Κυρ. Τελώνου καί Φαρισαίου Λκ 18,10-14

 telonis-farisaiosTήν προσευχή ἔχει ὡς θέμα καί ἡ ἀμέσως ἑπόμενη παραβολή, τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Στήν προηγούμενη, τήν παραβολή τοῦ ἀδίκου κριτοῦ, τονίζεται ἡ προσευχή μέ ἐπιμονή, ἐνῶ ἐδῶ ἡ προσευχή μέ συντριβή, τήν ὁποία ἐνσαρκώνει ἕνας τελώνης. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς φρόντισε νά συμπεριλάβει στήν συγγραφή του τήν παραβολή αὐτή, διότι μαζί μέ τίς ἄλλες τρεῖς -τοῦ ἀπολωλότος προβάτου, τῆς ἀπολεσθείσης δραχμῆς καί τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (κεφ. 15)- πού τίς εἶπε ὁ Ἰησοῦς γιά χάρη τῶν τελωνῶν, ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση γιά τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, στούς ὁποίους κατά βάσιν ἀπευθύνεται τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο.
   Ἡ Ἐκκλησία θέλοντας νά διδάξει στούς πιστούς τήν προσευχή μέ συντριβή καί κατάνυξη ὅρισε ὡς εὐαγγελική περικοπή τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου.

18,9. Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην.
  Τήν προηγούμενη παραβολή τήν εἶπε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του. Tό ἀκροατήριο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ παροῦσα παραβολή δέν προσδιορίζεται, ἀλλά σημαίνεται γενικά καί ἀόριστα μέ τό ἐμπρόθετο πρός τινας. Πιθανόν νά πρόκειται γιά διδασκαλία πού ἔγινε σέ διαφορετικό τόπο καί χρόνο ἀπό ἐκείνη τοῦ ἀδίκου κριτοῦ· τίθεται ὅμως ἐδῶ λόγῳ τοῦ κοινοῦ θέματος, τῆς προσευχῆς. Ἡ περίπτωση τῆς ἐπίμονης χήρας δείχνει τί κατορθώνει ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἐνῶ ἡ περίπτωση τοῦ φαρισαίου δείχνει πόσο κατακριτέα εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στόν ἑαυτό του καί πόσο ἀναγκαῖο εἶναι ἡ πίστη νά συνοδεύεται ἀπό ἀληθινή ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία στερεῖ ἀπό τήν προσευχή τόν μισθό της. Mιά τέτοια προσευχή ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ ἀλλά ἐπιπλέον ἐξοργίζει τόν Θεό ἐναντίον τοῦ προσευχομένου.
  Tούς τινάς, πού ἔδωσαν τήν ἀφορμή γιά νά πεῖ ὁ Kύριος τήν παραβολή, τούς χαρακτηρίζει ὁ Λουκᾶς ὡς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς. Προφανῶς ἀνάμεσα σέ ἐκείνους πού ἀκολουθοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἦταν κάποιοι οἱ ὁποῖοι φέρονταν μέ πνεῦμα φαρισαϊκό, ἀγέρωχα καί ὑπεροπτικά. Αἰτία τῆς ὑπεροψίας τους ἦταν ἡ αὐτοπεποίθησή τους. Θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους «δίκαιο», δηλαδή πιστό τηρητή τοῦ νόμου, εὐσεβῆ καί ἐνάρετο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι στά μάτια τους ἦταν τιποτένιοι, ἐντελῶς ἀσήμαντοι καί ἀξιοκαταφρόνητοι, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐξουθενοῦντας.
 

18,10. ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
  Ἡ παραβολή διηγεῖται ὅτι δύο ἄνθρωποι πῆγαν στό ἱερόν, στόν χῶρο ὅπου βρισκόταν ὁ ναός, γιά νά προσευχηθοῦν. Ἐπειδή τό ἱερὸν κάλυπτε τόν λόφο Μορία, τό ψηλότερο σημεῖο τῶν Ἰεροσολύμων, λέγεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ἐνῶ γιά τήν ἀντίστροφη κίνηση θά χρησιμοποιήσει παρακάτω τό «κατέβη» (στ. 14). Στό ἱερό ἀνέβαιναν οἱ Ἰουδαῖοι καί γιά τήν δημόσια λατρεία, πού γινόταν σέ τακτές ὧρες, ἀλλά καί γιά τήν ἰδιωτική τους προσευχή, ὁποιαδήποτε ὥρα.
  Ἀπό τούς δύο ἀνθρώπους τῆς παραβολῆς ὁ ἕνας ἦταν φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιλέγει δύο ἀντιπροσωπευτικούς τύπους, τούς ὁποίους παρουσιάζει παράλληλα, ὥστε νά γίνει ἐμφανέστερη ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν ἔπαρση πού δημιουργεῖ τό αἴσθημα τῆς αὐτοδικαίωσης καί στήν ταπεινοφροσύνη πού γεννᾶ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Τούς παρουσιάζει μάλιστα σέ μία ὥρα ὑπέρτατης εἰλικρίνειας, στήν ὥρα τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς, ὅπου ἀφήνουν νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό ὁ ἐσωτερικός τους κόσμος. Πράγματι τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ὅταν αὐτή εἶναι αὐθόρμητη, παρουσιάζεται τό ἀκριβέστερο καρδιογράφημα καί ψυχογράφημα τοῦ ἀνθρώπου, φανερώνεται ἡ πραγματική πνευματική του ποιότητα.
 

18,11-12. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.
  Ἡ φράση σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ὑποδηλώνει τήν ἐπιτηδευμένη στάση τοῦ φαρισαίου, «τὸ ὑψηλόφρον αὐτοῦ καὶ ἀταπείνωτον», ἴσως καί τήν περίβλεπτη θέση πού κατέλαβε μέσα στό ἱερό, προφανῶς στήν αὐλή τῶν ἀνδρῶν. Σάν κόκορας πού τεντώνει τόν λαιμό του γιά νά βγάλει δυνατή φωνή ὥστε νά ἀκουσθεῖ, στάθηκε σέ κάποια ἀπόσταση ἀπό τούς ἄλλους, τούς ὁποίους βέβαια θεωροῦσε σαφῶς κατώτερους ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀνάξιους λόγου. Δέν εἶναι φανταστική ἡ σκηνή, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ Ἰησοῦς. Στό Ταλμούδ ὑπάρχουν προσευχές παρόμοιες μέ αὐτή τῆς παραβολῆς τίς ὁποῖες ἀπήγγελλαν οἱ φαρισαῖοι «ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ρύμαις» (Mθ 6,2).
  Τό ἀπαράδεκτο περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τοῦ φαρισαίου ὑπαινίσσεται ἡ φράση ταῦτα προσηύχετο, τήν ὁποία ἀναλύει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου. Προσευχόταν ὁ φαρισαῖος, ἀλλά μέ ἕναν τρόπο ἀσεβῆ καί ἀνεπίτρεπτο. Οὐσιαστικά δέν ἀπευθύνει στόν Θεό τήν προσευχή του· ἔχει τό θράσος νά τήν μεταβάλει σέ ἀσύστολη περιαυτολογία. Σκοτισμένος ἀπό τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας στρέφεται συνεχῶς γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του, «αὐτολιβανίζεται» εἰς ἐπήκοον ὅλων. Χρησιμοποιεῖ τήν ἅγια ὥρα τῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό ὡς μέσο αὐτοπροβολῆς καί ἀπαριθμεῖ τά κατορθώματά του, σάν νά ἦταν ἄγνωστα στόν παντογνώστη Θεό!
  Φαίνεται, βέβαια, ὅτι ἀρχίζει σωστά ἡ προσευχή, μέ εὐχαριστία πρός τόν Θεό· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι. Ἐντούτοις, ἡ εὐχαριστία τότε εἶναι εἰλικρινής, ὅταν ἀποτελεῖ ἔκφραση βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης καί ὁ φαρισαῖος δέν διαθέτει αὐτή τήν ταπεινοφροσύνη. Γι’ αὐτό δέν ἀποδίδει στήν θεία χάρη τίς ἀρετές καί τά κατορθώματά του, ἀλλά ἐνῶ στρέφεται πρός τόν Θεό, ἐγκωμιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ἀνώτερο ὅλων. Διατεινόμενος ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀποδίδει στόν ἑαυτό του τήν πνευματική του ὑπεροχή, σάν νά τήν πέτυχε μέ τήν δική του δύναμη. Eἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ αὐτοέπαινος τοῦ φαρισαίου ἀκολουθεῖ τό γνωστό σχῆμα τοῦ νόμου· «ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν». Ὁ ἴδιος εἶχε τήν συναίσθηση ὅτι ὄχι μόνο δέν κάνει ὅ,τι κακό ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐκπληρώνει κάθε καλό πού ἀπαιτεῖ. Δέν ἀρκεῖται, ὡστόσο, νά ἐπαινέσει ἁπλῶς τίς ὑποτιθέμενες ἀρετές του. Προχωρεῖ στήν κατάκριση ὅλων τῶν ἄλλων, γιά νά τονίσει τήν ὑπεροχή του. «Ἡ συμπεριφορά του δείχνει ἄνθρωπο πού δέν ἀναγνωρίζει πώς ὅ,τι ἔχει τό χρωστᾶ στόν Θεό. Ἄν πίστευε ὅτι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχει τά καλά, δέν θά ἐξουθένωνε τούς ἄλλους. Θά σκεπτόταν ὅτι καί ὁ ἴδιος ἐπίσης εἶναι γυμνός, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἑαυτό του. Δωρεάν τόν ἔντυσε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ».
  Ὁ φαρισαῖος δέν περιορίζεται στήν καταδίκη ἑνός ἀορίστου πλήθους. Ἐξουθενώνει τόν παρόντα τελώνη, γιά νά τόν δεῖ νά ὑποφέρει ἀπό τά δηκτικά του λόγια, καί νά ἱκανοποιηθεῖ ἔτσι περισσότερο ἡ ἀλαζονική του ἔπαρση. Μέ τό ὡς οὗτος ὁ τελώνης εἶναι σάν νά δείχνει μέ τό δάχτυλό του ὑπεροπτικά καί μέ ἀποτροπιασμό τό ἀντικείμενο τῆς ἀπόρριψης, τόν τελώνη. Δέν εὔχεται νά μετανοήσει, ὅπως πράγματι ὄφειλε νά συμπεριφερθεῖ ὁ φαρισαῖος ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει τήν σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ· «μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Kύριος, ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν;» (Ἰζ 18,23). Oὔτε κἄν περνάει ἀπό τό μυαλό τοῦ φαρισαίου ἡ σκέψη ὅτι ἐφόσον βρίσκεται στόν ναό ὁ τελώνης καί μάλιστα προσεύχεται, μπορεῖ νά ἔχει ξεκινήσει ἤδη μία καλύτερη ζωή.
  Τριπλό εἶναι τό καύχημα τοῦ φαρισαίου. Ἀφορᾶ: α) Στήν μοναδική δικαιοσύνη του· οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης. Ἡ μέθη τῆς ὑπερηφάνειας ὁδηγεῖ τόν φαρισαῖο σέ παραλογισμό. Ἐπειδή δέν βρίσκει τίποτε ἀξιόλογο στόν ἑαυτό του γιά νά τό ἐπαινέσει, μισάνθρωπα ὑποτιμᾶ καί κατακρίνει ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους, καί μάλιστα τόν τελώνη πού εἶναι κοντά του, προκειμένου νά προβάλει τήν δική του ὑποτιθέμενη ὑπεροχή. Εὐτυχῶς, δηλαδή, πού οἱ ἄλλοι κατά τήν ἀντίληψή του ἦταν ἄθλιοι, διότι διαφορετικά θά κατέρρεε τό πιό μεγάλο μέρος τῆς δικῆς του ἀρετῆς!
  β) Στήν ὑπέρτακτη νηστεία του· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἄρα ὑπερέχω στήν ἐγκράτεια ἔναντι τῶν «λοιπῶν» πού εἶναι ἀκρατεῖς καί μοιχοί. «Σάββατο» λεγόταν ὁλόκληρη ἡ ἑβδομάδα παίρνοντας τό ὄνομά της ἀπό τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως· Σαββάτ θά πεῖ ἀνάπαυση. Ὁ νόμος ὅριζε μόνο μία ἡμέρα νηστείας τό χρόνο, τήν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ (βλ. Λε 23,27- 32). Στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ ὅμως, πρός τιμήν κάποιων γεγονότων, καθιερώθηκαν ἔκτακτες νηστεῖες· αὐτές γίνονταν Δευτέρα καί Πέμπτη (βλ. Zα 8,19). Κάποιοι φαρισαῖοι ἐντούτοις, γιά προσωπικούς λόγους, γενίκευσαν αὐτή τήν ἔκτακτη συνήθεια· νήστευαν κάθε Δευτέρα καί Πέμπτη. Τό δεύτερο καύχημα τοῦ φαρισαίου, λοιπόν, εἶναι ὅτι ἐκτελεῖ περισσότερα ἀπό ὅσα διατάζει ὁ νόμος, ἄρα, κατά τήν γνώμη του, ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπέναντί του γιά τά ἀξιόμισθα ἔργα του!
  γ) Στήν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ νόμου· ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι, σέ ἀντίθεση πρός τίς ἁρπαγές καί τίς ἀδικίες τῶν «λοιπῶν». Ἡ ἀποδεκάτωση ὅλων τῶν γεωργικῶν καί κτηνοτροφικῶν προϊόντων ἦταν ἀπαίτηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (Δε 14,22). Oἱ φαρισαῖοι, συνήθως, δέν ἦταν οὔτε γεωργοί οὔτε κτηνοτρόφοι, ὅπως οἱ ἁπλοί χωρικοί, τούς ὁποίους περιφρονητικά ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χάαρετς», λαό τῆς γῆς. Aὐτοί ἐπιδίδονταν σέ ἄλλα ἐπαγγέλματα, ἦταν βιοτέχνες, ἐπιχειρηματίες, ἔμποροι κτλ. Ὡστόσο, γιά νά παρουσιάζονται ὡς ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ νόμου καλλιεργοῦσαν σέ μικρά κηπάρια ἤ σέ γλάστρες κάποια φυτά (ἄνηθο, ἡδύοσμο κτλ.) καί ἀπό αὐτά πρόσφεραν στόν ναό τό ἕνα δέκατο τῆς παραγωγῆς (Mθ 23,23· Λκ 11,42). Ἡ τήρηση, λοιπόν, τοῦ νόμου, γιά τήν ὁποία καυχᾶται ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς, ἦταν μόνο φαινομενική καί στήν πραγματικότητα ἀποτελοῦσε θεοεμπαιξία. Γιά τόν «ἁμαρτωλό» λαό ἡ θρησκεία ἦταν δαπανηρή, χωρίς νά ἐξασφαλίζει κανένα καύχημα. Γιά τούς «ἁγίους» φαρισαίους ἀποδεικνυόταν ἀδάπανη καί πηγή καυχημάτων. Τό κέντρο τοῦ κόσμου γιά τόν φαρισαῖο εἶναι τό ἐγώ του, γύρω ἀπό τό ὁποῖο στρέφονται ὁ Θεός καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι. Αἰσθάνεται τόσο αὐτάρκης, βέβαια, ὥστε ὁ Θεός τοῦ χρειάζεται μόνο γιά νά ἀναγνωρίζει τίς ἀρετές του, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι γι’ αὐτόν ἕνα μέτρο σύγκρισης, γιά νά ἐξαίρεται ἡ δική του ὑπεροχή. Γι’ αὐτό καί στήν προσευχή του δέν ζητᾶ κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἐγκωμιάζει τόν ἑαυτό του. «Τοῦτο», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, «εἶναι χλευασμός ἀπό μέρους τοῦ προσευχομένου».
 

18,13. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.
  Ὁ τελώνης δέν διαμαρτύρεται γιά τά πικρόχολα λόγια τοῦ φαρισαίου. Δέν φαίνεται νά ἀγανακτεῖ. Τόν ἀπασχολεῖ μόνο ἡ ἁμαρτωλότητά του. Αὐτήν ἦλθε νά καταθέσει μπροστά στόν Θεό. Ἡ στάση του, οἱ χειρονομίες καί τά λόγια του φανερώνουν τήν πλήρη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του καί τήν ταπεινή διάθεση τῆς ψυχῆς του. Ἔνιωθε ἀνάξιος νά πλησιάσει στόν ναό, ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦσε ὁ πανάγιος Θεός. Στάθηκε μακριά, μακρόθεν ἑστώς, σέ κάποια ἄκρη τῆς αὐλῆς τῶν ἀνδρῶν. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, σχολιάζει ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, «ὁ Θεός τόν πλησίασε εὐκολώτερα. Δέν τολμοῦσε (ὁ τελώνης) οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό καί εἶχε ἤδη μαζί του Ἐκεῖνον πού δημιούργησε τόν οὐρανό». Ὁ Θεός ἦταν δίπλα στόν ἁμαρτωλό καί μακριά ἀπό τόν δίκαιο!
  Δέν ἤθελε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό, διότι τόν ταπείνωνε ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του· ἀπό τήν ντροπή ἤ καί ἀπό τόν φόβο τῆς θεϊκῆς τιμωρίας δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει τό βλέμμα του. Μέ σκυμμένο τό κεφάλι ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ, χτυποῦσε τό στῆθος, πού κάλυπτε τήν καρδιά του, τήν ἕδρα τῶν πονηρῶν διαλογισμῶν καί ἀποφάσεων. Σάν νά ἤθελε νά τήν κάνει νά πονέσει γιά τόν πόνο πού τοῦ προξένησε σπρώχνοντάς τον στήν ἁμαρτία· σάν νά προσπαθοῦσε νά τήν ἀφυπνίσει ἀπό τόν βαθύ της λήθαργο ἤ νά γκρεμίσει τόν παλιό ἐσωτερικό του κόσμο, γιά νά χτίσει τόν νέο.
  Βυθισμένος σέ τέτοια συντριβή καί κατάνυξη ὁ τελώνης δέν ἔβρισκε τό κουράγιο νά πεῖ πολλά λόγια στόν Θεό. Ἐπαναλάμβανε μία σύντομη ἀλλά καρδιόβγαλτη προσευχή· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Δέν ὑπάρχουν ἐκφραστικώτεροι λόγοι γιά νά δείξουν τό μέγεθος τῆς συντριβῆς του. Kαί ἀκριβῶς αὐτή ἡ συντριβή κάνει τούς λόγους τοῦ τελώνη πολύ πιό ἀποτελεσματικούς ἀπό τά ἀξιέπαινα ἔργα τοῦ φαρισαίου, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Xρυσόστομος: «Tά λόγια ξεπέρασαν τά ἔργα καί οἱ λέξεις νίκησαν τίς πράξεις. Ὁ ἕνας (ὁ φαρισαῖος) πρόβαλε δικαιοσύνη καί νηστεία καί εἰσφορές, ὁ ἄλλος (ὁ τελώνης) ἁπλές λέξεις καί ἀπομάκρυνε ὅλα τά ἁμαρτήματα. Διότι ὁ Θεός δέν ἄκουσε μόνο τίς λέξεις, ἀλλά εἶδε καί τό φρόνημα μέ τό ὁποῖο τίς πρόφερε καί ἐπειδή τό βρῆκε ταπεινό καί συντετριμμένο, τόν ἐλέησε φιλάνθρωπα».
  Κανέναν δέν περιεργάζεται ὁ τελώνης, κανέναν δέν κατηγορεῖ, σέ καμία ἀρετή του δέν ἀναφέρεται. Ζητᾶ μόνο τό θεῖο ἔλεος. Ἀφήνει μία κραυγή αὐτοκατάκρισης καί ὁμολογεῖ μέ εἰλικρίνεια τήν ἐνοχή του. Δέν κάνει καμία προσπάθεια νά δικαιολογηθεῖ. Ὁ ἑαυτός του μόλις ἐμφανίζεται ὡς τό ἀντικείμενο τοῦ θείου ἱλασμοῦ. Ἡ τελωνική κακοήθεια δέν κατόρθωσε νά διαφθείρει ἐντελῶς τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἄφησε ἄθικτο τό βάθος του, ὅπου ἔμενε θαμμένη ἡ ἀνθρώπινη εὐγένεια. Μέ τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια συντελέσθηκε ἡ νεκρανάστασή του. Ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὁ ἅγιος Xρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι στά λόγια τοῦ τελώνη δέν φαίνεται ἁπλῶς ἡ ταπεινοφροσύνη, ἀλλά ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς του καί ἐξηγεῖ: «Ἔργο τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὅταν κάποιος ἐνῶ ἔχει τήν συνείδηση ὅτι ἔκανε μεγάλα ἔργα, δέν φαντάζεται τίποτε μεγάλο γιά τόν ἑαυτό του. Eὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν ὄντας ἁμαρτωλός τό ὁμολογεῖ. Ἄν, λοιπόν, αὐτός πού εἶχε τήν συνείδηση ὅτι δέν ἔκανε τίποτε καλό, ἐπειδή ὁμολόγησε αὐτό πού ἦταν, ἔκαμψε σέ τόση εὔνοια τόν Θεό, πόση παρρησία θά ἀπολαύσουν ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἔχουν νά ποῦν πολλά κατορθώματα, τά λησμονοῦν ὅλα καί συγκαταριθμοῦν τόν ἑαυτό τους στούς ἐσχάτους;».
 

18,14. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
  Ὁ Ἰησοῦς Xριστός κάνοντας χρήση τῆς ἰδιότητός του ὡς κριτοῦ ἤ μᾶλλον ὡς Θεοῦ, πού δέχεται τίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων καί ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά τίς κρίνει, ἀποφαίνεται γιά τό ἀποτέλεσμα τῶν δύο προσευχῶν τίς ὁποῖες παρουσίασε ἡ παραβολή. Μιλᾶ μέ κῦρος καί ἐξουσία εἰσάγοντας τόν λόγο μέ τό λέγω ὑμῖν, πού δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφισβητήσεως. «Ἄκουσες τόν ἀλαζόνα κατήγορο, ἄκουσες τόν ταπεινό ὑπόδικο, ἄκου τώρα τόν κριτή», σημειώνει ὁ ἅγιος Aὐγουστῖνος.
  Θά προξένησε, ὡστόσο, ἔκπληξη στούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς τό γεγονός ὅτι κατέβη οὗτος (ὁ τελώνης) δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος. Ἀπό τόν ναό ἔφυγε λυτρωμένος, ἔχοντας λάβει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καί τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς του, ὁ τελώνης καί ὄχι ὁ φαρισαῖος. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ «δίκαιος» δέν ἦταν ὁ φαρισαῖος πού καλλιεργοῦσε μέσα του τήν ψευδαίσθηση τῆς αὐτοδικαίωσης, ἀλλά ὁ ἁμαρτωλός μά ταπεινός τελώνης. Tήν ἀλήθεια αὐτή παρουσιάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μέ τήν ἑξῆς χαρακτηριστική εἰκόνα: Δύο ἅρματα ἀνταγωνίζονται στήν ταχύτητα. Στό ἕνα ἔχουν ζευχθεῖ ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ὑπερηφάνεια, στό ἄλλο ἡ ἁμαρτία καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Τό βάρος καί ὁ ὄγκος τῆς ὑπερηφάνειας ἀναγκάζει τό πρῶτο ἅρμα νά καθυστερεῖ πολύ. Ἀντίθετα, ἡ μεγάλη δύναμη τῆς ταπεινοφροσύνης νικᾶ τήν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Τήν νίκη κερδίζει πανηγυρικά τό δεύτερο ἅρμα.
  Tό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς βγαίνει ἀβίαστα· πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Μέ τίς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις ὁ Κύριος δίδαξε προηγουμένως τήν ταπεινοφροσύνη στούς φαρισαίους πού ἐπιδίωκαν τίς πρωτοκλισίες στά δεῖπνα (βλ. Λκ 14,11). Ἴσως νά χρησιμοποιοῦσε συχνά τήν φράση αὐτή ὡς ἀξίωμα στήν διδασκαλία του πρός τούς φαρισαίους.
  Ὁ φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ὑψῶν ἑαυτόν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος, ταπεινώθηκε, «κατέπεσε εἰς τὸ τῆς ἀτιμίας βάραθρον» ἐνῶ ὁ τελώνης ἀπό τήν ἐπονείδιστη ζωή «εἰς μακαρίαν ἐπανῆλθε κατάστασιν». Zωηρά καί παραστατικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τό ἀκόλουθο τροπάριο: «Ταπεινώσεως ὡς κλίμακι χρησάμενος τρόπῳ τελώνης, πρὸς οὐρανῶν ὕψος ἐπήρθη· τῆς ἀλαζονείας δὲ ἀρθεὶς κουφότητι δείλαιος σαθρᾷ ὁ φαρισαῖος καταντᾷ πρὸς Ἅδου πέταυρον». Σκάλα γερή, πού ἀνεβάζει τόν τελώνη ὥς τόν οὐρανό, εἶναι ἡ ταπείνωση. Σκάλα σαθρή, πού κατεβάζει τόν φαρισαῖο στό βάραθρο τοῦ ἅδη, εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Ἀναρίθμητα παραδείγματα ἀποδεικνύουν πόσο ὀλέθρια εἶναι ἡ ἀλαζονεία καί πῶς ἡ ταπεινοφροσύνη, πράγματι, ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο στά μάτια τῶν συνανθρώπων του ἀλλά καί στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 52-62