Στό σπίτι

scale  Αὐτός δέν εἶχε φύγει ποτέ μακριά. Μέσα στό σπίτι του ἦταν πάντα, μαζί μέ τόν πατέρα του. Ἄσχετα ἄν ἦταν σάν νά μήν ἦταν. Ἐκεῖ μέσα ζοῦσε ἀ­φρόνως μέσα στή συνήθεια, τήν ἐπιφανειακότητα καί τόν ἐφησυχασμό. Ὅμως δέν πήγαινε ἄλλο, δέν ἄντεχε. Ἄρχισε νά πεινάει. Εἶχε ἀκούσει πολλές φορές ὅτι ὁ Θεός θέλει ἀπό μᾶς μόνο ἕνα πρῶτο βῆμα. Εἶχε μπεῖ τό Τριώδιο κι ἀπελπισμένος ἀπ᾽ τόν ἑ­αυ­τό του ἔκανε τήν τελευταία ἀπέλπιδα προσπάθεια γι᾽ αὐτό τό πρῶτο βῆμα.
  Καθαρά Δευτέρα καί Τρίτη δέν ἔ­φαγε, δέν ἤπιε τίποτε. Οὔτε ἕνα ψί­χου­λο ψωμί, οὔτε μιά στάλα νερό. «Ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου» (Ψα 21,16). Τρίτη βράδυ δέν κοιμήθηκε λεπτό ὥς τά χαράματα. «Ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐ­πὶ δώματος» (Ψα 101,8). Ἐ­λεή­μων, ἐ­λέ­η­σόν με ὁ Θε­ός». Τίς ἑπόμενες δυό-τρεῖς μέρες ἦ­ταν σάν ἄρ­ρω­στος, παρα­πατοῦ­σε, σάν νά μήν ἔ­βλεπε. Ἦταν μία μικρή Δαμασκός στή ζωή του.
  Ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε μέσα στό ἐξομολογητήρι. Ἐδῶ πού ἔρχεται ἀνελλιπῶς χρόνια ὁλό­κλη­ρα. Ἐδῶ πού ἦταν πά­­­­­­­λι πρίν λίγο καιρό. Ἄ­σχε­­τα τό πῶς καί τί ἐξο­μολογοῦ­νταν. Σήμερα ὅ­μως κατάλαβε τί σημαίνει ὁ πατέρας νά περιμένει στήν πόρτα κοιτάζοντας μακριά στόν ὁρίζοντα μή­πως κάπου φανεῖ τό παιδί του. Εἶδε ἀ­πέναντί του τόν πνευματικό διπλωμέ­νο, κυρτωμένο ἀπ᾽ τά χρόνια, τόν κόπο, τήν ἄσκηση, νά κάνει κι αὐτός τήν τελευταία προσπάθεια γιά νά τόν συνεφέρει. Νά ἀρθρώνει αὐτός αὐτά πού δέν μποροῦ­σε χρόνια νά ἀρθρώσει ὁ ἴδιος. «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐ­ρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» (Λκ 15,18).
  Βγαίνοντας ἔξω μόνο μιά λέξη μποροῦσε νά πεῖ γιά τή ζωή του πού πέρασε: τυφλότητα. Αὐτό πού ἔζησε δέν ἦταν μία ἀκόμη τυπική ἐξομολόγηση. Ἦταν κάτι σάν Μετα­μόρφω­ση, σάν ὁ ἱερέας νά ἄ­φη­σε νά φανεῖ μπροστά του κάτι ἀπ᾽ τή δό­ξα τοῦ οὐρανοῦ. Ἦταν σάν Ἀ­ποκάλυψη, σάν νά βρέθηκε «ἐν πνεύματι, ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέ­ρᾳ ἐν τῇ νή­σῳ Πάτμῳ» (βλ. Ἀπ 1,9-10) καί εἶδε κάτι ἀπ᾽ τά μελλούμενα. Ἦταν σάν τήν κλή­ση τῶν μαθητῶν στή Γεννησαρέτ. Κλή­ση στήν ἁ­γι­ότητα. Ἦ­­ταν σάν παράδοση διαθήκης: Ζωή στό σπίτι τοῦ Πατέρα σημαίνει ὅτι πρέπει -ναί πρέπει- νά τη­ροῦ­με μέ ταπεινότητα τίς ἐ­ντολές Του. Ἦ­ταν σάν τήν εὐ­­λογία πού ἄφη­σε ὁ Ἠλίας στόν Ἐλισαῖο φεύ­­­γοντας γιά τόν οὐ­ρα­νό. Ἦταν ἡ τελευταία κραυγή «ἐ­πιλαβοῦ τῆς αἰ­ω­νίου ζωῆς»  (Α´ Τι 6,12) πρός τό πτωχό τό τέκνο του, πού σπάραζε κάτω στά πό­δια του.
  Ἦταν ἡ τελευταία ἀγωνιώδης, ἐρ­γώδης προσπάθεια καί τῶν δύο γιά τήν πιό δύσκολη ἐπιστροφή, αὐτήν μέ­σα στό ἴδιο σου τό σπίτι.
Εἶχε κάνει τό ἕνα, τό πρῶ­το βῆμα. Δέν ἔφαγε, δέν ἤπιε, δέν κοιμήθηκε, γιατί ἤθελε νά φωνάζει ὅτι πεινάει καί διψάει γιά τόν Θεό. Μετά ἀπ᾽ αὐτό τό ἕνα βῆμα, ὁ Θε­ός εἶχε ἤδη ἀ­νταποκριθεῖ ἀπό πρίν, διανύ­οντας γι᾽ αὐ­τόν ἀστρονομι­κές ἀποστάσεις καί δια­στά­σεις.

Ζωή Γούλα, Φιλόλογος

"Ἀπολύτρωσις", Φεβρ. 2023