Παῦλος ὁ ὁμολογητής

agios Paulos omologitis Αὐτή ἡ συνάντηση ἔχει ἰδιαίτερο χρῶμα καί νόημα ξεχωριστό. Στή Ρώμη τοῦ 4ου αἰώνα ἀνταμώνουν δύο μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ἀνατολῆς: ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος ὁ Μέγας καί ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Παῦλος. Τούς ἔχει ἀποπέμψει ἀπό τό θρόνο τους ἡ κακόβουλη διάθεση τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν, πού ἐπηρεάζουν τόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο.
 Εἶναι ἀπό τίς φορές πού ἡ κοσμική ἐξουσία λαμβάνει τό μέρος τῶν αἱρετικῶν καί ὁ σκοτασμός τῆς πλάνης ἀποκτᾶ σύμμαχο τήν τυραννία τῶν ὅπλων.
 Ὁ πατριάρχης Παῦλος βαδίζει τόν δύσβατο καί ἡρωικό δρόμο τῆς ὁμολογίας μέ πίστη ἀξιοθαύμαστη. Στό πρόσωπο τοῦ Ἀθανασίου βρίσκει τόν ἐκλεκτό συνοδοιπόρο. Οἱ δύο ἄνδρες ἑνώνουν τήν προσευχή τους γιά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί συντονίζουν τίς προσπάθειές τους γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας.
 Ἡ περιπετειώδης ζωή τοῦ στερροῦ ἀγωνιστῆ Παύλου μοιράζεται ἀνάμεσα στή Βασιλεύουσα καί στήν ἐξορία. Ὅταν γιά τελευταία φορά παίρνει τήν ὁδό τῆς ἀπομάκρυνσης καί πορεύεται γιά τήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας, ἡ σκληρή διαδρομή γίνεται ἀνάλαφρη ἀπό τήν ἀγάπη τῶν Ὀρθοδόξων, πού σπεύδουν νά τόν συναντήσουν καί νά λάβουν τήν πατρική του εὐλογία. Κι εἶναι τότε πού στήν τέλεση μιᾶς κατανυκτικῆς θείας Λειτουργίας οἱ ἀσεβεῖς αἱρετικοί ὁρμοῦν στό ἅγιο βῆμα καί ἐπιτίθενται στόν σεβάσμιο ἱερουργό. Γιά νά τόν φονεύσουν, ἐπιστρατεύουν ἕνα φοβερό τρόπο: τόν πνίγουν χρησιμοποιώντας τό ἴδιο του τό ὠμοφόριο, τό σύμβολο τῆς ἀρχιερωσύνης του.
 Οἱ ἄγγελοι πού κυκλώνουν τό θυσιαστήριο παραλαμβάνουν τήν ἁγία ψυχή του. «Οὕνεκα ὡμολόγει Παῦλος Θεόν, ἄγχεται ἔκτη» (Νοεμβρίου). Ἔπνιξαν τόν Παῦλο, διότι ὁμολογοῦσε τόν Θεό, στίς ἕξι Νοεμβρίου, σημειώνει λιτά τό Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας. Στοῦ οὐρανοῦ τό θυσιαστήριο ἡ ἁγία ψυχή τοῦ γενναίου ὁμολογητῆ μαζί μέ τούς «πεπελεκημένους διά τήν μαρτυρίαν τοῦ Ἰησοῦ» πρεσβεύει γιά τό ποίμνιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού παλεύει μές στούς αἰῶνες ἐνάντια σ᾿ ὅλες τίς σκοτεινές δυνάμεις.

 Ἰχνηλάτης