Τά κριτήρια τῆς πνευματικότητας

  ῾Η πνευματική προκοπή τῶν πιστῶν τῆς Θεσσαλονίκης πυροδοτεῖ τήν καρδιά τοῦ ἀποστόλου γιά ἀδιάλειπτη προσευ­χή, ὅπως τούς τό γράφει: «Ἀδιαλεί­πτως μνημονεύοντες ὑμῶν τοῦ ἔργου τῆς πίστεως καὶ τοῦ κόπου τῆς ἀγά­πης καὶ τῆς ὑπομονῆς τῆς ἐλπίδος τοῦ Κυ­ρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἔ­μπρο­σθεν τοῦ Θεοῦ καὶ πατρὸς ἡμῶν» (Α΄ Θε 1,3). Αὐτό εἶναι «ἀπόδειξις τῆς πρός τούς Θεσσαλονικεῖς ὑπερβολικῆς ἀγά­πης τοῦ μεγάλου Παύλου», σημει­ώ­νει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης.
 apostolos Paulos ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος χαίρεται καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν πνευματική προκοπή τῶν Θεσσαλονικέων, τήν ὁ­ποί­α διαπιστώνει καί «ζυγίζει» μέ βάση τρία κριτήρια. Ὅπως μποροῦμε νά ἐξε­τά­σουμε καί νά μετρήσουμε διάφορα πρά­γματα πού μᾶς ἐνδιαφέρουν μέ εἰδι­κά ὄργανα, π.χ. τό βάρος μας μέ τή ζυ­γα­ριά, τήν καρδιά μας μέ καρδιο­­γράφη­μα, τόν ἐγκέφαλό μας μέ ἐγκεφαλο­γρά­φη­μα κτλ., ἔτσι ὑπάρχει τρόπος νά ζυγί­σου­με καί νά μετρήσουμε τήν πνευ­ματική μας προκοπή. Εἶναι τά τρία κρι­τήρια πού ἀναφέρει σ᾽ αὐτόν τόν στί­χο ὁ ἀπό­στολος: ἡ πίστη, ἡ ἀγά­πη, ἡ ἐλ­πί­δα. Μ’ αὐτά ἐλέγχουμε τό πνευ­μα­τικό μας βάρος, τήν πνευματική μας κα­τά­σταση.
  Ἡ πίστη, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀλλοῦ, εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπό­στασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλε­πο­μένων» (Ἑβ 11,1). ῞Ολα ὅσα συνδέονται μέ τίς ἐνέργειες, τήν ἀγάπη καί τά ἔργα τοῦ Θεοῦ τά μελετοῦμε καί τά γνωρίζουμε μέ τήν πίστη. ᾿Αλλά ἡ πίστη δέν εἶ­ναι κά­τι θεωρητικό. «῾Η πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν», λέγει ὁ ἀδελ­φόθεος ᾿Ιά­κω­βος (2,20). ῎Εχουμε πίστη, ὅταν ἔ­χουμε ἔργα πίστεως. Καί ἔργα πίστεως εἶναι τά τολμηρά ἐκεῖνα ἅλματα πού κάνει ὁ πι­στός μέ αὐταπάρνηση, μέ θυ­σία καί ἀ­γάπη πρός τόν Θεό. Ἔργο πί­στεως εἶναι ἡ μετάνοια, δηλαδή ἡ ἀλ­λα­γή ζωῆς καί πορείας, ἡ ἄρνηση τῆς ἁ­μαρ­τίας καί ἡ μίμηση τῆς ἁγίας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. ᾿Ακόμη, ἔργα πίστεως εἶναι ἡ προσευχή, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ θεία Κοι­νωνία, ὁ ἀ­γώνας καί ἡ ἀγωνία νά ἐπι­κρατήσει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στόν κό­σμο.
  Πίστη, πολύ ἁπλά, εἶναι νά δεχθοῦμε μέ ἐμπιστοσύνη ὅ,τι μᾶς προσφέρει ὁ Θεός, νά ὑποταχθοῦμε στό θέλη­μά του καί νά μείνουμε γιά πάντα ἑνωμένοι μα­ζί του. Αὐτό τό ἔργο ὅμως εἶναι τό πιό βαρύ καί δύσκολο, διότι μᾶς ὑπο­χρεώνει κάθε στιγμή νά πεθαίνουμε καί νά ἀνα­σταινόμαστε· νά νεκρώνουμε τή λογική, τά θελήματα καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ σαρ­κικοῦ, τοῦ χωματένιου ἀνθρώ­που πού ἔχουμε μέσα μας καί νά ἀντι­με­τωπί­ζου­με τά πράγματα μέ «νοῦν Χρι­στοῦ». Νά μᾶς κυβερνᾶ ὁ Χριστός. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς πίστεως.
  Γνώρισμα τῶν πιστῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀ­γά­πη μέ τίς δύο κατευθύνσεις: πρός τόν Θεό καί πρός τούς ἀνθρώπους. ᾿Από­δειξη ὅτι πι­στεύουμε καί ἀγαποῦμε τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς: «ἐν τού­τῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλ­λήλοις» (᾿Ιω 13, 35 πρβλ. Α´ ᾿Ιω 4,20-21). ῞Οπως ὁ Χρι­στός μᾶς ἀγάπησε καί θυ­σιάστηκε γιά μᾶς, ἔτσι καί ἐμεῖς ὀφεί­λουμε νά ἀγα­ποῦμε καί νά θυσιαζόμαστε γιά τούς ἀν­θρώπους, τά παιδιά τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀγάπη αὐτῆς τῆς ποιότητας δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Γι᾽ αὐτό ὁ ἀπό­στολος μιλᾶ γιά «κόπο». Στή ζυγαριά τῆς συγχωρη­τικό­τητας καί τῆς ἐλεημο­σύνης μποροῦμε νά ζυγίζουμε μέ ἀκρίβεια αὐ­τόν τόν κό­πο. ῾Ο ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λός σέ μιά διδαχή του τό ἐξηγεῖ πολύ ἁπλά: «᾿Εγώ ἔχω ψωμί νά φάγω, ἐσύ δέν ἔχεις· ἀνίσως καί σοῦ δώσω κομμάτι καί σέ, ὁπού δέν ἔχεις, τότε φανερώνω πώς σέ ἀγα­πῶ. ᾿Αμή ἐγώ νά φάγω ὅλο τό ψωμί καί ἐσύ νά πεινᾷς, τί φανερώνω; Πώς ἡ ἀ­γάπη ὁπού ἔχω εἰς σέ εἶνε ψεύ­τικη… Εἶ­σαι λυπημένος· ἀπέθανεν ἡ μήτηρ σου, ὁ πατήρ σου· ἀνίσως καί ἔλ­θω νά σέ πα­ρηγορήσω, τότε εἶνε ἀλη­θι­νή ἡ ἀ­γάπη μου. ᾿Αμή ἀνίσως σύ κλαίῃς καί θρηνῇς καί ἐγώ τρώγω, πίνω καί χορεύ­ω, ψεύ­τι­κη εἶνε ἡ ἀγάπη μου … Μέ ψεύ­τικην ἀ­γάπην δέν πηγαίνομεν εἰς τόν παρά­- ­δεισον».
  Τό τρίτο κριτήριο πνευματικότητας εἶναι ἡ ἐλπίδα, ὄχι ὡς μία ἀόριστη καί ἀβέβαιη ἀπαντοχή, ἀλλά ὡς βίωση τῆς μέλλουσας πραγματικότητας. Μέ τήν ἐλ­πίδα π.χ. ὁ πιστός δέν περιμένει νά ἀρ­χίσει ἡ αἰώνια ζωή μετά τόν θάνατό του. Τή ζεῖ ἀπό τώρα, ἀπό τή στιγμή πού γνώρισε τόν Χριστό καί ἐπιβεβαιώνει τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώ­νιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀ­ληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιη­σοῦν Χριστὸν» (᾿Ιω 17,3). Μερικά παρα­δείγμα­τα ἀπό τήν καθημερινή μας ζωή βοηθοῦν νά συλλάβουμε τό νόημα τῆς χριστια­νικῆς ἐλπίδας: α) ῾Ο ἔμπορος ἀ­γοράζει ἀπό κάποιον παραγωγό τά προϊ­όντα, τά συσκευάζει, δίνει τήν προκα­- τα­βολή, τό καπάρο, καί τά ἀφήνει στήν ἀ­ποθήκη τοῦ παραγωγοῦ γιά λίγο, μέ­χρι νά ἔλθει ὁ καιρός νά τά παρα­λά­βει. ῾Ο παραγωγός, ἀπό τήν ὥρα πού πῆ­ρε στό χέρι τήν προκαταβολή, δέν ἔχει πλέον καμία ἀγωνία γιά τά προϊόντα του. Εἶναι σάν νά τά ἔχει πουλήσει. β) Ὁ ὑ­ποψήφι­ος, πού ἔδωσε ἐξετάσεις γιά τήν εἰσα­γω­γή του στό πανεπιστήμιο, βλέπει τό ὄ­νομά του στή λίστα τῶν ἐ­­πιτυ­χό­ντων. Αὐτό ἀρκεῖ γιά νά αἰσθά­νε­ται φοι­τητής κι ἄς μήν ἔκανε ἀκόμη τήν ἐγ­γραφή του στό πανεπιστήμιο. γ) Κλη­ρο­νομεῖ κά­ποιος μία μεγάλη περιουσία. ᾿Από τήν ὥρα πού λαμβάνει τή σχετική ἐπιταγή, παρό­τι δέν εἰσέπραξε ἀκόμη τά χρή­μα­τα, χαί­ρεται διότι ἔγινε πλούσιος.
  Ἔτσι καί ὁ πιστός. Προγεύεται ἀπό ἐ­δῶ, μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τήν αἰώνια ζωή καί ἔχει χειροπιαστή ἐλπίδα γιά ὅσα τόν περιμένουν μετά θάνατον. Αὐτή ἡ ἐλπίδα τροφοδοτεῖ τήν ἀγάπη του καί τόν δυναμώνει, ὥστε νά ὑπο­μέ­νει πειρασμούς, θλίψεις καί δυσκολίες.  

Στέργιος Ν. Σάκκος