Μέ τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου

  agioi-Ποιός σέ ἔφερε ἐδῶ; Καλόγερος ἤ κοσμικός;
  - Μόνος μου ἦλθα! μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ! Καί ἀνέσυρε μέσα ἀπό τόν κόλ­πο του μιά εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἕναν μικρό ξύλινο σταυρό.
  - Ἄφησε, ἄνθρωπε, τίς μωρολογίες καί ἔλα στόν ἑαυτό σου. Στοχάσου συνετά! Ἄλλαξε γνώμη! Ἀλλιῶς θά ὑποφέρεις τρομερά βάσανα… καί αὐτό τόν θά­νατο. Μπορεῖς ὅμως νά ζήσεις μέ ἄνε­ση καί πλοῦτο σέ ὅλη σου τή ζωή, ἄν δεχτεῖς τά δικά μας ἀκριβά καί πολλά δωρήματα. Μήν ξεχνᾶς ὅτι στή διάθεσή σου ἔχεις ὅλα τά ἀξιώματα. Μόνον ἔτσι θά ζήσεις εὐτυχισμένος.
  - Τά δῶρα καί τά ἀξιώματα τά γνωρίζω. Πρόσκαιρα εἶναι. Σοῦ τά χαρίζω, κριτή! Μπορεῖς νά τά ἀπολαμβάνεις ἐσύ, πού εἶσαι πρόσκαιρος. Τά βάσανα καί ὁ θάνατος δέν μέ φοβίζουν. Τά περιμένω μέ λαχτάρα. Θά μέ ὁδηγήσουν στήν οὐ­ράνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ μου, πού εἶναι ἀσάλευτη καί αἰώνια. Μακάρι νά καταλάβεις ὅτι εἶναι μάταιος καί ψεύτικος ὁ προφήτης σας ὁ Μωάμεθ. Πίστεψε στόν Χριστό, πού εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός.
  Τί μποροῦσε νά σταματήσει τόν εὐ­λο­­γημένο Ἰγνάτιο πού σάν διψασμένο ἐ­λάφι ποθοῦσε τό μαρτύριο; Πόσους δρό­μους δέν ἔτρεξε γιά νά φτάσει μέ χα­ρά καί σπουδή ἐκεῖ μπροστά στόν κριτή!
  Ἀπό μικρό παιδί -Ἰωάννης λεγόταν- ἕνα ἤθελε: νά ὁμολογήσει μέ παρρησία τήν πίστη του. Χαράχτηκε ἀνεξίτηλα στή μνήμη του τήν παιδική ἡ ἀνδρεία ὁμολογία τοῦ πατέρα του. Οἱ Τοῦρκοι θέλησαν νά τόν προχειρίσουν σέ χιλίαρχο μέσα στόν στρατό τους. Κι ἐκεῖνος ἀρνήθηκε σθεναρά. Τοῦ πῆραν τό κεφάλι οἱ μισόχριστοι Ἀγαρηνοί. Πόνεσε ἡ παιδική καρδιά ἀλλά καί θαύμασε: «Νά σοῦ μοιάσω θέλω, πατέρα μου. Ἐσύ, στά πρῶτα μου χρόνια, ἔβαλες τά βήματά μου στό μονοπάτι τῆς πίστεως. Τώρα μέ ἐμπνέεις νά βαδίσω στά χνάρια σου τά μαρτυρικά».
  Εὐλογημένη ἡ ἀπόφαση τοῦ μικροῦ Ἰωάννη! Κι ἦταν καρπός τῆς ἅγιας σπο­ρᾶς πού δέχτηκε στή Φιλιππούπολη ἀπό νήπιο ἀκόμη. Τά ἱερά γράμματα ἔ­γιναν ἡ ἀπυρόβλητη ἀσπίδα του. Κι ὅσο τά τηροῦσε, τόσο καί ριχνόταν στήν περιπέτεια τοῦ Θεοῦ μέ τό ὅποιο κόστος. Ἦρ­θαν μέρες πού στήν οἰκογένειά του ἀπέμεινε ὁ μόνος χριστιανός. Οἱ Τοῦρκοι ἐκ­δικήθηκαν τόν ἡρωικό πατέρα του. Μέ μανία ἐκφόβισαν τή μητέρα καί τίς ἀδελφές του. Τούρκεψαν ἐκεῖνες. Ποιός νά μετρήσει τόν πόνο καί τήν ἀγωνία τοῦ Ἰωάννη; Κρύφτηκε στό σπίτι μιᾶς σεβάσμιας γερόντισσας. Δέν ἤθελε νά χάσει τόν θησαυρό του. Ἡ σοφή γυναίκα φυγάδευσε τό ὀρφανό παιδί στή Βλαχία, στό Βουκουρέστι. Τόν σκέπασε κι ἐκεῖ ἡ πατρική πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τοῦ χάρισε τόν Εὐθύμιο, ὁμόφρονα φίλο καί ἀ­δελ­φό, γιά νά τόν στηρίξει καί νά τόν ἀσφαλίσει.
  Τώρα στό παλάτι τοῦ κριτῆ -στό δι­βά­νι τῶν Ἀγαρηνῶν- μπροστά στήν ἔ­κτα­κτη δωρεά τοῦ μαρτυρίου, μέ εὐ­­γνωμοσύνη στρέφεται ὁ μακάριος Ἰγνάτιος στοῦ Θεοῦ τό σχέδιο στή ζωή του. Τίς πτήσεις ἀλλά καί τίς πτώσεις του, τή δειλία ἀλλά καί τά τολμήματα, τήν ἱερή φυ­γή του στό Ἅγιο Ὄρος καί τίς ἀκα­τα­πό­νητες ἀσκήσεις του στή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης κι ἔπειτα τοῦ τιμίου Προδρόμου... τίς γονυκλισίες καί τά κομποσχοίνια καί τίς μετάνοιες... τό ψωμί καί τό νερό, πού εἶχε γιά τροφή του, ἀλλά πιό πολύ τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί τούς Οἴ­κους τῆς Θεοτόκου... τό ὄνομα τοῦ Ἰη­σοῦ Χριστοῦ πού γινόταν τό ἀδιάκοπο μελέτημά του. Μέ κάθε τρόπο νά ξεπλύνει ἤθελε τήν ἄρνησή του στόν Χριστό κι ἄς ἦταν μόνο στά λόγια. Αὐτή τήν ὥρα ἦταν ἕτοιμος γιά ὅλα! Καί τό αἷμα του νά χύσει!
  Τόν ἔσυραν μέ τή βία στή φυλακή. Ἔνιωσε νά τόν εὐπρεπίζουν γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ του. Στόν τράχηλο βαριές, σιδερένιες ἁλυσίδες. Στά πόδια τήν πο­δο­κάκη. Στό πρόσωπο τούς ἐμπτυσμούς. Στά αὐτιά τούς ἐμπαιγμούς. Μυστικά συναντοῦσε στό κελλί του τούς ἀγαπημένους του συναθλητές, πού γεύ­ονταν ἤδη τήν οὐράνια χαρά. Τόν φίλο του Εὐθύμιο, στεφανωμένο μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Τόν ὁσιομάρτυρα Δαυΐδ, πού εἶχε θαυμάσει στή Θεσσαλονίκη, καθώς τόν κρέμασαν γιά τόν Χριστό! Πυρπολήθηκε τότε ὁ Ἰωάννης ἀπ᾽ τόν πόθο: Νά τόν ἀξιώσει ἑνός τέτοιου μαρτυρίου ὁ Θεός.
  Ἀκόμη ἀπορεῖ γιά τή μακροθυμία Του νά τόν καταδεχτεῖ ὡς μοναχό μέ τό ὄ­νο­μα Ἰγνάτιος! Νά στείλει τόν εὐλογημένο γέροντά του Ἀκάκιο, φύλακα φρου­ρό του στούς πειρασμούς τῆς σάρκας, τῶν παθῶν ἀλλά καί τοῦ κόσμου! Νά ὁρίσει συνοδοιπόρο του ὥς τή Βασιλεύ­ουσα τόν μοναχό Γρηγόριο! Νά τόν κατευοδώσει μέ ὅλες τίς εὐχές πατέρων καί ἀδελ­φῶν τῆς σεβάσμιας μονῆς τῶν Ἰβήρων! Νά τόν καταδεχτεῖ κοινωνό τῶν ἀχρά­ντων μυστηρίων Του!
  Μέ τά ἄφθαρτα ἐφόδια μέσα στήν ὑγρή, σκοτεινή φυλακή του προ­γευ­όταν τόν Παράδεισο. Τά βασανιστήρια τοῦ γίνονταν ἀπόλαυση καί τρυφή. «Εἴτε μέ κόψετε εἴτε μέ κρεμάσετε, εὐεργεσία μεγάλη μοῦ κάνετε. Ὅλα τά δέχομαι μέ χα­ρά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». Πείνα, πληγές, κακοπάθεια. Ὅλα τόν ὁδηγοῦ­σαν στόν γλυκύτατο Νυμφίο τῆς καρδιᾶς του. Στίς ἀπατηλές κολακεῖες ἀκατάπειστος ὁ ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ.
  Σάν ἄκακο ἀρνίο ὁδηγήθηκε στή Δακτυλόπορτα γιά τήν ἀγχόνη. Ἔκλινε τόν αὐχένα στήν ἀρχή παρακαλώντας τόν δήμιο νά τόν θανατώσει. Μά ἡ ἐντολή ἦταν νά τόν κρεμάσουν ψηλά πάνω στό ξύλο σάν τόν Κύριό του. Στίς 8 Ὀκτωβρίου τοῦ 1814 τόν ὑποδέ­χτη­κε ὁ Οὐρανός στούς μαρτυρικούς νυμφῶνες στε­φα­νωμένο μέ τριπλό διάδημα: τήν ἄ­σκη­ση, τήν παρθενία, τό μαρ­τύ­ριο.
  Εὐλογημένε ἀθλητή Ἰγνάτιε, μέ εὐ­λάβεια ἀσπαζόμαστε τό χαριτόβρυτο λείψανό σου. Ζητοῦμε μέ τίς πρεσβεῖες σου νά θεραπεύσεις τήν ἀθυμία μας, τήν πώρωση τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά ξεκολλοῦμε ἀπό τά γήινα καί νά φρονοῦμε τά «ἄνω».

Οὐρανοδρόμος

"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2023