Τό δρᾶμα τῆς ὀρχήστρας

«Νά ξερένεται ἡ γούλα μ’,

ἄν ἀνασπάλω σε πατρίδα μ’».

(Νά μοῦ στεγνώσει ὁ λαιμός,

ἄν σέ ξεχάσω, πατρίδα μου).

mpanta  Χιλιάδες ἄμαχους Ποντίους κατασφάζει ὁ στυγερός στενός συνεργάτης τοῦ Κεμάλ, ὁ Τοπάλ Ὀσμάν. Στά νεανικά του χρόνια ζεῖ στήν Κερασούντα ὡς ἁπλός βαρκάρης. Τρέφει ἄσπονδο μίσος γιά τούς Ἕλληνες. Ὁ Κεμάλ τό 1919 ἀναθέτει σ’ αὐτόν, πού ἦταν πρῶτα λοχίας τοῦ ὀθωμανικοῦ στρατοῦ, νά καθαρίσει τόν Πόντο ἀπό τό ἑλληνικό στοιχεῖο. Τό ὄνομά του περνάει στήν ἱστορία μέ μαῦρα γράμματα μέ τήν προσωνυμία «ὁ σφαγέας τῶν Ποντίων» ἤ «ἡ ὕαινα τοῦ Πόντου».
 Μέ τήν πολυπληθῆ ὁμάδα του ὁ Τοπάλ δρᾶ στά ἑλληνικά χωριά στήν περιοχή τῆς Κερασούντας. Οἱ ἄντρες του ἁρπάζουν τά μωρά, τά πετοῦν πάνω σέ βράχους, γιά νά σπάσουν τά κεφαλάκια τους. Κακομεταχειρίζονται ἔγκυες γυναῖκες, κλείνουν γέροντες καί γυναικόπαιδα μέσα στίς ἐκκλησιές κι ὕστερα τούς καῖνε. Πυροβολοῦν μαζικά ἀνθρώπους. Ἀνάβουν φωτιές, καῖνε χωριά, γιά νά μή μποροῦν νά ἐπιστρέψουν οἱ πληθυσμοί πού ἐκτοπίζουν.
  Τό φοβερό, ἀκριβέστερα τό σατανικό, εἶναι πώς σφάζει τούς Ἕλληνες τοῦ Πόντου μετά μουσικῆς. Ἡ φιλαρμονική ὀρχήστρα τῆς Κερασούντας ἔχει μιά δραματική, αἱματοβαμμένη ἱστορία. Τήν ὀρχήστρα ἀπαρτίζουν δεκατρεῖς Ἕλληνες καί τρεῖς Τοῦρκοι. Ὁ Ὀσμάν ἐπιστρατεύει βίαια τήν μπάντα καί τή χρησιμοποιεῖ στά φρικτά του ἐγκλήματα. Καθώς μπαίνει στά χωριά μέ τούς τσέτες του, διατάζει τήν μπάντα νά παίζει τουρκικά ἐμβατήρια. Καί τότε, μέ συντροφιά τή μουσική, ἐπιδίδονται στό αἱματοκύλισμα τῶν ἄμαχων Ἑλλήνων. Πόσες φορές, ἀπό τά ἀπεχθῆ πού ἔβλεπαν οἱ ὀργανοπαῖκτες δέν μποροῦσαν νά παίξουν σωστά τίς νότες, γιατί τά δάχτυλά τους ἀκινητοποιοῦνταν! Ὁ Τοπάλ κρατᾶ στήν Κερασούντα ὡς ὁμήρους τίς οἰκογένειες τῶν μουσικῶν μέ σκοπό νά τίς σφάξει, ἄν κάποιος τοῦ ἔφερνε ἀντίρρηση.
   Φοβερή εἶναι ἡ σφαγή τῶν Ποντίων στήν πόλη Μερζιφούντα. Στή διάρκεια τῶν σφαγῶν καί τῶν βιασμῶν τά μέλη τῆς ὀρχήστρας δέν ἀντέχουν. Αὐτή ἡ σφαγή «ὠχριᾶ μπροστά στή νύχτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου. Εἶχε παγώσει τό αἷμα μας, δέν ὑπάρχει κάλαμος συγγραφέα πού νά μπορεῖ νά περιγράψει τό τί ἔγινε στήν πόλη», σημειώνει ὁ Γιάννης Παπαδόπουλος στό βιβλίο του «Ποντιακαί Μελέται, Σελίδες ἀπό τήν ἱστορίαν τῆς Κερασοῦντος καί τά τερατουργήματα τοῦ αἱμοσταγοῦς Τοπάλ Ὀσμάν καθ’ ὅλη τήν περιφέρεια τοῦ Πόντου». Οἱ τσέτες βιάζουν καί σφάζουν ἀλύπητα ἡλικιωμένους, παιδιά καί γυναῖκες. Πουλοῦν τίς περιουσίες τῶν Ποντίων σέ Τούρκους. Ὁ Τοπάλ μέ τούς ὁπλισμένους ἀτάκτους του δολοφονεῖ συνολικά  περισσότερους ἀπό 70.000 Ἕλληνες.  
   Ὁ Κεμάλ καλεῖ στήν Ἄγκυρα τόν Ὀσμάν, γιά νά τόν τιμήσει γιά τίς θηριωδίες του. Αὐτός παίρνει μαζί του καί τήν ὀρχήστρα. Ἔχει σχέδιο φρικιαστικό. Ἀποφασίζει νά σφάξει τούς Ἕλληνες τῆς μπάντας, ὥστε νά μήν ἀποκαλυφθοῦν οἱ φρικτές δολοφονίες του. Δένουν τούς ἀνυποψίαστους ὀργανοπαῖκτες καί πέντε-πέντε τούς σφάζουν μέ τίς ξιφολόγχες. Οἱ σπαραξικάρδιες κραυγές τους ἀντηχοῦν μές στή φύση κι ἀντιλαλοῦν πέρα ὥς πέρα, κόβοντας τήν ἀνάσα. Ὁ Γιάννης Παπαδόπουλος ἀπομένει τελευταῖος μ’ ἕναν φίλο του. Μ’ ἕναν σουγιά ὁ φίλος του κόβει τά σχοινιά, ἀπελευθερώνει καί τόν ἴδιο καί τό βάζουν στά πόδια. Δυστυχῶς, ὁ φίλος του πέφτει νεκρός ἀπό τίς τουρκικές σφαῖρες.
   Μόνος του πιά ὁ τελευταῖος μουσικός τρέχει νά σωθεῖ. Κυνηγημένος φθάνει στόν Σαγγάριο ποταμό. Κατακουρασμένος καθώς ἦταν, τόν παίρνει ὁ ὕπνος. Ὅταν ξυπνᾶ, ἔκπληκτος ἀκούει κάποιον νά τραγουδᾶ στήν ἑλληνική γλώσσα ἕνα κλέφτικο τραγούδι. Εἶναι ἕνας ἕλληνας στρατιώτης πού πῆγε στό ποτάμι νά πάρει νερό. Ὁ Γιάννης στοχοποιεῖται, γιατί φορᾶ τούρκικη στρατιωτική στολή. Ὁ στρατιώτης τοῦ φωνάζει νά μήν κουνηθεῖ. Ὁ μουσικός κραυγάζει στήν ποντιακή διάλεκτο «εἶμαι Ρωμιός». Ὁ Ἕλληνας τόν ἀμφισβητεῖ καί τοῦ ζητᾶ ν’ ἀπαγγείλει τό «Πάτερ ἡμῶν» καί μετά τό «Πιστεύω». Πραγματικά τά λέει καί τότε ὁ στρατιώτης τόν ἀγκαλιάζει, τόν παίρνει στ’ ἄλογό του καί τόν παρουσιάζει στόν διοικητή του. Ὁ Γιάννης ζητᾶ ἕνα ὅπλο, γιά νά πολεμήσει τούς Τούρκους. Ὁ διοικητής Τσιρογιάννης τοῦ συστήνει πώς δέν πρέπει νά ριψοκινδυνεύσει περισσότερο τή ζωή του. Ἐπιβάλλεται νά ταξιδέψει στήν Ἑλλάδα καί νά περιγράψει τίς ὠμές φρικαλεότητες πού βίωσε.  
   Ὁ μουσικός ἐγκαθίσταται στήν Καβάλα. Δημιουργεῖ οἰκογένεια πολύτεκνη. Ἕξι βλαστάρια τόν περιστοιχίζουν. Δέν παύει ὅμως νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔζησε δίπλα στόν Τοπάλ κι εἶναι ὁ μοναδικός ἐπιζῶν αὐτόπτης μάρτυρας τόσων συγκλονιστικῶν, μαρτυρικῶν γεγονότων. Γι’ αὐτό τό 1965 πραγματοποιεῖ τήν καυτή του ἐπιθυμία. Γράφει κι ἐκδίδει τό βιβλίο του, ὅπου ἀποκαλύπτει ὅλες τίς σφαγές, τίς ληστεῖες, τούς βιασμούς τῶν Τούρκων. Τοῦτο τό πόνημα ἀποτελεῖ, ἰδιαίτερα γιά τίς νεότερες γενιές, μιά πολύτιμη, ἀδιάψευστη μαρτυρία τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, τῆς σχεδιασμένης καί μελετημένης γενοκτονίας τῶν Ποντίων.
   Ὁμόφωνα ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων, στίς 24 Φεβρουαρίου 1994, ψήφισε τήν ἀνακήρυξη τῆς 19ης Μαΐου ὡς ἡμέρα μνήμης γιά τή γενοκτονία τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2022