Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος

a oioumeniki  Στή μεγάλη αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων μπῆκε ὁ Κωνσταντίνος μαζί μέ τή συνοδία του, πού δέν ἀποτελοῦνταν αὐτή τή φορά ἀπό τούς γνωστούς ὁπλίτες καί δορυφόρους, ἀλλά μόνο ἀπό πιστούς του φίλους. Ντυμένος τή λαμπρή χρυσοΰφαντη πορφύρα του, τή στολισμένη μέ τά πολύτιμα πετράδια, ἔμοιαζε, κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο, μέ οὐράνιο ἄγγελο. Ὁ τρόπος πού βάδιζε, οἱ κινήσεις καί τό βλέμμα του φανέρωναν τήν εὐλάβεια τῆς ψυχῆς του καί τόν θεῖο φόβο πού εἶχε φυτεύσει βαθιά μέσα του ἡ ἁγία του μητέρα.
  Κάθισε στόν μεγαλόπρεπο θρόνο του. Ὁ Εὐσέβιος Παμφίλου προσφώνησε τόν αὐτοκράτορα ἀναπέμποντας γι’ αὐτόν εὐχαριστήριο ὕμνο στόν Θεό. Ἀκολούθησε σιγή. Ὁ Κωνσταντίνος ἔπειτα πῆρε τό λόγο: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού βλέπω τή σύναξή σας αὐτή, σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς. Ξεπέρασε ὁ Κύριος κάθε προσδοκία μου, καθώς συγκέντρωσε στόν ἴδιο τόπο τόσους ἱερουργούς τῶν μυστηρίων του. Ἐπιθυμία μου εἶναι νά σᾶς δῶ ὁμόφρονες. Διότι θεωρῶ ὡς τό μεγαλύτερο κακό τίς διχοστασίες μέσα στήν Ἐκκλησία. Πολύ λυπήθηκε ἡ ψυχή μου, ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι ὑπάρχει διαμάχη ἀνάμεσα στούς λειτουργούς τοῦ Θεοῦ, στούς ἀγγελιοφόρους τῆς εἰρήνης. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σκέφτηκα νά συγκροτηθεῖ αὐτή ἡ ἱερή σύνοδος. Ὡς βασιλιάς καί σύνδουλός σας παρακαλῶ τόν Θεό νά μᾶς χαρίσει τή χάρη του, ὥστε τό τέλος νά εἶναι εἰρηνοφόρο. Ἄς μᾶς ἀξιώσει νά στήσουμε τό τρόπαιο αὐτό κατά τοῦ φθονεροῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος, μόλις καταλάγιασε ἡ θύελλα τῶν διωγμῶν, ξεσήκωσε ἐμφύλια ταραχή». Τέτοια περίπου εἶπε ὁ βασιλιάς στή λατινική γλώσσα, καί κάποιος δίπλα του διερμήνευε.
  Κλήθηκε, στή συνέχεια, ὁ Ἄρειος -ὁ ἱερέας πού διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του τό ρόλο τοῦ Ἰούδα- σέ ἀπολογία. Ψηλός καί σοβαρός, ἐπιβαλλόταν πάντοτε μέ τήν ἱεροπρεπῆ του παρουσία. Ὁ λόγος του, γεμάτος παλμό καί μουσικότητα, ἠλέκτριζε καί σαγήνευε τά πλήθη. Εἶχε ἤδη παρασύρει πολλούς ἀπό τούς κύκλους κυρίως τῶν ὑψηλῶν κοινωνικῶν στρωμάτων. Εἶχε κάνει ὀπαδούς του, ἐπίσης, πολλά ἀπό τά ταραχοποιά στοιχεῖα τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Κατόρθωσε ἀκόμη νά προσελκύσει καί ἑπτακόσιες παρθένες ἀφιερωμένες στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί πολλούς ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς!
  Δέν μπόρεσε, ὡστόσο, νά πλανέψει τήν ἱερή σύναξη τῶν Πατέρων. Αὐτοί ἔφεραν πάνω τους ὄχι μόνο τά σημάδια ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλά καί τά «στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γα 6, 17). Ἔφεραν στό ἴδιο τους τό σῶμα τά σημάδια ἀπό τά βασανιστήρια πού ὑπέμειναν κατά τόν τελευταῖο φοβερό διωγμό. Αὐτοί δέν ἄντεχαν ν’ ἀκοῦν τίς βλασφήμιες τοῦ Ἀρείου γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου· ὅτι δέν εἶναι Θεός ἀληθινός ἀλλά κτίσμα, καί «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν»...
  Ἡ ἀλήθεια, ἐξάλλου, καθαρή καί κρυστάλλινη ἔλαμψε κατά τή Σύνοδο. Διατυπώθηκε μέ ἀκρίβεια ἀπό τόν νεαρό διάκονο μέ τό μικρό ἀνάστημα καί τό μεγαλοφυές πνεῦμα, μέ τό ἀσκητικό σῶμα καί τήν πύρινη καρδιά. Ὁ Ἀθανάσιος μέ σοφία καί χάρη ἀντιπαρέθεσε στήν πομπώδη καί ἀόριστη φρασεολογία τοῦ Ἀρείου τόν θεόπνευστο λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς. Μίλησε μέ τόση σαφήνεια καί μέ τέτοια ψυχραιμία, ὥστε δέν ἔμεινε κανένα σημεῖο σκοτεινό. Μπροστά στά μάτια ὅλων ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ σωριάστηκε.
  «... ὁ δέ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Ὁ Ἄρειος ὅμως ἔμεινε ἀμετάπειστος. Ἡ Σύνοδος ἀναγκάστηκε νά τόν ἀναθεματίσει καί καταδίκασε ἐπίσημα τά συγγράμματά του. Προχώρησε, ἐπίσης, στή διατύπωση τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας».
  Τό «Σύμβολο τῆς Νικαίας» ἔγινε στή συνέχεια τό λάβαρο στούς ἀγῶνες τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Μά τοῦ στοίχισε πολύ ἀκριβά: συκοφαντίες, διώξεις, ἐξορίες... Γιά τήν ἑδραίωση τῆς ἀλήθειας ὑπέμεινε κινδύνους, ταλαιπωρίες, πίκρα καί πόνο. Ὑπερασπίστηκε, ὡστόσο, τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ ἄκαμπτο σθένος καί ἀμείωτο ζῆλο, ἀσυμβίβαστος σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στά δόγματα τῆς πίστεως! Καί κράτησε καί μᾶς παρέδωσε ἀλώβητη τήν Ὀρθοδοξία.
  Συμπληρωμένο ἀπό τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό «Σύμβολο τῆς Νικαίας» ἔμεινε στήν Ἐκκλησία ὡς τό «Σύμβολο τῆς πίστεως» ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων.

Β. Ἀντωνίου


Πηγές
Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 3,10-13· ΡG 20,1064-1069.
Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1,8-9· ΡG 67,60-100.
Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1,17-21· ΡG 67,912-924.