π. Ἀριστείδης Παπαδόπουλος, ὁ διακριτικός πνευματικός

pr aristides  Ἦταν 6 Μαρτίου, ἡμέρα Σάβ­βα­το, τό μεγάλο Ψυχοσάββατο, ὅπου ἡ Ἐκ­κλη­σία δέεται γιά τήν ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων παιδιῶν της. Ἐκεί­νη τήν ἡμέρα διάλεξε ὁ Κύριος γιά νά καλέσει στήν ἀνέσπερη βασι­λεία του τόν σεμνό λευΐτη του π. Ἀριστείδη Παπαδόπουλο, πλήρη ἡμε­ρῶν καί ἔρ­γων ἀγαθῶν. Ἦταν ὁ ἐφημέριος τῆς γενέτειράς του Μικρόπολης Δρά­μας καί ἐπί δεκαετίες ὑπηρέτησε ὄχι μόνο τήν ἐνορία του, ἀλλά καί γενι­κότερα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ὑποδειγματική ἀφοσίωση. Ἀγαπήθη­κε καί συνδέθηκε μέ πνευματι­κούς δεσμούς, ὄχι μόνον μέ τούς κατοί­κους τῆς ἐπαρχίας Δράμας, ἀλλά καί μέ χιλιάδες ἀνθρώπους τῆς εὐρύτε­ρης περιοχῆς τῆς Μακεδονίας, κα­θώς καί ἄλλων περιοχῶν τῆς πατρί­δας μας.
  Τίς γραμμές αὐτές χαράσσει ἡ εὐγνωμοσύνη μας γιά ὅσα μᾶς προσ­έ­φε­ρε ὁ π. Ἀριστείδης ὡς πνευματικός πολλῶν ἀδελφῶν τῆς Ἀδελ­­φότη­τός μας. Προσωπικά τοῦ χρω­στῶ καί τή συμμαρτυρία γιά τήν ἱερω­σύνη μου.
  Γόνος ποντιακῆς οἰκογένειας, γνώ­­ρι­σε ἀπό μικρός τόν πόνο καί ἔ­μαθε νά σηκώνει τόν σταυρό του μέ τή γεν­ναιότητα τοῦ πιστοῦ, στη­ρι­γμένος στόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἦ­ταν τό δεύτερο παιδί τῆς οἰκογένειας καί ἐπειδή ὅταν τόν συνέλαβε ἡ μητέρα του περνοῦσε μία σοβαρή ἀσθένεια, οἱ για­τροί τήν συμβούλευαν νά διακόψει τή ζωή τοῦ ἐμβρύου. Μέ πίστη καί αὐτοθυσία τόν κράτησε στά σπλάχνα της ἐκείνη ἡ εὐσεβής γυναίκα, γιά νά τόν καταστήσει στή συνέχεια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτό της διάκονο, σοφό καί δραστήριο ἐρ­γάτη στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου. Πέ­ρασε ἀπό τό καμίνι τῆς ὀρ­φά­νιας· ἡ μητέρα του ἔφυγε νωρίς ἀπό τόν κόσμο καί μεγάλωσε κοντά στή δεύ­τερη σύζυγο τοῦ πατέρα του. Δο­κι­μά­σθηκε στή σκληρή ἀγροτική ζωή, στόν ἀγώνα τῆς βιοπάλης. Ἀλλά οἱ δυ­σκολίες καί οἱ ἀντιξοότητες τόν στε­ρέ­ω­ναν πε­ρισσό­τερο στήν πίστη καί θησαύ­ριζαν στήν ψυχή του περίσσεια κατανόησης καί συμπάθειας γιά κάθε πο­νε­μέ­νο. Εἶ­χε τήν εὐλογία ἀπό τή νεό­τητά του νά καλ­λιερ­γεῖται πνευματικά κοντά σέ τί­μιους ἐρ­γάτες τοῦ εὐαγγε­λίου πού δροῦ­­σαν στήν περιοχή τῆς Δράμας. Ἀ­πό τότε διακρινόταν γιά τήν εὐλάβεια καί τή μεγάλη του ἀγάπη πρός τήν Ἐκ­κλησία. Ὅταν ἦλθε τό πλή­ρωμα τοῦ χρόνου, ἀφοῦ εἶχε κλεί­σει καί τήν τέ­ταρ­τη δε­καετία τῆς ζωῆς του, τόν κά­λε­σε ὁ Θεός νά διακονήσει τό ἱερό θυσια­­στή­ριο.
  Ὁ ἱερός ναός τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Μικρόπολης ἔγινε τό δεύτερο σπίτι του. Ἐκεῖ περνοῦσε τό μεγαλύτερο μέ­ρος τοῦ 24ώρου. Μέ ζῆλο φρόντιζε γιά τήν εὐπρέπεια καί τόν ἐξωραϊσμό του, κα­θώς καί γιά τά ξωκκλήσια τοῦ χω­ριοῦ. Ἀνύσταχτη ἡ μέριμνά του γιά τήν ἀνα­στή­λωση καί τόν ἐξαγιασμό τῶν ζων­τα­νῶν ναῶν, τῶν ἀνθρώπων τῆς περιο­χῆς. Τούς χειραγωγοῦσε στή με­λέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, τήν ὁποία ὁ ἴδιος -ἄν καί ὀλιγογράμματος- ὑπερα­γαποῦ­σε, καί γιά τόν σκοπό αὐτό ἵ­δρυ­σε τήν «Ἑστία», αἴθουσα ὅπου γι­νόταν κατήχη­ση ἀλλά καί ψυχαγωγία τῶν ἐ­νοριτῶν, ἀλλά καί τῶν πνευ­μα­τικῶν του παιδιῶν ἀπό τή γύρω περι­οχή. Δέν ἀπέκτησε παιδιά ἀπό τόν γάμο του μέ τήν ἀεί­μνη­στη πρεσβυτέρα Μαριάνθη. Ὁ Θεός ὅ­μως τοῦ χάρισε χιλιάδες πνευματικά παιδιά πού τόν ὑπερα­γα­ποῦσαν, ὅπως ἔδειξε καί ἡ πα­ρουσία μεγάλου πλήθους στήν κηδεία του, πα­ρά τίς ἀπαγορεύσεις καί τίς ἀν­τίξοες καιρικές συνθῆκες.
  Ἡ ἱερατική του διακονία διακρι­νό­ταν ἐξόχως γιά τήν ἁπλότητά της. Ἦ­ταν ἕνας ἁγνός καί τίμιος λευΐτης, ἄν­θρω­πος ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί ἔμπρα­κτης ἀγάπης, πού πρόσφερε τόν ἑαυτό του ὅλο «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρε­στον τῷ Θεῷ» (Ρω 12,1) καί ἤθε­λε νά ζεῖ κρυμμένος μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἀπέθετε καί τίς χιλιάδες ψυχές πού καθημερινά μνημόνευε παρακαλώντας νά τούς χορηγεῖ ὁ Θεός μαζί μέ τήν ὑγεία τοῦ σώματος, πόθο σωτηρίας καί πνεῦμα ἀντιστάσεως κα­τά τοῦ πειρα­σμοῦ.
  Ἀπό ὄρθρου βαθέος πήγαινε στόν ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ γιά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκπλη­ρώνον­τας τό ψαλμικό «ἐξεγερ­θή­σο­μαι ὄρθρου» (Ψα 107,3). Ξεκινοῦσε τή μνημό­νευση λίγο μετά τά μεσά­νυχτα, γιά νά συνεχίσει μέ τόν Ὄρθρο καί τή θεία Λειτουργία. Μέ τό ξημέρω­μα σκόρπιζαν γιά τίς ἐργασίες τους ὅσοι συμμετεῖχαν στή θεία Λειτουργία. Ὁ ἴδιος ἀποσυρό­ταν γιά λίγη ἀνάπαυση καί κατόπιν ἄρ­χιζε τήν ἱερά Ἐξομολό­γηση. Μία παύ­ση τό μεσημέρι καί κατόπιν πάλι Ἐξο­μο­λό­γηση μέχρι τόν Ἑσπερινό καί πέραν αὐ­τοῦ.
  Τό πετραχήλι του κατέστη ἀσφαλές καταφύγιο καί θεραπευτήριο, ὅπου χι­λιά­δες ψυχές ἔβρισκαν παρηγοριά καί ἀνακούφιση ἀπό τό φορτίο τῶν ἁμαρ­τιῶν τους. Βαθύς γνώστης τῆς πνευμα­τικῆς ζωῆς μέ ἰδιάζουσα ἐπιμέλεια καί ἀγάπη ὄχι μόνο παρηγοροῦσε καί ἀπά­λυνε τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τούς καλλιεργοῦσε κατά Θεόν. Ὡς διο­ρατικός πνευματικός δέν περιορι­ζόταν μόνον νά ἀφουγκρασθεῖ τίς ἀ­στο­χίες καί τίς ἀνησυχίες τους, ἀλλά καί τούς προέ­τρεπε, κυρίως μέ τό πα­ρά­δειγμά του, νά ἐπικαλοῦνται διαρκῶς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί νά μελε­τοῦν τόν λόγο Του. Συνδύαζε ἄριστα τήν ἐπιείκεια μέ τήν αὐστηρότητα, τό ἀμέριστο ἐνδιαφέρον μέ τόν θεοπρεπῆ σεβασμό τῆς ἐλευθε­ρίας τοῦ ἐξομολο­γουμένου. Δέν καλλι­εργοῦσε ἐν ὀνόματι τῆς ὑπακοῆς τήν ἀρρωστημένη ἐ­ξάρτηση τῶν ἀν­θρώπων ἀπό τό πρόσ­ωπό του. Χωρίς νά καταρ­γεῖ τήν προσ­ωπική εὐθύνη τῶν πνευ­μα­τικῶν του τέκνων γιά τήν πνευ­μα­τική τους πορεία καί τόν ἁγιασμό τους, τούς στήριζε ποι­κιλοτρόπως, κυ­ρίως προσευχόμενος στόν Κύριο ὡς ἀ­κοίμητος ἄγγε­λος, γιά τή σωτηρία τους.
  Ξεχωριστή θέση στήν καρδιά τοῦ π. Ἀριστείδη κατεῖχε ἡ νέα γενιά. Τό ἁγνό καί ἄδολο χαμόγελό του, πού ἀντιφέγ­γιζε τήν παιδική του ἀθωότητα, τοῦ ἔδι­νε τήν ἱκανότητα νά προσεγγίζει τούς νέους μέ ἕναν ἀπαράμιλλο τρόπο. Δια­κο­νία του ἀγαπημενη νά περιοδεύει στά σχολεῖα τῆς περιοχῆς, γιά νά ἐπικοινω­νήσει μέ τά παιδιά. Ὥριμοι σήμερα πολ­­­­λοί ἀπό ἐκείνους τούς μικρούς μα­θη­τές θυμοῦνται μέ τί λαχτάρα περί­μεναν οἱ ἴδιοι ἀλλά καί οἱ δάσκαλοί τους τόν πα­πούλη στό σχολεῖο τους. Ἐρ­χό­ταν πάν­τα χαμο­γελαστός μέ τίς τσέπες γεμάτες καρα­μέλες. Τούς κερνοῦσε, τούς ρω­τοῦ­σε πῶς περνοῦν, τούς μι­λοῦσε γιά τόν Χριστό. Κι ἔπειτα ἔλεγε: «Τώρα, ὅποιος θέλει ἄς ἔρθει νά τά ποῦ­με». Ἐ­κεῖνες οἱ παιδικές ἐξομο­λο­γήσεις ἄνοι­­ξαν σέ πολλούς τό μονοπάτι τῆς πνευ­ματικῆς ζωῆς, πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ παπούλη συνεχίζουν νά βαδίζουν μέχρι σήμερα. Δυστυχῶς, τά τελευταῖα χρόνια, μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς παρουσίας ἐξωσχο­λι­κῶν παραγόν­των στά σχο­λεῖα, δέν τοῦ ἐπιτρεπόταν νά μεταβεῖ καί νά συνα­να­στραφεῖ μέ τούς μικρούς του φίλους καί ἦταν βαθύτατα λυπημένος γι᾽ αὐτό, κάτι τό ὁποῖο συχνά τό ἐξέφραζε.
  Δέν εἶναι, βέβαια, δυνατόν νά περι­γράψει κανείς μέσα σέ λίγες γραμμές ὅλο τό ἔργο καί τήν προσφορά τοῦ π. Ἀρι­στείδη. Ὡστόσο, νομίζω πώς εἶναι ἀρ­κε­τά ὅσα προανέφερα, γιά νά ἀν­τι­λη­φθοῦμε πῶς διαχειριζόταν μέ σύνε­ση καί διάκριση τήν ἐξουσία τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ὥστε αὐτή ἡ διακονία του νά ἀποτελέσει γιά μᾶς τούς νεώ­τε­ρους ἱερεῖς πνευματική κληρονο­μιά, ὅ­πως καί ὁ ἴδιος παράδειγμα πρός μί­μη­ση.
  Πολυσέβαστε καί πεφιλημένε μας  π. Ἀριστείδη, ἡ πνευματική καί ἠθική πα­­ρακαταθήκη σου θά μείνει ἀνεξίτηλα χαραγμένη στόν νοῦ καί στήν καρδιά μας! Νά εὔχεσαι ὑπέρ ἡμῶν νά εἶναι χρι­στι­ανά τά τέλη τῆς ζωῆς μας, ὥστε νά ἀξι­ω­θοῦμε νά σέ ἀνταμώσουμε στή χώρα τῶν ζώντων. Ἀμήν!

π. Μιχαήλ Κόνιας