Ὁ θεοφόρος ὅσιος Δαβίδ

  osios david Οὐρανοφύτευτο δεντρί στόν ἀγρό τῆς Ἐκκλησίας ὁ σεμνός ἀσκητής εἵλ­κυε κοντά του τίς ψυχές καί τίς ἀνέπαυε στόν βαθύ ἴσκιο τῆς ἀγάπης του, στά χαλεπά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, στή διάρκεια τοῦ 16ου αἰώνα.
  Ὁ Δαβίδ, γεννημένος στή Γαρδενίτσα τῆς Φθιώτιδας λίγα χρόνια μετά τήν ἅ­λωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γύρω στά 1490, εἶχε ποτιστεῖ μέ τά καθάρια νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τόν ἱερέα πα­τέ­ρα του Χριστόδουλο καί τήν εὐσεβέ­στατη πρεσβυτέρα Θεοδώρα.
  Μέ τό ὑφάδι τῆς προσευχῆς ὕφαινε τή ζήση του ἀπό μικρό παιδί καί στόν ἀρ­γαλειό της ἔφτιαχνε τούς πρώτους πό­θους γιά ὁλοκληρωτικό δόσιμο στόν Ἰη­σοῦ Χριστό, πού ὅσο περισσότερο γνώ­­­ριζε τόσο πιότερο ἀγαποῦσε μέ ἱερή ἀ­φοσίωση.
  Μέ τήν εὐχή τῶν γονιῶν του καί τήν πρεσβεία τοῦ Τιμίου Προδρόμου πού ἰδιαίτερα τιμοῦσε, ἔφηβος ἀκόμα μπαίνει στήν ὑπακοή ἑνός φιλόθεου γέρο­ντα, τοῦ Ἀκάκιου. Σιμά στόν ὥριμο πνευματι­κό καθοδηγητή μέ πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀποκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήμα­τος, ἀ­σκοῦ­νταν στήν ἀδιάλειπτη προ­σευ­χή. «Δαβὶδ Γολιὰθ κατέβαλε τῷ λίθῳ, Δαβὶδ προσευχῇ κατέβαλε τὰ πά­θη», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ ὑμνογράφος του. Ντύνεται σύντομα τό μοναχικό σχῆ­μα καί εἰσέρχεται μέ δέος καί ζῆλο στήν ἰσάγγελη πολιτεία.
  Ὅταν ὁ Ἀκάκιος χειροτονεῖται μητροπολίτης Ἄρτης καί Ναυπάκτου ἀπό τά χέρια τοῦ Πατριάρχη Ἰερεμία, παίρνει μαζί του καί τόν ἀφοσιωμένο μαθητή του γιά βοηθό καί συμπαραστάτη. Ὁ Δαβίδ ἀποδέχεται τή νέα του ἀποστολή, κάνοντας τέλεια ὑπακοή στόν πνευματικό του πατέρα, καί διακονεῖ μέ αὐταπάρνηση τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
  Ὁ Ἀκάκιος τόν χειροτονεῖ πρεσβύτερο καί τόν ὁρίζει ἡγούμενο τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῆς Βαρνάκοβας, στό ὁμώνυμο ὄρος κοντά στή Ναύπακτο, στό ὁποῖο ζοῦσε πλῆθος ἀσκητῶν.
Ὑψιπέτης ἀετός τοῦ πνεύματος ὁ Δαβίδ γρήγορα ἀπογοητεύεται, διότι οἱ ὑποτακτικοί του δέν ἦταν πρόθυμοι νά πετάξουν μαζί του στά ὕψη τῆς ἀσκήσε­ως. Ἀνοίγει τότε τά φτερά του γιά νέο προ­ορισμό καί ἐγκαθίσταται στό Στείρι Βοιωτίας. Ἐκεῖ ὑ­φίσταται λυσσαλέες ἐπιθέσεις ἀπό τόν σατανᾶ, ἀλλά παραμένει ἀπτόητος στόν ἀγώνα τῆς πίστης καί τῆς προσφορᾶς στό δοῦλο Γένος πού στενάζει κάτω ἀπό τή δεινή τυραννία.
  Ἀσκητής ἀλλά καί ἱεραπόστολος, πνευ­ματικός καί διδάσκαλος, παραμυθεῖ τούς ταλαίπωρους ραγιάδες, πού συρρέουν κοντά του βρίσκοντας ἐλπίδα κι ἀναπαμό.
  Ἀπάνθρωπα ἦταν τά βασανιστήρια πού ὑπέστη ὁ ὅσιος ἀπό τούς Ἀγαρηνούς ἐξαιτίας τῆς πλούσιας, ποικιλόμορφης δράσης του, πού ἀγκάλιαζε ἀκόμα καί ταλαιπωρημένους μουσουλμάνους. Φέροντας στό ἀ­σκητικό του σῶμα τά στίγ­ματα τοῦ μαρτυ­ρίου, καταφεύγει στήν Εὔβοια. Ἐκεῖ στίς Ροβιές ὁ Γέρων Δαβίδ ἱδρύει ἱερά μονή ἀφιε­ρω­μένη στή Μεταμόρφωση τοῦ Σω­τῆ­ρος καί χειραγωγεῖ τούς μοναχούς του στήν ὁδό τῆς θέωσης. Συνάμα ἡ τόλμη τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης του βρίσκει τρόπους νά ἀνα­κουφίζει τίς ποικίλες ἀνάγκες τῶν ἀδελ­φῶν. Ἡ μονή του γίνεται τόπος πνευματικῆς ἀνάπαυσης καί ἀνύψωσης καί οἱ πιστοί ἀρέσκονται νά τήν ὀνομάζουν «μοναστήρι ἐλεημοσύνης».
  Ὁ προικισμένος μέ τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος Ἅγιος προεῖδε τήν κοίμησή του καί, ἀφοῦ ἔδωσε τίς ἱερές του παρακατα­θῆ­κες στούς μαθητές του, ἔκλει­σε τά μά­τια του σ᾽ αὐτή τή γῆ. Εἶχε φθά­σει σέ βαθύ γῆρας, καθώς ἔφθανε στή δύση του πιά ὁ 16ος αἰώ­νας. Ἦ­ταν 1 Νοεμβρίου, ἡμέρα πού ἡ Ἐκ­κλησία τιμᾶ εὐλαβικά τή μνήμη του.
  Τά ἁγιασμένα του λείψανα, θησαυρισμέ­να στήν ἱερά μονή πού φέρει τό ὄ­νο­μά του στήν Εὔβοια, ἀποτελοῦν μέσα στό πέρασμα τῶν χρόνων ἱερό προσκύνημα γιά τούς χριστιανούς, τόπο πνευματικοῦ ἀναβαπτισμοῦ καί πηγή ἰάσεων θαυμαστῶν.
  Μελετώντας τή βιοτή τοῦ θεοφόρου  πατέρα μας Δαβίδ, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τοῦ 21ου αἰώνα πλημμυρίζουμε ἀπό τήν εὐωδιά τῆς ἁγιοσύνης του, θωρακίζουμε μυστικά τίς ψυχές μας μέ τή δύναμη τῆς πίστης του καί ἐμπνεόμαστε ἀπό τή θυσιαστική του ἀγάπη!

Ἰχνηλάτης

"Ἀπολύτρωσις", Νοέμβρ. 2023