Ὕψωση Σταυροῦ, ἡ δική μας ἀνύψωση

CROSS1 cΜέ τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ δύο συμ­φο­ρές βρῆκαν τούς ἀν­θρώπους: τό σκοτάδι καί ἡ πτώ­ση. Ἐνῶ ὁ τίμιος Σταυρός δω­ρί­ζει στήν ἀνθρωπότητα δύο ἀγαθά: τό φῶς καί τήν ἀνόρθωση. Πά­νω σ’ αὐτούς τούς βασικούς ἄξονες συντίθεται τό τροπά­ριο τοῦ ἱεροῦ ποι­ητῆ Κοσμᾶ.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σύ σή­με­ρα μᾶς ἀνύψωσες. Ἔβγαλες στό φῶς τῆς θεογνωσίας ὅλους ἐμᾶς πού ἤμα­σταν δι­αρκῶς βου­τηγ­μέ­νοι καί βυθισμένοι μέ­σα στό σκοτάδι τῆς παράβασης τοῦ γε­νάρχη μας Ἀδάμ.
Ἡ φύση μας ὅλη ἔ­πε­σε ἀ­χα­­λίνωτα στήν πλάνη τῆς εἰ­δω­λολα­τρίας καί ἁ­μαρ­­τίας. Κι ὅπως μιά τερά­στια πέ­τρα, ὅταν πέσει ἀπό ἕνα ψη­λό βουνό, κινεῖ­ται ἀ­συ­γκρά­τητα συμπα­ρα­σέρ­νον­τας ὅ,τι βρεθεῖ μπροστά της, καί τότε μό­νο σταματᾶ, ὅταν βρεθεῖ στόν πά­το τοῦ ἐδά­φους, παρόμοια καί ἡ μεγά­λη ἁ­μαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἡ πλά­νη πού ξε­κί­­νησε ἀπό τόν παρά­δει­σο τῆς Ἐδέμ, παρέ­συ­ρε ὅλη τήν ἀν­θρώ­πινη φύ­ση καί τήν κα­τέ­­βασε μέχρι τόν ἅδη. Τό φῶς ὅ­μως τοῦ τιμίου Σταυ­­­­ροῦ σου, Κύ­ριε, ἀνόρ­θωσε ὁλόκληρο τό ἀνθρώ­πινο γένος μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο πῶς τό φῶς τοῦ Σταυροῦ μᾶς ἀνύψω­σε! Κα­λύτερα θά περιμέναμε νά πεῖ ὁ ποιητής πώς μ’ ἕνα χέρι ἤ μ’ ἕνα ραβδί μᾶς σήκωσε. Ἀλλ’ ὅταν ἕνας βρίσκεται πε­σμένος μέ­σα σ’ ἕνα σκοτεινό μέρος, διαλύ­εται ἀ­μέ­σως τό σκοτάδι μόλις πέσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ φωτός. Καί τότε ἡ λάμψη τοῦ φωτός δεί­χνει στόν πεσμένο τόν δρόμο καί τόν τρό­πο πῶς νά ση­κω­θεῖ.
Μαθαίνουμε, λοιπόν, ἀγαπη­τοί, πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι ζόφος, σκοτάδι. Σκοτίζει τόν νοῦ, μαυ­ρί­ζει τήν καρδιά καί ἀναστατώνει ὅλη τήν ἐσωτερική διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἡ ἁ­μαρτία εἶ­ναι βαρειά, μᾶς παρασέρ­νει στόν γκρεμό της. Ξανασηκώνο­νται γρή­γορα μόνον ὅσοι μετα­νο­οῦν.
Πρέπει, λοιπόν, ἀ­δελ­φέ, πρῶ­­τα ν’ ἀπο­φεύ­γεις μέ ὅλες σου τίς δυνάμεις κάθε ἁμαρτία, γιά νά μή σέ τυφλώσει καί γίνεις παιχνίδι τῶν δαιμόνων. Ἄν ὅμως ἀ­πό συναρπαγή τοῦ νοῦ κι ἀπό ἀσθένεια τῆς φύσης σου γκρε­μι­σθεῖς στόν λάκκο της, τότε τρέ­ξε νοερά στόν Ἰησοῦ Χριστό καί κραύ­­γασε ἀπό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς σου μέ πίστη σ’ Αὐτόν: «Κύ­ριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, πρόφθασε καί σήκωσέ με ἀπό τόν λάκ­κο τῆς ἁμαρτίας!».
Τότε ὁ φιλανθρω­πό­τατος Κύ­­ριος δέν πα­­­­ραβλέπει ἐσένα πού Τόν ἱκε­τεύ­εις νά σέ σώ­σει. Σέ σπλαχνίζεται, σέ συμ­πονεῖ, γιατί εἶσαι τό πλάσμα τῶν χεριῶν του. Γι’ αὐτό ἕνα θεϊκό χέρι εἶ­ναι πάντα ἁπλω­μένο στή μεριά σου, ἕ­τοιμο νά σοῦ προσφέ­ρει κάθε εἴδους στή­ριξη.

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου,
Ἑορτοδρόμιον.
 Ἀπόδοση Μ. Γ.