Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἔγινε μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες σφαγές χριστιανῶν ἀπό Τούρκους.
Ἐκδικούμενοι οἱ Τοῦρκοι γιά τήν ἀνατίναξη τῆς ναυαρχίδας τους ἀπό τόν πυρπολητή Κανάρη, στίς 30 Μαρτίου 1822, μέρα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀρχίζουν διώξεις κατά τῶν χριστιανῶν.
Πολλοί ἦταν αὐτοί πού κατέφυγαν σέ μοναστήρια τοῦ νησιοῦ γιά νά γλυτώσουν. Ἕνα ἀπό αὐτά τά ἱστορικά μοναστήρια ἦταν κι αὐτό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ὅπου 3.000 χριστιανοί βρῆκαν μιά «ἀπάνεμη» γωνιά σωτηρίας.
Τό πρωινό ὅμως τῆς 1ης Ἀπριλίου, ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, «στό ἀπάνεμο λιμάνι» ξέσπασε «θαλασσοταραχή». Ἡ Μονή εἶχε κυκλωθεῖ ἀπό ἑκατοντάδες Τούρκους. Κάθε ἀντίσταση φαινόταν καταδικασμένη καί ἀνθρωπίνως δέν ὑπῆρχε ἐλπίδα σωτηρίας, καθώς λίγοι ἀπό τούς ἄνδρες διέθεταν ὅπλα. Θά μποροῦσαν, ἐάν ἔφευγαν μόνοι τους, ν’ ἀνοίξουν δρόμο κατευθυνόμενοι πρός τά παράλια καί νά βροῦν πλοῖο διαφυγῆς. Ὅμως προτίμησαν νά παραμείνουν στή Μονή, ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος! Ἔγιναν ἔτσι γιά τούς ἀνήμπορους γέροντες καί τά γυναικόπαιδα ἀσπίδα προστασίας ἀπό τά ἀνελέητα ὀθωμανικά στίφη. Ἐπέλεξαν νά ἀντισταθοῦν ἀκόμη κι ὅταν μέ πονηριά οἱ Τοῦρκοι τούς ζήτησαν νά παραδοθοῦν, ἐγγυώμενοι τή ζωή τῶν πολιορκημένων. Ἀκόμη καί τότε προτίμησαν νά πεθάνουν ὡς μάρτυρες παρά νά ζήσουν ὡς σκλάβοι.
Ἡ ἀπροσδόκητη αὐτή ἄρνηση ὑποταγῆς ὤθησε τούς Τούρκους νά ὁρμήσουν πρός τόν περίβολο τῆς Μονῆς, ὥστε νά τή λαφυραγωγήσουν. Οἱ χριστιανοί ἀγωνιστές ὅμως ξεκίνησαν μιά πρωτοφανῆ ἀντίσταση. Ἔτσι σύντομα οἱ πολιορκητές ἀντιλήφθηκαν πώς ἡ ἐκπόρθηση δέν ἦταν εὔκολο ἐγχείρημα. Οἱ ἀπώλειές τους τούς ἐξέπληξαν καί τούς ἀνάγκασαν νά ἀποσυρθοῦν, χωρίς ὅμως νά σταματήσουν τήν πολιορκία.
«Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή» ἁπλωνόταν στόν λόφο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Σιωπή κι ἀναμονή συνάμα μέ προσευχές ἀνάμικτες μέ δάκρυα ἱκεσίας πρός τόν ἀναστημένο Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου! Σάν νά ἔνιωθαν πώς βρίσκονταν μαζί Του στόν κῆπο τῶν Ἐλαιῶν, γνωρίζοντας πώς τήν ἑπόμενη ἡμέρα θά βάδιζαν τόν προσωπικό τους Γολγοθᾶ σηκώνοντας τόν σταυρό τους.
Ἡμέρα σημαδιακή, θάνατος κι ἀνάσταση μαζί, χαρμολύπη!
Οἱ Τοῦρκοι γιά νά κυριεύσουν τή Μονή ἔπρεπε νά ρίξουν τόν περίβολο. Ἔτσι τά πρῶτα ρήγματα δέν ἄργησαν νά δημιουργηθοῦν μέ τή χρήση πυροβόλων στίς 2 Ἀπριλίου. Τελικά πρός τό τέλος τῆς ἀναστάσιμης θείας Λειτουργίας, τήν ὁποία τέλεσε ὁ ἱεροκήρυκας π. Ἰάκωβος Μαῦρος, ἄγριοι ἀλαλαγμοί τάραξαν τούς πασχαλινούς ὕμνους. Ἦταν οἱ ἰαχές τῶν Τούρκων, πού βρῆκαν τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ ἀναστάσιμου πανηγυριοῦ νά στήσουν τό δικό τους «μακάβριο πανηγύρι».
Ἡ γενναιότητα καί ἡ αὐτοθυσία τῶν λίγων Ἑλλήνων δέν μπόρεσε νά ἀντισταθμίσει τήν ἀριθμητική ὑπεροχή τῶν ἀντιπάλων. Ἔτσι κάθε ἀντίσταση ἐξουδετερώθηκε! Τότε οἱ αἱμοδιψεῖς εἰσβολεῖς ὅρμησαν στήν ἀνυπεράσπιστη πιά λεία τους. Ἔσφαξαν ἀνελέητα ὅσους βρῆκαν στήν αὐλή, γυναῖκες, γέροντες, παιδιά, βρέφη…
Τά γυναικόπαιδα καί ὅσοι κατέφυγαν στό καθολικό τῆς Μονῆς ἦταν τόσοι, πού ἡ κεντρική πόρτα δέν γινόταν νά παραβιαστεῖ λόγῳ συνωστισμοῦ. Παρά τίς ἰαχές τῆς φρίκης, ἡ ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία συνεχιζόταν, δείχνοντας τήν ἀνάγκη τῶν χριστιανῶν νά μείνουν ἑνωμένοι μέ τόν οὐράνιο Πατέρα. Ὁδεύοντας πρός τό τέλος… κοινώνησαν ὅλοι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, τελευταῖο πνευματικό ἐφόδιο. Αἰσθάνονταν ἤδη τήν ἀνάσα τοῦ θανάτου. Μιά ἀνάσα καυτή, καθώς οἱ εἰσβολεῖς σκέφτηκαν νά κάψουν ζωντανούς τούς χριστιανούς μέσα στόν ναό. Σύντομα ἡ ξύλινη στέγη τοῦ ναοῦ λαμπάδιασε καί ἡ φωτιά «πλημμύρισε» τό ἐσωτερικό του, καίγοντας ὅλους τούς χριστιανούς, πού μέ ἀναμμένες ψυχές «ἀναχώρησαν» γιά τόν οὐρανό. Βρῆκαν ἔτσι τραγικό θάνατο ἀναμεμειγμένο μέ τήν ἀναστάσιμη ἐλπίδα τῆς μέρας ἐκείνης... Πασχαλιά τοῦ 1822.
Τό μαρτυρικό αἷμα πού γέμισε τόν ναό πότισε τίς πλάκες τοῦ δαπέδου του. Μέχρι τίς ἡμέρες μας διασώζονται ἴχνη του, πού παραμένουν ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς μεγάλης θυσίας· καί οἱ «λίθοι κεκράξονται» (Λκ 19,40).
Ὅμως ἡ θηριωδία δέν σταμάτησε ἐκεῖ… Κάποιοι ἀντιλήφθηκαν πώς ὑπῆρχε ἀκόμη ζωή μέσα στήν κινστέρνα*, ἡ ὁποία ἔγινε ὑδάτινος τάφος, καθώς οἱ Τοῦρκοι ἔριχναν ὑφάσματα μέ φωτιά γιά νά εὐφραίνονται, βλέποντας τούς χριστιανούς νά πεθαίνουν ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις.
Ἐπίσης, μαρτυρικό θάνατο βρῆκε καί ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς π. Θεοδόσιος Λουφάκης, τόν ὁποῖο ἀνασκολόπισαν*, χρησιμοποιώντας ὡς σούβλα τόν ἱστό τοῦ λάβαρου τῆς Ἀναστάσεως. Πρόσφατα ἁγιοκατατάχθηκε καί τιμᾶται μέ ἄλλους νεομάρτυρες τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου.
Ἡ μοναχή Μακαρία κατέθεσε ἕνα συγκινητικό περιστατικό: «Τή στιγμή πού βόγγοι τραυματιῶν καί γοερές κραυγές ἀκούγονταν παντοῦ, ἕνας νέος μέ τήν ἀρραβωνιαστικιά του ἔτρεχαν πρός τή βορεινή πύλη τοῦ τείχους τοῦ μοναστηριοῦ, μέ τήν ἐλπίδα νά ξεφύγουν. Τή στιγμή ὅμως πού ἄνοιξαν τήν πύλη, ἕνας νεαρός τοῦρκος γενίτσαρος εἰσόρμησε καί ἅρπαξε τήν κοπέλα, ἐνῶ ὁ ἀρραβωνιαστικός της αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό δύο ἄλλους.
Στήν ἀπέλπιδα προσπάθεια τῆς κοπέλας νά ξεφύγει ἀπό τά χέρια τοῦ γενίτσαρου, φάνηκε ὁ χρυσός της σταυρός μέ τά ρόζ μαργαριτάρια. Ἡ ματιά τοῦ γενίτσαρου ἔπεσε σπινθηροβόλα ἐπάνω του καί ἔμεινε σαστισμένος. Οἱ δύο ἄλλοι Τοῦρκοι βαστοῦσαν τόν ἀρραβωνιαστικό της καί παρακολουθοῦσαν τή σκηνή. Αὐτός ἀνέσυρε ἀπό τήν τσέπη του ἕνα σταυρό μέ θαλασσιά σμαραγδένια πέτρα καί τόν ἔδειξε στήν κοπέλα. Ἦταν ὅμοιοι οἱ σταυροί, ἀφοῦ ἦταν δῶρα τοῦ ἴδιου πνευματικοῦ τους πατέρα. Ὕστερα ἀπό δεκαοκτώ χρόνια τά δύο ἀδέλφια ἀνταμώθηκαν! Μόλις ὅμως φώναξε ἡ κοπέλα «Κωνσταντή μου» καί ἐκεῖνος «ἀδελφούλα μου», τουρκικές σφαῖρες τούς ξάπλωσαν ἀγκαλιά στό λιθόστρωτο. Καί ἐνῶ τό ἀδελφικό αἷμα ἔσμιξε στό ἑλληνικό χῶμα, ὁ ἀρραβωνιαστικός σφάχθηκε πάνω στά δύο πτώματα ἀπό τούς Τούρκους πού τόν κρατοῦσαν».
Ἀκόμη καί σήμερα στήν αἱματοβαμμένη αὐλή τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τρία κυπαρίσσια, κοντά στό μαυσωλεῖο μέ τά λείψανα τῶν νεομαρτύρων, ἀτενίζουν ἀγέρωχα τόν οὐρανό τῆς Χίου. Στέκουν μέ τή σειρά πρῶτο τό κυπαρίσσι τοῦ παλληκαριοῦ, δεύτερο τῆς κοπέλας καί τρίτο τοῦ ἀδελφοῦ της. Μέ τίς κορφές τους ἀγναντεύουν τήν ἐλεύθερη πιά Χίο, ἐνῶ στίς ρίζες τους ἀναπαύονται ἐκεῖνοι πού τήν εἶδαν γιά τελευταία φορά μέ τά γήινα μάτια τους τή μέρα τῆς Ἀνάστασης τοῦ 1822.
Γ. & Π. Χάβιαρου
"Ἀπολύτρωσις", Τεῦχος Ἀπριλ., 2024
* κινστέρνα: στέρνα, δεξαμενή.
* ἀνασκολοπίζω: δένω ἤ σουβλίζω κάποιον σέ πάσσαλο μέ σκοπό νά τόν θανατώσω.