Μ. Βασίλειος καί Ἰουλιανός

megas vasilios Στήν ἱστορία πολλές φορές ἐξετάζονται παραλλήλως οἱ βίοι διασήμων ἀνδρῶν, ὥστε νά συναχθοῦν ἐπωφελῆ συμπεράσματα ἀπό τή σύγκριση τῶν χαρακτήρων καί τῶν ἐνεργειῶν τους. Μία τέτοια σύγκριση θά ἐπιχειρήσουμε μεταξύ ἑνός ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποκλήθηκε μέγας, καί ἑνός ἄτυχου μεταρρυθμιστοῦ, γιά τόν ὁποῖο ἔντονο ἐκδηλώνεται στίς ἡμέρες μας τό ἐνδιαφέρον.
 Ὁ Βασίλειος γεννήθηκε σέ περιβάλλον μέ θερμή τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἀνατράφηκε μέ ἀγάπη καί αὐστηρότητα. Ὁ Ἰουλιανός βρέφος ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα καί σέ ἡλικία 6 ἐτῶν ὀρφάνεψε καί ἀπό πατέρα, πού ὑπῆρξε θύμα ἐκκαθαρίσεων στήν αὐτοκρατορική αὐλή μετά τό θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ κηδεμόνες του φρόντισαν νά τοῦ προσφέρουν ἐθνική παιδεία ἀλλά καί τό φρόνημα τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν.
  Ὁ Βασίλειος ἔκανε λαμπρές σπουδές στήν Καισάρεια, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα καί ἔγινε πανεπιστήμων γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Ἰουλιανός σπούδασε ἐπίσης στήν Καισάρεια ἀλλά καί στή Νικομήδεια καί στήν Ἀθήνα. Ἄν καί χριστιανός (ἀρειανός), ἔδειξε νωρίς τήν προτίμησή του πρός τήν εἰδωλολατρία καί μάλιστα πρός τή θεουργία, ὅπως ὀνομαζόταν ὁ ἀποκρυφισμός στήν ἐποχή του.
 Ὁ Βασίλειος ἔλαβε νωρίς τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ἀποσύρθηκε στήν ἐρημία τοῦ Πόντου νά ἀσκητεύσει, ἀφοῦ μοίρασε τή σεβαστή περιουσία του. Ὁ Ἰουλιανός, ἐνῶ ζοῦσε μέ τό ἀπόκριμα τοῦ θανάτου, ξαφνικά βρέθηκε καίσαρας καί διοικητής τῆς Γαλατίας. Ὁ πρῶτος ἐπιδόθηκε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καί στήν ἄσκηση προκειμένου νά ἐπιτύχει τόν καθαρισμό ψυχῆς καί σώματος. Ὁ δεύτερος ἐπιδόθηκε σέ θαυμαστή αὐτοπειθαρχία καί μελέτη τῶν κειμένων τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἰδίως τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου.
 Ὁ Βασίλειος εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, γιά νά προσφέρει πνευματικά καί ὑλικά. Ὁ Ἰουλιανός καλλιεργοῦσε μέχρι ἐμμονῆς τήν ἰδέα τῆς ἐπανόδου στήν εἰδωλολατρία καί αὔξανε τή δίψα τῆς ἐκδίκησης πρός τούς δολοφόνους τῶν συγγενικῶν του προσώπων. Ἐκδήλωσε ἄμετρη τήν ἀπέχθεια πρός τή χριστιανική πίστη, συνδέοντάς την ἄρρηκτα μέ τούς φονεῖς τοῦ πατέρα του. Βυθίστηκε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στή δαιμονική εἰδωλολατρία, μέ συνέπεια ἀρκετοί νά τόν χαρακτηρίσουν στά τελευταῖα τῆς ζωῆς του τρελό καί μανιακό. Δέν ἦταν ὅμως παρά δαιμονισμένος. Ἡ ἐνασχόλησή του μέ τόν ἀποκρυφισμό εἶχε παραμερίσει καθετί τό ἀξιόλογο τῆς θύραθεν παιδείας καί τόν ὁδήγησε τελικά στήν παράκρουση καί στό θάνατο.
 Δυό ἐπιστολές πού ἀντήλλαξαν τά ἱστορικά πρόσωπα στά ὁποῖα ἀναφερόμαστε ἀποδίδουν ἀρκετά τό χαρακτήρα ἑκάστου. Ἡ πρώτη εἶναι ἀπόσπασμα δεύτερης ἐπιστολῆς τοῦ πληγωμένου αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, καθώς σέ προηγούμενη ὁ Βασίλειος δέν εἶχε ἀπαντήσει ἤ εἶχε ἀπαντήσει κατά τρόπο πού θεώρησε ἐκεῖνος προσβλητικό.
 «Ἡ εἰρηνική καί φιλάνθρωπη διάθεση, πού μέσα μου νιώθω ἀπό παιδί ὥς σήμερα νά μέ κινεῖ, μοῦ ἀπέφερε ὡς ὑπηκόους ὅλους τους λαούς τῆς ὑφηλίου. Καί νά! κάθε ἔθνος βαρβαρικό ὥς τήν ἄκρη τοῦ ὠκεανοῦ ἔρχεται, καταθέτει τά δῶρα του καί δηλώνει ὑποταγή στήν ἐξουσία μου... Μόνο ἐσύ βρέθηκες νά φρονεῖς πώς εἶσαι πέρα ἀπό κάθε ἐξουσία, διότι ντύθηκες τήν ἱεροσύνη καί μπορεῖς νά διαδίδεις ἀναιδῶς παντοῦ ὅτι εἶμαι ἀνάξιος βασιλιάς τῶν Ρωμαίων; Ἀγνοεῖς ἀλήθεια πώς εἶμαι ἀπόγονος τοῦ κράτιστου Κώνστα; Ὡστόσο, παρ᾿ ὅτι τά ἔμαθα αὐτά, πρός τό παρόν σοῦ κάνω τή χάρη καί διατηρῶ τά αἰσθήματα πού εἶχα γιά σένα, τότε πού νέοι ἐγώ κι ἐσύ κάναμε τίς ἄριστες ἐκεῖνες ἀρχαιοελληνικές σπουδές στήν Ἀθήνα.
 Ἤρεμα λοιπόν, νηφάλια ἐντελῶς, σέ προστάζω νά μοῦ στείλεις χίλια λίτρα χρυσάφι... Μήπως, ἔστω καί ἀργά, σέ ἀντιμετωπίσω μέ νηφαλιότητα, μέ ἀγάπη. Ἤμουνα, βλέπεις, ἕτοιμος νά ξεθεμελιώσω τήν πόλη τῆς Καισάρειας, νά καταστρέψω τά πνευματικά της οἰκοδομήματα καί στή θέση τους νά ὑψώσω βωμούς εἰδωλολατρικούς, γιά νά καταλάβουν οἱ κάτοικοί της ὅτι ὀφείλουν νά ὑπακούουν στόν βασιλιά τῶν Ρωμαίων καί νά μή σηκώνουν κεφάλι.»
 Καί τό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Βασιλείου: «Τιποτένια τά τωρινά σου κατορθώματα καί φαῦλες οἱ ἐπιδόσεις στίς ὁποῖες πρωτεύεις. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐμένα μέ πιάνει τρόμος, σάν φέρνω στό νοῦ ὅτι φόρεσες βασιλική πορφύρα καί κόσμησες μέ στέμμα τήν ἄτιμη κεφαλή σου (τέτοια εἶναι ὅποιου δέν σέβεται τόν Θεό καί κάνει ἄτιμη τή βασιλική ἐξουσία).
 Καθώς ἐπανῆλθες στό προσκήνιο, ἀπ’ ὅπου σέ ἀνέσυραν φαῦλοι δαίμονες καί μισόκαλοι, ἔγινες μεγάλος πολύ μόνο γιά τοῦτο: νά κομπάζεις πώς εἶσαι ἀνώτερος ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό τόν διο, καί νά τολμᾶς νά προσβάλλεις τήν Ἐκκλησία, τή μητέρα καί τροφό ὅλων, παραγγέλλοντας σ᾿ ἐμένα τόν πάμφτωχο νά σοῦ στείλω δέκα ἑκατοντάδες λίτρα χρυσάφι. Καί δέν μοῦ θάμπωσε τό νοῦ ἡ ποσότητα τοῦ χρυσοῦ πού μοῦ ζητᾶς, ἄν καί εἶναι ὑπερβολικά μεγάλη, ἀλλά μέ ἔκανε νά κλάψω πικρά αὐτή ἡ ταχύτατη ἀπώλειά σου.
 Ἀσφαλῶς καί θυμοῦμαι τίς λαμπρές ἀρχαιοελληνικές σπουδές μας στήν Ἀθήνα. Θυμοῦμαι ὅμως καί ὅτι μαζί διαβάζαμε τίς θεόπνευστες Γραφές καί τίποτε δέν σοῦ ξέφευγε τότε. Τώρα ὅμως σέ βλέπω χωρίς στολισμό Θεοῦ, στρατευμένο σέ φρόνημα ἄλλο. Μέ ἤξερες ἀπό τότε καλά, ἤξερες πώς δέν παθαίνομαι νά κάνω χρήματα. Κι ἔρχεσαι τώρα καί ζητᾶς νά σοῦ στείλω χίλια λίτρα χρυσάφι. Κάνε τόν κόπο, Μεγαλειότατε, ἐρεύνησε καί θά μάθεις ὅτι ἔχω τόσα, ὅσα οὔτε γιά φαγητό δέν φτάνουν.»
 Ὁ Βασίλειος ἐπάξια κλήθηκε μέγας, διότι κατάφερε, μέ τήν ὀρθή ἄσκηση, νά ὑπερβεῖ τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ Ἰουλιανός ἀνακύκλωσε τήν ἀνθρώπινη ματαιότητα. Τουλάχιστον ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπό συνέπεια. Ὅσοι τόν θυμήθηκαν καί προσβλέπουν σ᾿ αὐτόν στίς μέρες μας, τί τάχα νά ἐπιδιώκουν; Ἀκόμη καί ἄν δέν εἶναι ἱστορική, ἔχει καί σήμερα σημασία ἡ φράση πού τοῦ ἀποδίδεται: «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε».
 Εἴθε ὁ πανάγαθος Θεός, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νά κρίνει μέ ἐπιείκεια τόν τραγικό ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας του.

Ἀπ. Παπαδημητρίου