Μέ θαυμασμό καί πόνο

logo 1821 c   Πῶς νά νιώσω τόν πόνο σας, ἀδέρφια μου; Δέν μέ βοηθᾶ ἡ σύγ­χρο­νη ἐ­ποχή μου. Τά δικά σας βάσανα εἶναι γιά μένα μόνο λέξεις γραμμένες σ’ ἕ­ναν πανηγυρικό λόγο ἤ σ’ ἕνα ποίημα. Τό δικό σας πα­ράπο­νο -γιά τή δουλεία σ’ ἕναν σκλη­ρό δυνάστη- γίνεται παιδική ἀπαγγελία ἑνός δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Οἱ δυσκο­λί­ες σας -νά σᾶς φορολογοῦν πά­νω ἀπό τίς δυνάμεις σας, νά καταπατοῦν τή γῆ σας οἱ ἀλ­λόθρησκοι- εἶ­ναι γιά μένα σελίδες γραμμένες σέ βιβλία ἱστορίας. Νά κατα­στρέ­φουν τό βιός σου, νά μή σ’ ἀ­φή­νουν ν’ ἀνασάνεις ἐλεύθερα τόν ἀέρα -τί λέω;- νά μή μπορεῖς νά χαρεῖς τό ἴδιο τό σπλάχνο σου, νά σ᾽ τό στεροῦν μέ τή βία καί νά τό τουρ­κεύουν... Ὅλη ἡ πίκρα σας ζωντανεύει σέ θεατρικά κείμενα γιά τίς σχολικές γιορτές. «Ὅλα τά ’σκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά», βεβαιώνει ὁ ποιη­τής. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου στό κάθε σου βῆμα, οἱ ταπεινώσεις, ἡ φτώχια, τά διλήμ­ματα τῆς ἄ­νε­της ζω­ῆς ἄν ἀλλάξεις τήν πίστη σου...
   Πῶς νά νιώσω τόν πόνο σας, ἀ­δέρ­φια μου, ἐγώ ὁ Ἕλληνας τοῦ 21ου αἰ­ώνα; Νά περνοῦν τά χρόνια -ἑκατό, διακόσια, τριακόσια...- μέσα στόν ἴδιο πόνο τῆς σκλαβιᾶς. Καί ἀπό τά σπλάχνα σου νά ξεπηδᾶ ἡ ἴδια πάντα ἐλ­πί­δα. Νά περνοῦν οἱ γενιές, νά ἔρχονται οἱ Λαμπρές καί ἡ ψυχή νά καρτερᾶ σταθερά τήν Ἀνάσταση... Πῶς δέν λύγισε ἡ ἑλ­ληνική καρδιά σας κάτω ἀπό τήν ἀσήκωτη σκλαβιά μέσα στά ἀτελείωτα αὐτά χρόνια;
Δέν μπορῶ νά νιώσω τόν πόνο σας, ἀδέρφια μου. Ἐγώ δέν ξέρω ἀπό σκλαβιά. Στέκομαι μόνο μέ ἀπέραντο θαυ­μα­σμό μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς ψυ­χῆς σας. Ἕνα μεγαλεῖο πού ξεκινᾶ ἀπό πολύ παλιά…
   Σᾶς βλέπω μέ τά μάτια τῆς καρδιᾶς νά μοῦ μιλᾶτε γιά τά βάσανά σας, μά καί γιά τήν ἐλπίδα· γιά τή σκληρή ζωή, μά καί γιά τίς ἁπλές καθημερινές σας χαρές. Καί διακρίνω στό βλέμμα σας μιά ἀγάπη μοναδική γιά τήν πατρίδα τή βασανισμένη, τή σκλαβωμένη. Μιά λαχτάρα νά τή δεῖ­τε πάλι λεύτερη, ἀλλά καί τή λαχτάρα νά θυσιάσετε τά πάντα γι’ αὐτήν τήν ἐλευθερία. Χωρίς δεύτερη σκέ­ψη. Βλέπω τόν ἁπλό χωρικό τῆς Ρούμελης καί τοῦ Μοριᾶ, ἀλλά καί τόν μορφωμένο δάσκαλο τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς. Βλέπω τό μικρό παι­δί νά ξεκινάει γιά τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, πού εἶναι καί τό σχολειό του, ἀλ­λά καί τόν γέροντα Πατριάρχη νά ἀ­γναντεύει μέ ἔγνοια τόν Βόσπορο. Βλέ­πω τήν ἀρχόντισσα τοῦ νησιοῦ, ἀλλά καί τόν ἄρχοντα τῶν Παραδουνάβιων Ἡγεμονιῶν. Κι εἶναι ἡ ἴδια λαχτά­ρα γιά λευτεριά πού διαπερνᾶ τήν καρ­διά ὅ­λων σας καί ἡ ἴδια λαχτάρα τῆς θυσίας πού σᾶς κάνει νά τά δώσετε ὅλα! Κι ἄς πεθάνετε φτωχοί καί ξεχασμένοι... Φτάνει νά εὐημερεῖ ἡ πατρί­δα! Κι ἡ φωνή σας, πού δέν μπόρεσαν νά τήν πνίξουν τά τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς, κουβαλάει τήν κληρονομιά τῶν ἀρ­χαίων προγόνων. Τή συνέχεια τοῦ ἑλ­λη­νισμοῦ -κι ἄς τήν ἀμφισβητοῦν- τήν ἀποδεικνύει ἡ ἴδια αὐτή φω­νή σας, πού ἄλλοτε φώναζε «Μολὼν λαβέ» καί τώρα ἀναφωνεῖ «Γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδας τήν ἐλευθερία!». Κι ἀκολουθεῖ πάντοτε ἡ ἴδια ματωμένη θυσία...

Μ. Κουπουρτιάδου

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2021