Μέ ἕνα "ἥμαρτον"; (Α΄)

Σοβαρά καί ἐνδιαφέροντα τά ἐρωτήματα πού διατυπώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἀναγνώστη μας γιά τό «μεγάλης σημασίας», ὅπως τό χαρακτηρίζει, ζήτημα τῆς ἱερᾶς ᾿Εξομολογήσεως. ᾿Ανταποκρινόμενοι στό αἴτημά του θά παραθέσουμε ἐδῶ τήν ἀπάντηση τῆς ᾿Εκκλησίας μας, μέ βάση τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων μας.
Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι «μέ μία ἐξομολόγηση», μέ «μικράν φωνήν», ὅπως γράφει ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τόν Κύριο, κέρδισε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. ᾿Αξιώθηκε ν᾿ ἀκούσει τή διαβεβαίωση τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ὅτι «σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λκ 23, 43). Καί τοῦτο, διότι, ὅπως σαφέστατα διατυπώνει ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, «τό αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α´᾿Ιω 1,7). Πότε ὅμως; «᾿Εάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν» -καί μόνο τότε- «πιστός ἐστι καί δίκαιος (ὁ Χριστός), ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας» (Α´ ᾿Ιω 1,9). Μόνο μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ (θ. Κοινωνία), ἀφοῦ ὁ ἁμαρτωλός ὁμολογεῖ (᾿Εξομολόγηση), συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.
῾Η ᾿Εξομολόγηση δέν εἶναι ἁπλά μία εὐσεβής πνευματική πράξη ἀλλά ἕνα ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, πού ἀντλεῖ τήν ἰσχύ του ἀπό τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Σοφά χαρακτηρίζεται ὡς «ἐπαναλαμβανόμενο βάπτισμα». Μ᾿ αὐτήν ὁ χριστιανός παίρνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, στίς ὁποῖες ἔπεσε μετά τό Βάπτισμά του καί τίς ὁποῖες ἐξομολογεῖται στόν πνευματικό. Βγαίνει, πράγματι, ἀπό τό ἐξομολογητήριο «λευκή περιστερά» ὁ ἐξομολογούμενος, ἐφόσον, βέβαια, ἔχει προσέλθει μέ πραγματική μετάνοια καί συντριβή.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά νά κατανοήσουμε κατόπιν τή σημασία τῆς μετάνοιας.
«῾Αμαρτάνω» σημαίνει πέφτω ἔξω ἀπό τό στόχο μου, σφάλλω. ῾Αμαρτία, λοιπόν, εἶναι τό σφάλμα, τό κακό, πού μᾶς βγάζει ἔξω ἀπό τήν παρουσία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ καταπάτηση τοῦ θείου νόμου, ἡ ἀνομία καί παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού βλάπτει τόν συνάνθρωπο ὡς ἀδικία καί διαφθείρει τόν ἑαυτό μας ὡς ἀκαθαρσία. Μέ κάθε μορφή της ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀποπροσανατολίζει ἀπό τόν αἰώνιο στόχο καί σκοπό, τή σωτηρία μας.
῎Αν ἔχουμε καταλάβει τή μοναδική ἀξία τῆς αἰώνιας κι ἀτίμητης ψυχῆς μας, ἄν συνειδητοποιήσαμε τί πάει νά πεῖ σωτηρία, αἰώνια δικαίωση, θά συμφωνήσουμε μέ τήν ἄποψη τῶν πατέρων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι τό πιό μεγάλο κακό, ἡ ρίζα καί ἡ πηγή κάθε κακοῦ καί συμφορᾶς. «῞Ολων τῶν κακῶν αἰτία εἶναι τά ἁμαρτήματα», γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. «᾿Εξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων δημιουργοῦνται λύπες καί ταραχές, πόλεμοι, ἀρρώστιες κι ὅλα τά δυσκολοθεράπευτα πάθη πού μᾶς βρίσκουν». ᾿Ακόμη κι ὁ θάνατος, τό πιό ἀνυπόφορο καί ἀναπότρεπτο κακό, ἔχει τήν ἀρχή του στήν ἁμαρτία. ῾Η ἁγία Γραφή μᾶς πληροφορεῖ ὅτι· «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρω 5,12), «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρω 6,23).
Κανένα φάρμακο, καμία ἀνακάλυψη σοφοῦ, κανένα κατόρθωμα ἁγίου δέν μπορεῖ νά καθαρίσει τή βρωμιά πού ἀφήνει στήν ψυχή ἡ ἁμαρτία, νά θεραπεύσει τήν πληγή πού αὐτή ἀνοίγει μέσα μας. ῾Η ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι δῶρο καί προσφορά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ἁμαρτωλό, πού μέ τή μετάνοιά του ζητᾶ αὐτό τό δῶρο.
Μετάνοια, ὅπως ἡ λέξη τό δηλώνει, σημαίνει μεταβολή τοῦ νοῦ, ἀλλαγή τῆς σκέψης, πού συνεπάγεται ἀλλαγή τοῦ δρόμου, τοῦ τρόπου ζωῆς, γι᾿ αὐτό καί πάντοτε ἡ ἁγία Γραφή συνδέει τίς ἔννοιες μετάνοια καί ἐπιστροφή. Σημαίνει ἀναγνώριση τοῦ λάθους καί ἐπανόρθωσή του. Ποιός δέν ἔχει ἐμπειρία τοῦ λάθους; «Τό σφάλλειν ἀνθρώπινο», παρατηρεῖ ἡ λαϊκή σοφία. ῾Ωστόσο, ἄν τήν ὥρα πού κάνουμε τό κακό μᾶς τυφλώνει τό πάθος καί ναρκώνει τήν ψυχή μας ἡ ἡδονή τῆς ἁμαρτίας, σέ ὧρες αὐτοσυγκέντρωσης καί περισυλλογῆς, ὅταν παίρνουμε τήν ἀπόφαση καί τό θάρρος νά δοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας, συναισθανόμαστε τήν ἀθλιότητά της καί στενάζουμε κάτω ἀπό τό βάρος της. Πόσο πικρή νιώθουμε τότε μέσα μας τή γεύση τῆς ἁμαρτίας! ῾Η ἀνία, τό ἄγχος, ἡ ἀναστάτωση μέσα καί γύρω μας εἶναι τά αἰσθήματα πού μᾶς καταλαμβάνουν, ὅταν μέ τήν ἁμαρτία διασαλεύουμε τίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό, μέ τούς συνανθρώπους μας ἤ καί μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.
Αὐτή ἡ ἴδια ἡ πικρία τῆς ἁμαρτίας μᾶς σπρώχνει στή μετάνοια. Καί τό πρῶτο βῆμα γιά τή μετάνοια εἶναι ὁ αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἡ κατά μέτωπον ἐνατένιση τῆς πραγματικότητας, χωρίς ὑπεκφυγές καί δικαιολογίες. «Δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ» (Πρμ 18,17), παρατηρεῖ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς. Κι ἀλλοῦ, μέ τή θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, σημειώνει· «εἰ γάρ ἑαυτούς διεκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα» (Α´ Κο 11,31). Κλασικό παράδειγμα τῆς μετάνοιας, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν αὐτοσυνειδησία, εἶναι ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς· «Εἰς ἑαυτόν ἐλθών» (Λκ 15,17) ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στόν Πατέρα.
Στήν ἴδια γραμμή κινοῦνται οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. «᾿Αρχή σωτηρίας ἡ κατηγορία (καταδίκη) τοῦ ἑαυτοῦ μας», γράφει ὁ ἅγιος Νεῖλος, ἐνῶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει· «Καταδίκασε, λοιπόν, καί σύ τίς ἁμαρτωλές πράξεις σου, διότι ὁ ἄνθρωπος πού κατηγορεῖ τίς ἁμαρτωλές πράξεις του, δυσκολότερα θά τίς ἐπαναλάβει». ᾿Εντούτοις, δέν εἶναι ἀρκετή ἡ κατ᾿ ἰδίαν μετάνοια. ᾿Οφείλει ὁ χριστιανός νά τήν κοινοποιήσει στόν πνευματικό, νά ἐξαγορευθεῖ σ᾿ αὐτόν τίς ἁμαρτίες του, γιά νά λάβει τήν ἄφεση.
Αὐτό θά τό μελετήσουμε, σύν Θεῷ, σέ ἑπόμενο ἄρθρο μας.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2002) 222-223