Ἡ μεγάλη λεία

Στό θλιβερό τόν τόπο τοῦ κρανίου
ἀνάμεσα σέ δυό πικρόχολες μορφές
σημεῖο ἀντιλεγόμενο ἡ μορφή Σου.   staurosi
Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές,
ντυμένος τήν τραχειά του ἀπελπισιά,
λόγια βλαστήμιας ξεστομίζει.
Κι ὁ ἄλλος ἀφουγκράζετ’ ἐρευνᾶ.
Τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἡ καρτερία…
πόνος μαζί καί μεγαλεῖο!...
«Δέν εἶσ’ ἀπ’ τό συνάφι μας Ἐσύ…
Τότε γιατί σέ σταύρωσαν; Γιατί;…».
Θαρρῶ πώς πρίν ἀπ’ τήν Πεντηκοστή
τοῦ Παρακλήτου ζῆ τήν πρώτη ἐπίσκεψη.
Κι ἔτσι ξεσπᾶ μέ τῆς ταπεινοσύνης τή φωνή:
«Στή βασιλεία Σου θυμήσου με.

Καινούργια ἐλπίδα μου,
ἀκένωτέ μου πλουτισμέ,
στή βασιλεία Σου θυμήσου με».

Ὁ ἕνας ἀπ’ τούς δυό ληστές
ἐκτίμησε τό θησαυρό.
Τ’ ἀχόρταστό του βλέμμα τώρα χόρτασε·
ἡ ἀσίγαστη ἐπιθυμία μόλις κόπασε·
τό ἀνελέητο κυνήγι τοῦ χρυσοῦ ἔλαβε τέλος.
Λίγο πρίν ἀπ’ τό τέλος πάνω στό σταυρό,
ἅρπαξε ὁ ληστής τόν οὐρανό.
                                              Κισσός