Ὅταν οἱ μάσκες πέφτουν...

sadboyἩ Φυσική ἦταν τό ἀγαπημένο του μάθημα καί ποτέ δέν καταλάβαινε πῶς περνοῦσε ἡ ὥρα, ὅταν τό παρακολου­θοῦ­σε. Ποτέ δέν κοίταξε τό ρολόι του, ὅταν ὁ καθηγητής δίδασκε ἤ πολύ περισσότερο ὅ­ταν τούς ἔδειχνε ἕνα πείραμα. Σήμερα ὅμως ὁ Περικλῆς δέν καταλάβαινε τί­­ποτα. Ὄχι πώς τό προσπάθησε, δέν εἶχε μυαλό γιά τίποτα. Ὁ νοῦς του ἦταν κολλημένος στήν ἄρνηση τοῦ πατέρα του νά τοῦ ἐπιτρέψει νά πάει στόν ἀποκριάτικο χορό τῶν Γυμνασίων τῆς πόλης τους. Ὁ Περικλῆς ἀντέδρασε στήν ἀρχή μέ παρακάλια, μά ὅταν εἶδε πώς ἡ ἀπόφαση τοῦ πατέρα του ἦταν σταθερή, τότε θύμωσε, κι ὁ θυμός του ἔγινε ὀργή κι ἀπείλησε ὅτι θά πάει δίχως τήν ἄδειά του, κι ἔφυγε τό πρωί γιά τό σχολεῖο τόσο θυμωμένος πού δέν καταδέχτηκε οὔτε τό χαρτζιλίκι νά πάρει πού τοῦ ἄ­φησε γιά τό κολατσιό του.
-    Περικλῆ, ποῦ τρέχει ὁ νοῦς σου, παι­­­δί μου; ἄκουσε τόν ἀγαπημένο του καθηγητή νά τόν ρωτᾶ κι ἔγινε κόκκινος σάν τή φωτιά.
-    Ἔλα, σήκω νά μέ βοηθήσεις νά κάνουμε μαζί τό πείραμα, τοῦ εἶπε καί κεῖ­νος δί­χως νά βγάλει μιλιά σηκώθηκε.
Ὅταν χτύπησε τό κουδούνι, ἔνιωσε νά λυτρώνεται. Ἔτρεξε νά βγεῖ πρῶτος. Ἤθελε νά κρυφτεῖ, νά μήν τόν ρωτήσει κανείς γιά τόν χορό, νά μήν τοῦ προτείνει κανείς νά ἀγοράσει κάρτα. Ἔψαξε, ἀπό τή γωνιά πού κάθισε μονάχος του, νά δεῖ ποῦ ἦταν οἱ φίλοι του, ποῦ ἦταν ὁ πρόε­δρος τοῦ Δεκαπενταμελοῦς πού εἶχε τίς κάρτες. Τόν εἶδε ἀπό μακριά νά τίς ἔχει μέ τρόπο στά χέρια του καί νά κάνει τίς συναλλαγές του μέ τά παιδιά στήν αὐλή.
-    Περικλῆ, ποῦ κρύφτηκες ἐδῶ, παι­δί μου; Ἔφαγα ὅλη τήν αὐλή νά σέ βρῶ.
Ὁ κύριος Αὐγέρης, ὁ καθηγητής τῆς Φυσικῆς, κοίταξε στά μάτια τόν Περικλῆ κι ἡ ματιά του ἦταν σάν νά ἔλεγε: «Ἔλα τώ­ρα, ἐμένα δέν μέ ξεγελᾶς, κάτι σοῦ συμ­βαίνει».
-    Λοιπόν; Τί ἔγινε; τόν ρώτησε, κι ὁ Περικλῆς ἔσφιξε ἄθελά του τίς γροθιές του.
-    Ἄ, ἐσύ εἶσαι πολύ ἀγριεμένος, φί­λε μου! τοῦ εἶπε πειράζοντάς τον, κι ὁ Περι­κλῆς ξέσφιξε τίς γροθιές του.
-    Ἐσεῖς οἱ μεγάλοι δέν μᾶς καταλα­βαί­νετε, εἶπε καί μέ βιάση τοῦ διηγήθηκε τή συνομιλία πού εἶχε μέ τόν πατέρα του.
-    Γι᾽ αὐτό ἤσουν ἔτσι σέ ὅλο τό μάθημα;
Ὁ Περικλῆς ἔγνεψε «ναί» μέ τό κεφά­λι του.
-    Τόσο πολύ θέλεις νά πᾶς στόν ἀ­πο­κριάτικο χορό; τόν ρώτησε.
-    Κύριε, ὅλα τά παιδιά θά πᾶνε, εἶπε ξεθαρρεμένος ὁ Περικλῆς. Ὅλη ἡ Τρίτη θά πάει..., ὁ πατέρας μου μέ θεωρεῖ ἀ­κό­μα μωρό.
Τό κουδούνι πού χτύπησε ἔκοψε τή συζήτηση κι ὁ κύριος Αὐγέρης, πού εἶχε μάθημα κι ἦταν πάντα συνεπής στήν ὥρα του, τόν χτύπησε ἁπαλά στόν ὦμο.
-    Θά τά ξαναποῦμε, Περικλῆ, τοῦ εἶ­πε κι ἔκανε νά φύγει.
-    Μά, κύριε, ὁ χορός εἶναι αὔριο τό βράδυ, εἶπε μέ ἀπόγνωση ὁ Περικλῆς.
-    Τό ξέρω! ἀπάντησε ἤρεμα ὁ κύρι­ος. Μήν ξεχνᾶς πώς ἔχω κι ἐγώ παιδί στήν Τρίτη τάξη, εἶπε καί ἀπομακρύνθηκε.
 Οὔτε πού τό σκέφτηκε ὁ Περικλῆς ὅτι ὁ κύριος Αὐγέρης εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Σωτήρη. Καί ναί, ὁ Σωτήρης, πού εἶ­ναι στό πρῶτο τμῆμα, εἶχε ἀπό τήν ἀρχή δηλώσει πώς δέν θά πάει.
«Δέν σέ ἀφήνει ἡ μαμά;», τόν εἰρω­νεύ­τηκε κάποια. «Ὄχι, δέν θέλω ἐγώ νά πά­ω», τῆς ἀ­πάντησε καί τῆς ἔκοψε τή φόρα.
Ξεκίνησε νά πάει καθυστερημένος στήν τάξη του. Οὔτε πού θυμόταν τί μάθημα ἔχει. Πέρασε μπροστά ἀπό τίς του­αλέτες κι ἄκουσε τόν πρόεδρο τοῦ Δε­­κα- πενταμελοῦς νά μιλᾶ δυνατά μέ κάποιον:
-    Ντρέπομαι νά πῶ στά ἄλλα Γυμνάσια τό πόσο λίγες κάρτες πουλήσαμε. Τόν Περικλῆ δέν τόν εἶδα πουθενά στό διάλειμμα, αὐτός εἶπε πώς θά ἔρθει. Πρέ­πει νά πείσουμε τούς μικρότερους. Στό ἑπόμενο διάλειμμα θά πλευρίσουμε τά πρωτάκια.
-    Σιγά μήν ἔρθουν τά πρωτάκια. Ποιός γονιός θά ἀφήσει τό δωδεκάχρο­νο παιδί του νά πάει σέ ἕνα τέτοιο χορό; Θυμᾶσαι τί γινόταν πέρσι;
-    Ἄσε, φίλε, ἀ­κούστηκε ὁ ἄλλος νά λέει, ἐδῶ πού τά λέμε κι ἐγώ νά ἤμουν γονιός, δέν θά ἄ­φηνα τό παιδί μου νά πά­ει... Ἐδῶ σέ ἁπλό χορό γίνεται χαμός, ὄχι τώρα πού εἶναι μασκέ...
Κρύφτηκε πίσω ἀπό τήν πόρτα ὁ Περικλῆς μέχρι νά φύγουν καί δέν πίστευε σέ αὐτά πού ἄκουσε. Μά αὐτοί γιά νά τόν πείσουν τοῦ ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὅλα πολύ προσεγμένα καί ἀκίνδυνα. Ὅτι μό­νον "οἱ φλῶροι" δέν πᾶνε κι ὅτι θά εἶναι ἀ­πό τούς λίγους πού θά χάσουν μία τέτοια εὐκαιρία...
-    Σπυρόπουλε, γιατί δέν εἶσαι στήν τάξη σου; Εἶσαι καλά, παιδί μου;
Ἡ φιλόλογος τοῦ τμήματός του τόν πλησίασε ἀνήσυχη.
-    Ξεχάστηκα στήν αὐλή, κυρία, εἶπε καί ἀπέφυγε τό βλέμμα της.
-    Ὁ Σπυρόπουλος εἶναι; ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Διευθυντῆ στόν διάδρομο. Ἔλα, παιδί μου, λίγο στό γραφεῖο μου, τοῦ εἶπε, καί ὁ Περικλῆς ἔνιωσε τά πό­δια του νά λυγίζουν.
Μπῆκε ἀναστατωμένος στό γραφεῖο καί ὁ Διευθυντής τοῦ χαμογέλασε ἐνθαρρυντικά.
-    Πολύ σέ ἀγαπᾶ ὁ πατέρας σου, παι­­δί μου, τοῦ εἶπε καί τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα δίευρο. Ξέχασες νά τό πάρεις τό πρωί κι ὁ πατέρας σου τό ἔφερε καί μέ παρακάλεσε νά σοῦ τό δώσω. Ἄχ, αὐτοί οἱ γονεῖς, εἶπε μέ νόημα ὁ Διευθυντής, κι ὁ Περικλῆς ἀφοῦ εὐχαρίστη­σε, βγῆκε ἀ­πό τό γραφεῖο κατακόκκινος.
Μπῆκε στήν τάξη, λέγοντας στόν καθηγητή τῆς Μουσικῆς μία δικαιολογία γιά τήν καθυστέρηση καί περίμενε ὑπομονετικά νά χτυπήσει τό κουδούνι. Ἔχοντας τό δίευρο στήν τσέπη του, ἔνιωθε τήν πείνα νά τόν ζώνει, μά καί τήν καρδιά του νά ζεσταίνεται.
-    Περικλῆ, Περικλῆ, ἄκουσε στό διάλειμμα τόν Σωτήρη τόν Αὐγέρη νά τόν φωνάζει.
Γύρισε καί τόν κοίταξε ξαφνιασμένος.
-    Σέ ψάχνει ὁ μπαμπάς μου, τοῦ εἶπε κι ἔδειξε τόν κύριο Αὐ­γέ­­ρη στήν ἄλλη ἄκρη τῆς αὐ­λῆς.
Ἔτρεξε λευτερωμένος ὁ Περικλῆς ἐκεῖ πού ἦταν ὁ καθηγητής του:
-    Θά δώσετε ἄδεια στόν Σωτήρη νά ἔρθει αὔριο τό βρά­δυ στό σπίτι μου νά παίξουμε μαζί;
-    Πῶς κι ἔτσι Περικλῆ μου; τόν ρώ­τη­σε ἐκεῖνος. Δέν θά πᾶς στόν ἀποκριάτικο χορό;
-    Δέν θά πάω, κύριε, γιατί πρίν ἀπό λίγο πέσανε οἱ μάσκες..., ἀπά­ντησε ὁ Περικλῆς καί τοῦ διηγήθη­κε τή συνομιλία πού ἄκουσε.
-    Ἔ, Περικλῆ, ποῦ εἶσαι; ἄ­κου­σε λίγο ἀργότερα μπαίνο­ντας στόν διάδρο­μο τόν πρό­-    εδρο νά τοῦ φω­νά­ζει. Σοῦ ἔ­φερα τήν κάρτα.
-    Δέν θά ἔρθω, φίλε μου, τοῦ εἶπε ἀ­φοπλιστικά ἀποφασισμένος ὁ Περι­κλῆς.
-    Μά γιατί; ρώτησε ξαφνιασμένος καί ἀπογοητευμένος ὁ πρόεδρος.
-    Γιατί δέν μοῦ ἀρέσουν οἱ μάσκες, εἶπε καί προχώρησε.
-    Μά δέν εἶσαι ὑποχρεωμένος νά φορέσεις, τοῦ εἶπε μέ ἐλπίδα ἐκεῖνος.
-    Γιά τίς μάσκες πού φο­ρᾶ­τε ἐσεῖς μιλάω, τοῦ ἀπάντησε καί μπῆ­κε στήν τάξη του.

Ἑλένη Βασιλείου