Στίς 7 Φεβρουαρίου

Ὁ χῶρος στάθμευσης τῶν αὐτοκινήτων τοῦ νοσοκομείου ἦταν γεμάτος καί ἡ κ. Στέλλα περίμενε ὑπομονετικά νά φύγει κάποιος, γιά νά παρκάρει στή θέση του. Μπροστά ἀπό αὐτήν περίμεναν ἄλλα τρία αὐτοκίνητα καί πῆρε ἤρεμη τό κομπο­σκοί­­νι στά χέρια της. Μνημόνευσε ὅ­λους τούς ἀσθενεῖς πού ἤξερε κι ὕστερα ἔκανε κι ἕνα κομποσκοίνι γιά τούς γιατρούς καί τό νοσηλευτικό προσωπικό πού πάλευαν καθημερινά μέ τόν θάνατο. Τό κορνάρισμα, πού ἀκούστηκε παρα­τε­τα­μέ­νο ἀπό τό αὐτο­κίνητο πού ἦταν πίσω ἀπό αὐτήν, τῆς ἔ­δωσε νά καταλάβει ὅτι ἦρθε ἡ σειρά της νά σταθμεύσει. Ἄφησε τό αὐτοκίνητό της κλει­δωμένο καί γύρισε νά πεῖ ἕνα συγ­γνώ­μη στόν ὁδηγό πού ἐκ­νεύρισε μέ τήν ἀργοπορία της.
- Στέλλα, ἐσύ; Ἄκουσε μία γνωστή φω­νή νά τῆς μιλάει, μά ἔτσι καθώς ἦταν κα­λυμ­μένη ἀπό τήν προστατευτική μά­σκα, δέν τή γνώρισε ἀμέσως.
- Ἔχεις κι ἐσύ συμπτώματα; τή ρώτησε, καί τότε κατάλαβε πώς ἦταν ἡ Μαί­ρη, ἡ συνάδελφός της στό τελευταῖο σχο­λεῖο πού δούλεψε δύο χρόνια προτοῦ πά­ρει σύνταξη.
Χαμογέλασε ἡ κ. Στέλλα καί τήν καθη­σύχασε ἀμέσως.
- Ὄχι, ὄχι δέν ἔχω συμπτώματα, καλή μου, γιά ἄλλο λόγο ἦρθα. Ἐσύ μᾶλλον ἔ­χεις, γιά νά μέ ρωτᾶς ἄν ἔχω κι ἐγώ, τῆς εἶ­πε μέ ἐνδιαφέρον.
- Ναί, ἔχω πυρετό κι εἶπα νά ἔρθω νω­ρίς νά τό προλάβω.
Ἡ θέση πού ἄδειασε ἔκανε τή Μαίρη νά ἀφήσει ἀπότομα τήν κουβέντα καί νά πάει ἀπό τήν ἄλλη πλευρά πού μόλις ἔ­φυγε ὁ προηγούμενος.
- Τά λέμε…, τῆς φώναξε βιαστικά ἡ Στέλλα κι ἀνηφόρισε πρός τό κεντρικό κτήριο.
Μόλις μπῆκε, ἔνιωσε ἕνα σφίξιμο στήν καρδιά της. Αὐτή ἡ γνωστή μυρωδιά τοῦ νοσοκομείου κι ἡ ἔντονη κινητικότητα τοῦ προσωπικοῦ τήν ἔκαναν νά νιώσει ἕνα φό­βο καί μία ἀγωνία.
- Παρακαλῶ, κυρία μου, τή σταμάτησε ἕνας τῆς ἀσφάλειας.
- Ἔχω ραντεβού στό ὀγκολογικό, τοῦ ἀπάντησε καί ἔδειξε τά χαρτιά της.
Ἀνέβηκε μέ τά πόδια στόν δεύτερο ὄ­ροφο πού ἦταν τό ὀγκολογικό καί στάθη­κε στόν διάδρομο. Ἔπιασε ἀσυναί­σθητα τά ὄμορφα ἄσπρα σγουρά μαλλιά της καί δί­χως νά τό καταλάβει τῆς ἦρθαν δάκρυα.
- Εἶμαι...
- Ἡ κυρία Στέλλα! φώναξε μέ ἐνθουσιασμό ὁ γιατρός, πού ἐμφανίστηκε ἐ­κείνη τήν ὥρα μπροστά της χαμογελα­στός.
- Ναί, ἀπάντησε ξαφνιασμένη ἐκείνη.
- Κι ἐγώ ὁ Χρῆστος ὁ Σωτηρόπουλος, ἀπάντησε πιό πολύ συγκινημένος αὐτή τή φορά ὁ γιατρός.
- Ὁ Χρῆστος ὁ γιατρός; Ρώτησε ἡ κ. Στέλλα κι ἐκεῖνος ἀντί γιά ἀπάντηση πῆρε τά χέρια της μέσα στά δικά του καί τά φίλη­σε.
- Σπάω κάθε πρωτόκολλο σήμερα, κυ­ρία μου, ἔχω νά σᾶς συναντήσω τριά­ντα ὁλόκληρα χρόνια, τῆς εἶπε καί τήν ὁδήγη­σε στό γραφεῖο του.
Ἄνοιξε τό συρτάρι του κι ἔβγαλε ἀ­πό μέσα ἕνα τετράδιο πού φαινόταν πολύ φθαρμένο.
- Ὅπου βρέθηκα, καί στά χρόνια τῶν σπουδῶν μου, μά καί ὅπου δούλεψα, τό κουβαλῶ μαζί μου. Εἶναι τό τετράδιο τῶν Ἐκθέσεων τῆς Πέμπτης τάξης. Μᾶς εἴ­χα­τε δώσει τό θέμα «Τί θά γίνω, ὅταν μεγα­λώ­σω» κι ἐγώ ἔγραψα ὅτι θέλω νά γίνω γιατρός, γιά νά κάνω καλά τούς ἀνθρώπους…
- Κι ἐγώ σοῦ ἔγραψα ἀπό κάτω ὅτι ἴσως κάποτε κάνεις καλά καί μία κυρία μέ ἄσπρα μαλλιά, τήν κυρία σου.
- Τό θυμάστε, κυρία; Τό θυμάστε;
- Ποτέ δέν τό ξέχασα, Χρῆστο μου, καί τό ὄνομά σου μαζί μέ τά ὀνόματα ὅλων τῶν παιδιῶν πολλές φορές τό πέρασα ἀπό ἐδῶ, τοῦ ἀπάντησε, δείχνοντάς του τό πολυχρησιμοποιημένο κομποσκοίνι της.
- Καί τώρα ἦρθε ἡ ὥρα, κυρία μου! Διάβασα μέ προσοχή τόν φάκελό σας καί ἦρ­θα σέ ἐπικοινωνία μέ τόν γιατρό πού σᾶς χειρούργησε. Θά ξεκινήσουμε μαζί ἐδῶ τίς χημειοθεραπεῖες σας καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὅλα θά πᾶνε καλά!
- Ἐσύ θά μέ ἀναλάβεις; Τόν ρώτησε χαρούμενη.
- Ναί, ἐγώ, τῆς εἶπε χαμογελώντας. Ἐκτός… ἄν δέν μέ ἐμπιστεύεστε… Ὅσο γιά τά ἄσπρα σγουρά μαλλιά σας, σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι θά ξαναφυτρώσουν πιό ὄ­μορφα καί πιό ζωντανά...
- Πότε ξεκινᾶμε, παιδί μου; τόν ρώτη­σε δακρυσμένη.
Πῆρε τό ἡμερολόγιο στά χέρια του ὁ ὀγκολόγος τοῦ ἐπαρχιακοῦ νοσοκομείου καί τό κράτησε ἀνοικτό στόν Φεβρουάριο.
- Λοιπόν, σήμερα ἔχουμε 2 τοῦ μηνός, τί θά λέγατε γιά τή Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου;
- Ἀπίστευτο! Δέν εἶναι δυνατόν! ψιθύρισε ἡ κ. Στέλλα.
- Ἄν δέν σᾶς βολεύει τό ὁρίζουμε γιά ἄλλη μέρα, τῆς μίλησε καθησυχαστικά ὁ γιατρός.
- Χρῆστο, διάβασε ποιός γιορτάζει στίς 7 Φεβρουαρίου, δές, γιατρέ μου!
- Ὁ ὅσιος Παρθένιος ἐπίσκοπος Λαμψάκου! Ὁ ἅγιος τῶν καρκινοπαθῶν!
- Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού βγῆκαν τά ἀποτελέσματα τῆς ἱστολογικῆς ἐξέτασης, εἶπα «τά ἀφήνω ὅλα στά χέρια σου, Χριστέ μου!». Σήμερα ξέρω πώς ὅ,τι καί νά γίνει, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ πορεία τῆς ἀσθένειάς μου, ὁ Χριστός μου δέν θά μέ ἐγκαταλείψει... Ναί, γιατρέ μου, δέν ὑπάρχει καλύτερη μέρα γιά νά ξεκινήσουμε τήν πρώτη χημειοθεραπεία, εἶπε καί ψάχνο­ντας μέ τρεμάμενα χέρια στήν τσάντα της, ἔβγαλε μία μικρή εἰκονίτσα τοῦ ὁσίου Παρθενίου καί τοῦ τήν ἔδωσε.
- Τή χάριζα σέ ὅσους καρκινοπαθεῖς γνώριζα, τοῦ εἶπε συγκινημένη.
- Σάν τίς εἰκονίτσες πού μᾶς δίνατε τότε πού σᾶς εἴχαμε δασκάλα, τῆς εἶπε καί τήν ἔφερε εὐλαβικά στά χείλη του.
- Ὅ,τι φυτέψατε στίς καρδιές μας, κυ­ρία, νά ξέρετε ὅτι δέν πῆγε χαμένο, εἶπε ὁ γιατρός τήν ὥρα πού τήν ξεπροβόδιζε… Θά σᾶς περιμένω τή Δευτέρα… θά σᾶς περιμένω μαζί μέ τόν ὅσιο Παρθένιο...
Στόν χῶρο στάθμευσης τοῦ νοσοκο­μεί­ου γινόταν καί πάλι ἕνας χαμός.
- Κι ἐσύ θετική; Ἄκουσε νά τή ρωτᾶ λίγο σαρκαστικά ἕνας ἄγνωστος ἄντρας πού ἔψαχνε θέση.
- Θεέ μου, σέ εὐχαριστῶ, πού δέν εἶ­μαι ἀρνητική στήν ἀγάπη Σου, ψιθύρισε κι ἔ­βα­λε μπρός τό αὐτοκίνητό της. Ἡ οὐρά τῶν αὐτοκινήτων ἔφτανε πιά ὥς τήν πύλη τοῦ νοσοκομείου.
- Κάνε, Θεέ μου, ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά γίνουν θετικοί στήν κλήση σου, παρακάλεσε, καί δέν τῆς φαινόταν πιά ἀνί­κητος οὔτε ὁ ἰός οὔτε ὁ καρκίνος!

Ἑλένη Βασιλείου