Γοργοϋπήκοος

Γοργοϋπήκοος
Στῆς ζωῆς κάθε ξάφνιασμα
«Παναγιά μου!» φωνάζω.
Καί σέ βρίσκω κοντά μου
ἁπαλή σάν τήν αὔρα
ν᾽ ἀφουγκράζεσαι πρόθυμα
τῆς καρδιᾶς  κάθε χτύπο
καί μέ βιάση νά τρέχεις
στόν Υἱό σου γοργά νά τό πεῖς.
Νά γεμίσει ποθεῖς
τῆς ζωῆς μου τό ἄδειο κροντήρι
μέ  τό ζείδωρο δικό  Του
καθάριο κρασί.

Παναγιά μου!
Ὄνομά μου γλυκό,
πού ἀκριβό φυλαχτό
στήν καρδιά μου σέ κλείνω.
Ποῦ νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι
τόν πλοῦτο πού κρύβω!
Κι ἄν οἱ θλίψεις σπαράζουν
στό ἄραχλό μου σκαρί
καί  ἄν ὅλοι θαρροῦνε πώς ἔχω χαθεῖ,
ἡ εὐχή σου, μελτέμι ἀπό ἁγιόκλημα,
θωπεύει τό φτωχό μου πανί,
καί μέ βγάζει σέ γαλήνιο λιμάνι.

Παναγιά μου!
Τήν ψυχή τήν ἀνήσυχη
πού τό χῶμα ἀκόμα κοιτᾶ,
καί τρεκλίζει φορές
στά σκοτάδια,
στόλισέ την ἐσύ
μέ τ’ ἀθάνατα,
ἀκριβά σου πετράδια!
Καί σάν ἔρθει τό δεῖλι,
κράτησέ με ἐσύ ἀπ᾽ τό χέρι,
Παναγιά Ὁδηγήτρα,
στόν Νυμφίο Χριστό
ὁδήγησέ με γοργά,
γιά νά πιοῦμε μαζί
τῆς αἰώνιας χαρᾶς
τό καινό τό κρασί.
                     Δ. Δαμιανίδου