Γιά μιά στάμνα τάλαρα

stamna cΣτά δεκατέσσερά σου δέν λέγεσαι ἄντρας μά δέ λογιέσαι πιά καί γιά παιδί. Αὐτό τό ἤξερε καλά ὁ Μῆτρος τῆς Πανάγαινας μά ὅλο μπερδευότανε, γιατί γιά ἄλλα πράγματα τόν ἔλεγαν ἄντρα καί γιά ἄλλα παιδί. Ἦταν ὁ μικρός γιός τῆς μά­νας του. Οἱ ἄλλοι τρεῖς, οἱ μεγαλύτεροι, ἀπό τότε πού βγῆκε ἡ φήμη ὅτι ὁ πατέρας τους ὁ Πανάγος ἐκεῖ πού ἦταν στήν Πόλη ἀλλαξοπίστησε -ψέματα ἤ ἀλήθεια δέν τό μάθανε ποτέ- ἔφυγαν στό βουνό. Πῆγαν νά σβήσουν τή ντροπή καί τήν πί­κρα τους στό λημέρι τοῦ καπετάν Βουρδουλιᾶ.
Μία σταλιά μωρό ἦταν ὁ Μῆτρος τό­τε πού ἔφυγε ὁ πατέρας του. Δέν τόν γνώρισε κι οὔτε εἶχε θύμησες ἀπό τή μορφή του. Πολλές φορές ἔπλαθε μέ τή φαντασία του τό πρόσωπό του, μά δέν τολμοῦ­σε νά ρωτήσει κανέναν γι᾽ αὐτόν. Τόν ξέγραψαν ὅλοι, κανείς δέν ἀνέφερε τό ὄνομά του.
- Μοιάζω στόν πατέρα μου; ρώτησε μιά μέρα τή μάνα του κι ἐκείνη τόν κοίταξε ξαφνιασμένη. Ὕστερα εἶδε τά χεί­λη της νά τρέμουν καί κάτι σάν «φτυ­στός» βγῆκε μέσα ἀπό τά δόντια της, μά ἔβαλε ἀπότομα τή χούφτα της στό στόμα καί δέν ξαναμίλησε.
Τόν ἔτρωγε ἡ λαχτάρα τοῦ γονιοῦ πού δέν γνώρισε, μά πού ἤξερε ὅτι ζεῖ κάπου στήν Πόλη. Καί μετροῦσε τό μπόι του, τά χρόνια του, τή δύναμή του ὁ Μῆ­τρος. Ὄχι, δέν εἶχε στόν νοῦ του νά πάει νά βρεῖ τά ἀδέλφια του στό βουνό. Στόν νοῦ του τριβέλιζε συνέχεια ἡ σκέψη νά φύγει γιά τήν Πόλη, νά τόν ψάξει καί νά τοῦ πεῖ: «Ντροπή σου, πατέρα! Πῶς ἄ­φησες τήν πίστη στόν Χριστό καί σαλαβά­τησες; Πῶς ἄφησες τή μάνα μου κι ἐ­μᾶς; Πῶς μᾶς φόρτωσες μέ τέτοια ντροπερή κληρονομιά;». Στό βάθος του ὅμως ἔκαι­γε κι ὁ πόθος νά τόν γνωρίσει. Ὅλοι στό χωριό λέγανε πώς τώρα πού μεγάλωσε, θαρρεῖς καί βλέπανε μπροστά τους τόν Πανάγο. Ἄχ, γιατί νά ντρέπεται πού τοῦ μοιάζει;
- Μήπως ἦρθε ἡ ὥρα, λεβέντη μου, νά πᾶς νά βρεῖς τ᾽ ἀδέλφια σου στό βουνό;
Κατέβασε τό κεφάλι στόν λόγο τῆς μάνας του ὁ Μῆτρος. Τό ἤξερε πώς ἡ μάνα του εἶχε δίκιο, μά δέν τολμοῦσε νά τῆς μιλήσει γιά τήν ἀπόφασή του. Δέν θά τόν ἄφηνε νά φύγει καί γι᾽ αὐτό ὁ Μῆτρος θά τό ἔκανε κρυφά.
- Μικρός δέν εἶμαι ἀκόμα, μάνα, γιά νά μέ διώξεις στό βουνό; τῆς εἶπε καί κοκκίνισε ὥς τά αὐτιά.
- Πανάγαινα, ὥρα καλή! Ὥρα καλή καί σέ σένα, Μῆτρο!
Ὁ παπα-Εὐθύμης στεκόταν στό ξεπόρτι καί γύρεψε νά μπεῖ στό σπίτι τους.
- Πάνω στήν ὥρα ἦρθες, παπά μου, τοῦ εἶπε ἡ Πανάγαινα, ἀποφασισμένη νά τελειώνει τήν ὑπόθεση. Καί τά τρία παλληκάρια της αὐτός τά ἀνέβασε στό βουνό καί τά παρέδωσε στόν καπετάν Βουρδουλιά.
- Ἔρχομαι ἀπό τό κονάκι τοῦ Τουρτούρη, εἶναι στά τελευταῖα του καί μοῦ ζήτησε νά τόν ᾽ξομολογήσω.
Ἔκανε τόν σταυρό της ἡ Πανάγαι­να καί ψιθύρισε: «Ὁ Θεός νά τόν συγχω­ρέ­σει!».
- Κι ἐσύ πρέπει νά τόν συγχωρέσεις, κόρη μου. Γιά τοῦτο εἶμαι ἐδῶ. Σέ ζητάει νά πᾶς κοντά του, γιατί ἔχει κάτι νά σοῦ πεῖ γιά τόν Πανάγο.
Τινάχτηκε ὄρθιος ὁ Μῆτρος. Ἀπό μικρός ἔμαθε ὅτι τήν εἴδηση ὅτι ἀλλαξοπίστησε ὁ πατέρας του ὁ Νικόλας ὁ Τουρ­τού­ρης τήν ἔφερε. Καί δίχως νά ξέρει τό γιατί, τόν μισοῦσε.
-Κάθισε, Μῆτρο παιδί μου. Εἶσαι ἄν­τρας πιά κι ὅ,τι ἔχω νά πῶ στή μάνα σου μπορεῖς νά τό ἀκούσεις κι ἐσύ. Ἦρθε ἡ ὥρα νά διώξετε ἀπό πάνω σας τή ντροπή.
Κάθισε κι ὁ παπάς καί μέ τρεμάμενα χέρια ἔβγαλε ἕνα χαρτί ἀπό τήν τσέπη τοῦ τριμμένου του ράσου. Ἄρ­χισε νά διαβάζει μέ τρεμάμενα χείλη:
«Φίλε μου Νικόλα, κάποιοι Ἑβραῖοι ἔμποροι μέ κατηγόρησαν ὅτι εἶμαι ἐ­χθρός τοῦ Σουλτάνου καί φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νά μέ συλλάβουν. Τήν τακτική τους τήν ξέρεις. Ἤ προσκυνᾶς τόν Ἀλ­λάχ ἤ πεθαίνεις ἤ σαπίζεις στή φυλακή. Ὅ,τι καί νά μοῦ κάνουν, ἐγώ τήν πίστη μου δέν τήν ἀλλάζω! Στό φτωχικό μου δωμάτιο ἔχω κρυμμένα μέσα στή στάμνα τοῦ νεροῦ ὅ,τι ἐξοικονόμησα ἀπό τό ἐμπόρευμά μου. Ἄν μάθεις ὅτι μέ κρέμασαν ἤ μέ ἔ­κλεισαν στό μπουν­τρού­μι, πήγαινέ τα στή γυναίκα μου καί πές της ὅτι μετά τόν Θεό καί τήν πατρίδα δέν εἶχα στή ζωή μου πολυτιμότερο πράγμα ἀπό τήν οἰκογένειά μου. Ἀφήνω τήν εὐχή μου στά παιδιά μου καί ἰδιαίτερα στόν Δημητρό μου, πού ἴσως δέν θά τόν δῶ νά γίνεται ἄντρας. Παρακάλεσε κι ἐσύ τόν Θεό νά μοῦ δώσει τή δύναμη νά μήν Τόν ἀρνηθῶ.
Ὁ φίλος κι ἀδελφός σου Πανάγος».
Οἱ λυγμοί τράνταζαν τούς ἐφηβικούς ὤμους, μά ἡ Πανάγαινα ἔκλαιγε ἀθόρυβα. Σάν τελείωσε ὁ παπάς τό γράμμα, ἔσκυψε φίλησε τό χέρι του καί πῆρε τό χαρτί στά χέρια της. Σταυροκοπήθηκε καί τό ἀσπάστηκε σάν εἰκόνισμα.
-Τόν βασάνισαν κι ἀλλαξοπίστησε. Δέν ἄντεξε! Γιατί, Πανάγο μου, δέν ἄν­τε­ξες; Ἐσύ ἤσουν παλληκάρι, τόν μοιρολόγησε.
- Ἄντεξε, κόρη μου, ἄντεξε ὁ Παναγῆς. Μαρτύρησε καί δέν ἀρνήθηκε τήν πίστη του στόν Χριστό.
Σταμάτησαν μάνα καί γιός νά κλαῖνε καί κοίταξαν μέ ἀπορία τόν παπά.
- Τά χρήματα ἦταν πολλά κι ὁ Τουρτούρης δέν μᾶς εἶπε τήν ἀλήθεια. Διέδωσε ὅτι ἀλλαξοπίστησε, γιά νά μήν ψά­ξετε τίποτα δικό του. Νά γιατί ζητᾶ συγχώρεση. Ἀφήνει τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του στά παιδιά σου. Τούς ἀνήκει, λέει, καί ζητᾶ κι ἀπό αὐτά συγχώρεση.
Τελείωσε ὁ παπάς. Ὅ,τι εἶχε νά πεῖ τό εἶπε, μά τό καταλάβαινε πώς δέν ἦταν εὔκολο πράγμα ἡ συγχώρηση.
- Πάντως νά ξέρετε, ἄν ἦταν ἐδῶ ὁ Παναγῆς, θά σᾶς ζητοῦσε νά συγχωρέσετε τόν Τουρτούρη, εἶπε καί σηκώθη­κε νά πάει στό καλό.
- Ποῦ πᾶς, παπά μου; Καρτέρα με νά ἑτοιμαστῶ γιά νά πᾶμε μαζί στόν Νικόλα. Συγχωρεμένος νά ᾽ναι! Μοῦ ἔ­στειλε σήμερα τήν ὡραιότερη εἴδηση πού θά μποροῦσε ποτέ νά πάρει μιά χριστιανή. Ὁ ἄντρας μου καί πατέρας τῶν παιδιῶν μου δέν εἶναι ἐξωμότης ἀλλά μάρτυρας!
Ὁ Μῆτρος ἔκλαιγε τώρα σιωπηλά, λυτρωτικά.
- Παπά μου, θά μέ ἀνεβάσεις τό πουρνό στό λημέρι τοῦ καπετάν Βουρδουλιᾶ; Θέλω νά τό ποῦμε μαζί στά ἀ­δέλφια μου. Καί μετά θά μείνω ἀπά­νω, ἔ, μάνα;
- Μέ τήν εὐχή τοῦ πατέρα σου, γιέ μου! εἶπε ἡ Πανάγαινα, καί ἀσπάστηκε ἄλλη μιά φορά τό γράμμα.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ Μῆτρος, καθώς ἀνηφόριζε τό στρατί γιά τό λημέρι τοῦ καπετάν Βουρδουλιᾶ, κανένα μπέρδε­μα δέν ἔνιωθε μέσα του. Ἦταν πιά βέβαιος πώς ἦταν ἄντρας, φτυστός ὁ πατέρας του. Τό γράμμα πού κουβαλοῦσε στό ζωνάρι του γιά νά τό δείξει στά ἀδέλφια του τοῦ γέμιζε τήν ψυχή μέ περηφάνια.
- Συγχωρέθηκε ὁ Τουρτούρης, εἶπε ἕνας χωριανός, πού ἄκουσε τήν καμπάνα νά χτυπάει πένθιμα.
- Συγχωρέθηκε! ψιθύρισε ἡ Πανάγαινα καί σταύρωσε τρεῖς φορές τόν ἀέρα κατά κεῖ πού ἔπεφτε τό λημέρι.

Ἑ. Βασιλείου