Ἅγιε Βασίλη, πρόφτασε

dihghma  Χειμώνας! Χειμώνας βαρύς! Ἡ ξυλόσομπα, ὅσο καί νά μπουμπούνιζε, δέν ἔ­φτανε νά ζεστάνει τόν χῶρο πού ἔμπαζε ἀπό παντοῦ. Μά κανείς δέν κρύωνε. Μᾶλλον κανείς δέν παραπονέθηκε ὅτι κρύωνε. Κοίταξε τά ξαναμμένα ἀπό τό παιχνίδι πρόσωπα τῶν παιδιῶν της ἡ Δέσποινα κι ἔνιωσε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά της. Τά λόγια τῆς Ἀναστασίας, τῆς γυναίκας τοῦ μπακάλη, ἦρθαν στό νοῦ της καί πάλι καί τήν ἀναστάτωσαν.
- Κάθε φορά πού ἔρχεται κάποιο παι­δί σου στό μπακάλικο, οἱ καραμέλες κι οἱ τσίχλες πού εἶναι μπροστά στόν πάγκο λιγοστεύουν. Ὁ ἄντρας μου δέν τούς παίρνει χαμπάρι, μά ἐγώ εἶμαι σίγουρη πώς τά παιδιά σου ἁπλώνουν χέρι.
Δέν ἄνοιξε τό στόμα της νά πεῖ κουβέντα ἡ Δέσποινα. Τά ἤξερε τά παιδιά της, μά ἤξερε ἐπίσης ὅτι ἡ στέρηση σέ ἕνα παιδί μπορεῖ νά γίνει κακός σύμβουλος. Δέν ἤθελε νά τούς πεῖ κάτι ἀπόψε, μέρα πού ἦταν, μά ἀπό κείνη τήν ὥρα δέν ἡσύχασε.
- Μαμά, ὁ ἁη-Βασίλης θά ἔρθει σέ μᾶς ἀπόψε; ρώτησε μέ κάποιο παράπονο στή φωνή ἡ Δήμητρα.
- Ἅμα ἤσουν καλό κορίτσι, εἶπε μέ σοβαρότητα μεγάλου ὁ Γιῶργος, πού εἶχε κλείσει τά ἑφτά.
- Ἤμουν! εἶπε μέ σιγουριά ἡ Δήμητρα κτυπώντας μέ δύναμη τό δεξί της πό­δι. Ἔ, μανούλα; Δέν ἤμουν;
Γέλασε ἡ Δέσποινα μέ τήν ἁπλότητα τῆς μικρῆς της κόρης καί κοίταξε ὕστερα μέ θλίψη τόν ἄντρα της, πού ἄκουγε σιω­πη­λός.
Ἐκεῖνος ἔσκυψε ἀμήχανα τό κεφάλι κι ὕστερα γύρισε καί κοίταξε τή Δήμητρα
- Ἤσουν πολύ καλό παιδί, παιδί μου, τῆς εἶπε, μά βλέπεις εἴμαστε τό τελευταῖο σπίτι τοῦ χωριοῦ κι ὥσπου νά φτάσει ὥς ἐδῶ τελειώνουν τά δῶρα του.
- Μπορεῖ ὅμως νά τοῦ περισσέψουν καραμέλες καί τσίχλες, εἶπε ὁ Βασίλης, πού ὥς ἐκείνη τήν ὥρα διάβαζε ἕνα βιβλίο πού δανείστηκε ἀπό τό σχολεῖο του καί ἦταν ἀσυνήθιστα ἥσυχος.
- Ὁ νηστικός καρβέλια ὀνειρεύεται, τόν πείραξε ἡ Ἄννα, ἡ μεγάλη τους ἀ­δελ­φή.
Γύρισε καί τόν κοίταξε ἀνήσυχη ἡ Δέσποινα, μά τό πρόσωπο του ἦταν τόσο φωτεινό πού ντράπηκε μέ τή σκέψη πού ἔκανε.
- Ἄς εἶναι καί καραμέλες, εἶπε ὁ Γιωργάκης, ἐμένα μοῦ ἀρέσουν πολύ.
Τό σφύριγμα τοῦ ἀέρα γινόταν ὅλο καί πιό δυνατό καί παρόλο πού τά παιδιά ἀρνιόντουσαν νά πᾶνε στά κρεβάτια τους περιμένοντας νά ἔρθει ὁ νέος χρόνος, ἕνα-ἕνα παραδιδότανε στήν ἀγκαλιά τοῦ ὕπνου. Οἱ δύο μικροί κοιμήθηκαν πρῶτοι. Καί ἡ Ἄννα ἀκόμα λαγοκοιμήθηκε δίπλα στή σόμπα. Ὁ Βασίλης ὅμως διάβαζε σι­ωπηλός τό βιβλίο του κι ἔδειχνε ὅτι δέν εἶχε ὄρεξη νά κοιμηθεῖ.
- Βασιλάκη μου, πᾶμε γιά ὕπνο, τοῦ εἶπε ἡ Δέσποινα, ἀφοῦ τακτοποίησε στά κρεβάτια τούς ἄλλους πού κοιμόντουσαν. Ἡ σόμπα κοντεύει νά σβήσει καί θά κρυώσουμε, παιδί μου.
- Πήγαινε ἐσύ νά κοιμηθεῖς, μαμά, ἐγώ θά διαβάσω λίγο καί θά πάω γιά ὕπνο ἀργότερα.
Τόν ἄφησε μέ ἕνα σφίξιμο στήν καρδιά ἡ Δέσποινα καί πῆγε νά ξαπλώσει. Κάτι μέσα της ἔλεγε πώς κάτι τρέχει μέ τόν Βασιλάκη. Στριφογύρισε στό κρεβάτι δίχως ἀναπαμό κι ὕστερα πετάχτηκε ἀποφασισμένη. Βρῆκε τόν γιό της ἐκεῖ πού τόν ἄφησε, μά στά χέρια του δέν εἶχε τό βιβλίο ἀλλά μικρά σακουλάκια γεμάτα μέ καραμέλες καί τσίχλες.
- Βασίλη, γιέ μου! Πῶς μπόρεσες; Για­τί παιδί μου, γιατί;
Τήν κοίταξε μέ τό καθαρό του βλέμμα ὁ Βασίλης.
- Ὁ γιός μου, ὁ Βασίλης μου, κλέφτης;
- Μητέρα μου, δέν τίς ἔκλεψα! Μέρες τώρα τίς μαζεύω, γιά νά τίς βάλω στά μαξιλάρια τῶν μικρῶν. Ἤθελα νά τούς δώ­σω τή χαρά νά πάρουν κάτι ἀπό τόν ἅη-Βασίλη.
- Τίς ἀγόρασες ἀπό τόν μπακάλη; Ἀπό τό μαγαζί; Καί μέ τί λεφτά; ρώτησε μέ πόνο ἡ Δέσποινα.
- Ὄχι, δέν τίς ἀγόρασα ἀπό τόν μπακάλη. Ἀντάλλασα τούς βόλους πού κέρδιζα κάθε μέρα μέ καραμέλες πού ἔφερνε ὁ Ντῖνος, ὁ γιός του. Μᾶς ἔλεγε ὅτι παίρνει μόνος του ὅσες θέλει ἀπό τό μαγαζί τοῦ πατέρα του. Ξέρεις, ὁ Ντῖνος εἶναι πολύ ἀτζαμής στούς βόλους καί ἔτσι ἀπέκτησε πολλούς.
- Δηλαδή, τίς ἔκλεβε ὁ Ντῖνος;
- Μά ἀφοῦ δικό του εἶναι ὅλο τό μαγαζί! διαμαρτυρήθηκε ὁ Βασίλης.
- Ὁ πατέρας του τό ἤξερε; ρώτησε αὐστηρά ἡ Δέσποινα.
- Ὄχι, εἶπε ξεροκαταπίνοντας ὁ Βασίλης.
- Αὔριο μετά τήν ἐκκλησία, θά τίς γυρίσεις πίσω στόν μπακάλη. Θά τοῦ ἐξηγήσεις τί ἔγινε καί..
- Μά ὁ Ντῖνος πῆρε τούς βόλους μου. Μπορεῖ καί νά τούς ἔχασε παίζοντας μέ ἄλλα παιδιά, τή διέκοψε ἐκεῖνος.
- Δέν ἔχει σημασία τί ἔγιναν οἱ βόλοι σου. Ἐσύ τίς καραμέλες καί τίς τσίχλες θά τίς γυρίσεις πίσω,
- Νά κρατήσω μόνο λίγες γιά ἀπόψε… Σέ παρακαλῶ μαμά.
Ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της καί τόν ἔ­κλει­σε μέσα ἡ Δέσποινα.
- Αὐτός πού δέχεται πράγματα πού τοῦ δίνει κάποιος πού τά ἔκλεψε, ἔστω κι ἄν τά ἀγοράζει, εἶναι σάν νά τά ἔκλεψε ὁ ἴδιος. Ὀνομάζεται κλεπταποδόχος. Θέλεις νά κάνεις αὐτό πού θέλει ὁ Ἅγιός σου πού γιορτάζει αὔριο;
- Κι ἡ Δήμητρα; Ὁ Γιῶργος; τή ρώτη­σε δακρυσμένος.
- Ἔχει ὁ Θεός, γιέ μου!
Παρέδωσε μέ δάκρυα τόν θησαυρό του στά χέρια τῆς μάνας του ὁ Βασίλης καί πῆγε νά κοιμηθεῖ. Ἀλλιῶς τό ὀνειρεύτηκε αὐτό τό βράδυ ὁ Βασίλης, μά τό καταλάβαινε πώς ἡ μάνα του εἶχε δίκιο. Τό πρωί σηκώθηκε πρῶτος γιά νά προφτάσει νά πάει νά κτυπήσει τήν καμπάνα. Ὁ πα­πα-Φώτης τοῦ εἶπε νά εἶναι ἀπό τήν ἀρ­χή, νά τοῦ ἀνάψει τό θυμιατό, γιά νά βάλει «εὐλογητός». Ἄνοιξε τήν πόρτα καί βγῆ­κε ἔξω. Ἦταν χαρούμενος, πολύ χαρού­με­νος ὁ Βασίλης. Παραξενεύτηκε πού ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιά τόν περίμενε ὁ Ντῖνος.
- Ἡ μάνα μου, τοῦ εἶπε, εἶπε χθές στόν πατέρα μου ὅτι ἐσύ καί τά ἀδέλφια σου κλέβατε καραμέλες καί τσίχλες ἀπό τό μαγαζί. Ὁ πατέρας μου ἤθελε νά ἔρθει νά πιάσει τόν πατέρα σου καί νά τοῦ τό πεῖ. Τοῦ τά εἶπα ὅλα! Εἶπα ὅτι ἐγώ ἔ­κλεβα τίς καραμέλες... Μοῦ εἶπε νά σοῦ γυρίσω τούς βόλους.
- Κι ἐμένα ἡ μάνα μου μοῦ εἶπε νά σοῦ γυρίσω τίς καραμέλες, εἶπε γελώντας ὁ Βασίλης καί τράβηξε τό σχοινί τῆς καμπάνας.
- Ἡ μάνα μου εἶπε νά κρατήσεις τίς καραμέλες, εἶπε φωνάζοντας γιά νά τόν ἀκούσει ὁ Βασίλης. Σᾶς ἀδίκησε εἶπε πού σᾶς κατηγόρησε. Θά σᾶς φέρει καί σοκολάτες.
- Μπορεῖς νά ἀνάψεις τό θυμιατό τοῦ παπᾶ; τόν ρώτησε μόλις παράτησε τό σχοινί ὁ Βασίλης.
- Μπορῶ, ἀπάντησε παραξενεμένος ὁ Ντῖνος κι εἶδε τόν Βασίλη νά ροβολάει στόν κατήφορο.
Μπῆκε στό σπίτι ἀθόρυβα ὅπως βγῆ­κε. Βρῆκε τή μάνα του σκυφτή νά ἀνάβει τή ξυλόσομπα.
- Μαμά, προλαβαίνουμε!
Ἡ Δέσποινα ἄκουγε μέ δάκρυα αὐτά πού τῆς ἔλεγε ὁ γιός της.
- Πήγαινε, γιέ μου, μοίρασε τά δῶρα σου στά ἀδέλφια σου. Καί μακάρι, παιδί μου, ἄλλη ἔγνοια νά μήν ἔχεις ἀπό τήν ἔγνοια νά δίνεις χαρά στούς ἄλλους, νά γίνεσαι ἕνα μέ τόν Ἅγιό σου.
- Τζάμπα νά μή μέ λένε Βασίλη, εἶπε, κι ἐκεῖνες οἱ καραμέλες φάνταξαν στά χέρια του τσουβάλια ὁλόκληρα.
- Εὐτυχῶς κάτι περίσσεψε καί γιά τό τελευταῖο σπίτι τοῦ χωριοῦ, ψιθύρισε βγαίνοντας ἀπό τήν πόρτα καί τράβηξε γιά τήν ἐκκλησία.

Ἑλένη Βασιλείου

"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν. 2022