Προφήτης Μαλαχίας

ProfitisMalaxias Ὁ προφήτης Μαλαχίας ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ δράση του τοποθετεῖται στήν Ἰερουσαλήμ ἑκατό περίπου χρόνια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τή βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Ὁ Ναός εἶχε ἤδη ὁλοκληρωθεῖ, ἀλλά ὁ λαός εἶχε χάσει τόν πρῶτο του ζῆλο. Ὁ καιρός περνοῦσε καί οἱ εὐτυχισμένες μέρες πού εἶχαν προαναγγείλει οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καί Ἀγγαῖος παρέμεναν ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Παρά τή φανερή εὔνοια τῶν Περσῶν, οἱ Ἰουδαῖοι αἰσθάνονταν βαρύ τόν ξενικό ζυγό καί πολύ ὀχληρές τίς ἐχθρικές διαθέσεις τῶν γειτόνων τους. Πάλευαν ἐπίσης μέ τή φτώχια, μέ δυσκολίες καί στερήσεις. Κλονίστηκε ἡ ἐμπιστοσύνη τους στόν Θεό. Μήπως ἔπαψε νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς νοιάζεται;
 «Ἠγάπησα ὑμᾶς, λέγει Κύριος» (1,2), διακηρύττει ὁ προφήτης Μαλαχίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἀμετάπτωτη καί ἀναλλοίωτη μέσα στό χρόνο. Τή βεβαιώνει μέ ἁπτές ἀποδείξεις ἡ ἴδια ἡ ἱστορία. Ὁ Κύριος ἔμεινε πιστός στή διαθήκη του μέ τόν Ἰακώβ. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες τῶν συμφορῶν πού ἔπλητταν τούς Ἰδουμαίους, τούς ἀπογόνους τοῦ Ἠσαῦ· μάταιες οἱ προσπάθειές τους γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς χώρας τους. Ἀντίθετα, στόν ἐκλεκτό του λαό ὁ Θεός πολλές φορές ἔδειξε τήν προστασία του.
  Πῶς, λοιπόν, τώρα νά μήν ἐλέγξει τήν ἀχαριστία πού εἰσπράττει; Πῶς νά μήν ἐκφράσει τό παράπονό του; «Καί εἰ πατήρ εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου; Καί εἰ Κύριος εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ὁ φόβος μου;» (1,6). Τά παιδιά τιμοῦν τόν πατέρα τους· οἱ δοῦλοι φοβοῦνται τόν κύριό τους. Ὁ Ἰσραήλ πλέον μήτε ἀγάπη μήτε φόβο νιώθει γιά τόν Θεό του. Οἱ θυσίες πού τοῦ προσφέρει –ζῶα τυφλά, χωλά, καχεκτικά- αὐτό δηλώνουν. Μιά τέτοια προσβολή (βλ. Λε 22,22-25· Δε 15,21) δέν θά τήν ἀνεχόταν κανείς πολιτικός ἄρχοντας· «προσάγαγε δή αὐτῷ τῷ ἡγουμένῳ σου, εἰ προσδέξεται αὐτό, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (1,8).
 Ὁ Κύριος ἐλέγχει τό λαό· ἡ λατρεία του κατήντησε ψυχρή καί τυπική, τήν ἀπεχθάνεται. Ἐλέγχει δριμύτατα καί τούς ἀνάξιους ἱερεῖς, πού ὑποθάλπουν μιά τέτοια ἀσέβεια. Μέ γλώσσα ὠμή ἐκφράζει ὅλη τή δυσαρέσκειά του: Εἶναι προτιμότερο νά κλείσουν οἱ πύλες τοῦ Ναοῦ, πού μέ τόσους κόπους μόλις εἶχε ἀνοικοδομηθεῖ· νά σβήσει γιά πάντα ἡ φωτιά στό θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων!
 Κι ἐνῶ ἀποδεικνύονται βδελυρές οἱ θυσίες τῶν Ἰουδαίων, γίνεται λόγος γιά μία ἄλλη θυσία «καθαρά», ἡ ὁποία θά τίς ἀντικαταστήσει καί θά δοξάσει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στά ἔθνη· «διότι πρό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τό ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐν παντί τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καί θυσία καθαρά, διότι μέγα τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (1,11). Ἡ θυσία αὐτή, ἡ μόνη εὐάρεστη στόν Θεό, δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ θυσία τοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Ἀμνοῦ (βλ. Α΄ Πέ 1,19), πού προσφέρεται ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα. «Τῶν μέν ἀλόγων θυμάτων τέλος ἔλαβεν ἡ σφαγή», ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος, «μόνος δέ ὁ ἄμωμος ἀμνός ἱερεύεται, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».
 

Βενιαμίν