Ἐμμαούς· γιά ἐκεῖ εἶχαν ξεκινήσει οἱ δύο μαθητές. Ὁ Κύριος δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι θά συνεχίσει τήν πορεία του σάν ἕνας τυχαῖος ὁδοιπόρος κι ἀφήνει στούς δύο τήν πρωτο βουλία νά Τόν καλέσουν νά παραμείνει μαζί τους· θά ἔδειχναν ἔτσι ἄν πράγματι Τόν ἀγαποῦν. Κι ἐκεῖνοι, μέ τήν καρδιά γλυκασμένη ἀπό τήν συντροφιά τοῦ ἄγνωστου Συνοδοιπόρου, μέ τήν θλίψη μετριασμένη ἀπό τά λόγια του, νιώθουν νά φτερώνουν πάλι μέσα τους οἱ ἐλπίδες, νά ξαναζοῦν οἱ πόθοι. Αἰσθήματα χαρᾶς ξυπνοῦν στήν ψυχή τους. Αὐθόρμητα ζητοῦν ἀπό τόν Ξένο νά παραμείνει κοντά τους· μεῖνον μεθ’ ἡμῶν (Λκ 24,29)!
Στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο παραδίδονται πολλές σύντομες συγκινητικές προσευχές, ὅπως ἡ ὁμολογία τοῦ ἀσώτου· «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λκ 15,18), ἡ κατανυκτική ἱκεσία τοῦ τελώνου· «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), ἡ συντετριμμένη προσευχή τοῦ ληστῆ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42). Ἀλλά δέν εἶναι λιγώτερο συγκλονιστική ἡ παράκληση τῶν δύο μαθητῶν, πού ἐπίμονα Τόν παρακαλοῦν νά μείνει μαζί τους. Ἀπό τότε, ὅλοι ὅσοι θέλησαν νά κάνουν προσευχή τῆς καρδιᾶς τους τό αἴτημα «μεῖνον μεθ’ ἡμῶν», ἀπέκτησαν μία πρόσθετη μαρτυρία τῆς ἀναστάσεως· τήν προσωπική τους ἐμπειρία, τήν γεύση τῆς παρουσίας τοῦ ἀναστημένου Κυρίου στήν ζωή τους.
(Ἀπό τό βιβλίο: Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο τ. Γ΄, σελ. 366401)