Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ὑπό τό πρίσμα τῆς πατερικῆς σκέψης_A

dimiourgiaΣτό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, ὁ Μωυσῆς, «μακάριος προφήτης» κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, καταγράφει μέ ἀπέριττο τρόπο τά περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, συγκα­τα­βαίνο­ντας στήν «τῶν ἀκουόντων ἀσθένειαν». Ἄς ἐπιχειρήσουμε, λοιπόν, μέ  τή βοήθεια τῆς φωτισμένης πατερι­κῆς σκέ­ψης, νά πάρουμε στά χέρια μας ἕστω καί ἕνα μι­κρό ψῆγμα ἀπό τόν θησαυρό τῶν ἁγίων Γρα­φῶν. Ἄς γεμίσου­με τά δοχεῖα τῆς δια­νοίας μας μέ «νάματα πνευματικά», ὥσ­τε νά φρονοῦμε τά τοῦ Θεοῦ «ἐκτέ­μνο­ντες τὸν ἡμέτερον λογισμόν»1, παρα­με­­ρίζοντας δηλα­δή τή λογική μας, ὥστε νά ἀντιλη­φθοῦμε τίς θεόπνευστες ἀλήθειες στό μέτρο τῶν πεπερασμένων μας δυνα­το­τήτων. Διότι, ὅπως χαρα­κτη­ριστ­ικά σημειώνει ὁ Μ. Βασίλειος στήν «Ἑξαήμε­ρο», «ὁ θαυμασμός γιά τή δημιουργία θαμπώνει τή σκέψη μου καί δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά μιλήσω γιά τό θέ­μα αὐ­τό»2.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ «ἀριστοτέχνης Θε­ός» δημιούργησε τό φῶς, χώρισε τό στερέωμα, τόν οὐρανό δηλαδή, ἀπό τό ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, τή γῆ, πού ἔμελλε νά γίνει τό κατοικητήριο ζώων καί ἀνθρώπων, καί ἀφοῦ ὅρισε τά ὅρια τῆς ἡμέρας καί τῆς νύχτας, τήν τρίτη ἡ­μέρα δίνει ἑντολή νά ἐμφανιστεῖ ἡ ξηρά. Μέ ἕνα του λόγο ὁ παντοδύναμος Θεός χαλιναγωγεῖ, σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τή γέννηση τοῦ σύμπαντος κόσμου, διότι αὐτό εἶναι γνώ­ρισμα τοῦ Θεοῦ: νά ὁδηγεῖ τά δημιουργήματα κατά τό δικό του θέλημα. Κατόπιν, μέ μιά ἐντολή του ἡ γῆ στόλισε τόν ἑαυτό της μέ τή βλάστηση τῶν φυτῶν3. Καλλωπίζονται οὐ­ρανός καί γῆ μέ ἕνα πρόσταγμα τοῦ ἀριστοτέχνη Δημιουργοῦ!
Ἀκολούθως, ὅπως μέ ἕνα του λόγο γέμισε ἡ γῆ «βοτάνην χόρτου κατὰ γέ­νος... καὶ ξύλον κάρπιμον» (Γέ 1,12), προ­στάζει ὁ παντοδύναμος Κύριος «τὰ ὕ­δα­τα» νά γεμίσουν ἀπό ἑρπετά, ψάρια καί πτηνά «κατὰ γένος» (Γέ 1,21) καί τή γῆ νά γεμίσει μέ ἑρπετά, τετράποδα καί θηρία τῆς γῆς. Ἀπευθυνόμενος μάλιστα στά ζῶα τῶν ὑδάτων καί τῆς ξηρᾶς, τά εὐλογεῖ ὁ Θεός καί δίδει ἐντολή «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» (Γέ 1,22). Ἀπό τότε λοιπόν, ἡ μέν γῆ ὑ­πακούει καί γεν­νᾶ «βοτάνην χόρτου» μέχρι καί σήμερα, τά δέ ζῶα στά βάθη τῶν θαλασσῶν ἀλ­λά καί στήν ξηρά αὐ­ξά­νονται καί πλη­θύνονται. Ἐκείνη ἡ φωνή, τό πρῶτο ἐκεῖ­νο πρόστα­γμα, ἔγινε νόμος τῆς φύσεως, σημειώνει φωτισμένα ὁ «τὴν φύ­σιν τῶν ὄντων τρανώσας» ἅγιος Βα­σί­­λειος. Οἱ προσταγές τοῦ «σοφοῦ, δυνατοῦ καί πά­γκα­λου» Δημιουργοῦ συνιστοῦν αὐτό πού ἐμεῖς σήμερα ἀπο­καλοῦμε φυσικούς νόμους. Ἡ ἄλογη δημι­ουργία, μέ­χρι καί σήμε­ρα, ὑπακούει στό «πρόσταγμα τὸ δεσπο­τι­κόν»· ἡ γῆ γεννᾶ τά χόρτα, τά ἄλογα ζῶα αὐξάνονται καί πληθύνονται, ἡ μέρα διαδέχεται τή νύχτα «κατ᾽ ἰσομοιρίαν», μοιράζονται τόν χρόνο ἐξίσου4.
Καί ἐνῶ, σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, θά μποροῦσε μέ μία πρόταση νά εἰ­πωθεῖ ὅτι ὅλων δημιουργός εἶναι ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό ἅγιο διά τοῦ προφήτου Μω­υσῆ ἀναφέρει λεπτομέρειες, καταδεικνύ­οντας μέ τόν τρόπο αὐτό ἀφ᾽ ἑνός τή με­γάλη καί ἀπερίγραπτη φιλανθρωπία τοῦ Δημιουργοῦ, πού ἔκρινε ἄξιο νά μᾶς πληροφορήσει διά τοῦ προφήτου του πῶς δημιουργήθηκαν ὅλα γύρω μας καί ἀφ᾽ ἑτέρου τή δύναμή του5, ὥστε θαυμάζο­ντας τά δημι­ουρ­γήματα νά προσκυνοῦμε τόν Δημιουργό τους6.

Παραπομπές:

1,3,4,5,6. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Γένεσιν, ΕΠΕ 2,50-172.

2. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ἑξαήμερος, ΕΠΕ 4,28.

Δ. Καλογεράκη