Στόν ἀγρό τῶν καρδιῶν

sporoi xeri  Φθινόπωρο. Ἀρχίζουν οἱ γεωργικές ἐργασίες, τό ὄργωμα καί ἡ σπορά. Δύσκολη δουλειά ἡ γεωργία. Ὄχι τόσο λόγῳ τοῦ κόπου -ἄλλωστε σήμερα ὅλα γίνονται μέ τίς μηχανές-, ὅσο λόγῳ τῆς ἀγωνίας: Ἄν θά βρέξει, ἄν θά ὑπάρχει νερό, ἄν ὁ χειμώνας θά εἶναι βαρύς, τί ἔξοδα θά ἀπαιτηθοῦν, καί πλῆθος ἄλλα ζητήματα πού πρέπει κανείς νά ἀντιμετωπίσει. Μέχρι νά παραδώσει τή σοδειά του στόν ἔμπορο ὁ γεωργός δέν ἡσυχάζει. Ἀγκομαχᾶ καί παλεύει μέ μύριες δυσκολίες.
   Ὡστόσο ἡ πνευματική καλλιέργεια, τό νά σπείρεις δηλαδή τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί νά καρποφορήσει, εἶναι πολύ πιό δύσκολη ὑπόθεση, πολύ πιό ἀπαιτητική. Ἀρκεῖ νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι στήν πε­ρίπτωση αὐτή δέν σπέρνεις σέ γῆ καί χῶμα, ἀλλά σ’ ἕνα ζωντανό, λογικό χωράφι, πού μπορεῖ νά ἀντιδράσει, νά ἀρνηθεῖ καί νά ἀπορρίψει τόν σπόρο. Κι ἐπειδή εἶναι Ὀκτώβριος, ὁ μήνας πού ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά ἀρχίζει ἐπίσημα τό ἀποστολικό της ἔργο, θά ἦ­ταν πολύ ὠφέλιμο, νομίζω, νά σπουδάσουμε ἐδῶ κάποιες βασικές πτυχές αὐτῆς τῆς ἱερῆς διακονίας. Ἄλλωστε τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς, αὐτή ἡ πρώτιστη καί ζωτικῆς σημασίας προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο, ἀποτελεῖ χρέος ὅλων τῶν παιδιῶν της.
   Τό πρῶτο πού πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού εἶ­πα στό τέλος: Ὅτι ἡ ἱεραποστολή μᾶς ἀφορᾶ ὅλους. Ὅλοι οἱ χριστιανοί ὀφεί­λουμε νά ἐργαζόμαστε σ’ αὐτόν τόν τομέα. Τό μήνυμα τῆς λύτρωσης πού πηγάζει ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί ἀπό τό ἄδειο του μνῆμα πρέπει νά φτάσει παντοῦ. Πρέπει νά μιλήσει σέ κάθε καρδιά, νά διεγείρει κάθε συν­εί­δη­ση. Δέν εἶναι μιά ἐκλε­κτική φιλοσοφία πού ἀπευθύνεται σέ λίγους ἄριστους οὔτε μιά ἠθική πρόταση γιά βελτίωση τοῦ βίου. Εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ἡ πη­γή τῆς ἀφθαρσίας, ἡ οἰκείωση τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ἡ νίκη πάνω στόν θάνατο. Λοιπόν, χρειάζονται καρδιές καί χέρια. Κανείς δέν περισσεύει σ’ αὐτή τήν καίρια καί κατεπείγουσα προσπάθεια. Βέβαια τή θεσμική εὐθύνη ἐπωμίζονται οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ συνεργάτες τους. Ὅμως, ὅλοι μποροῦμε νά μι­λή­σουμε στόν κόσμο «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέ 3,15). Στήν οἰκογένειά μας, στούς φίλους μας, στό Πανεπι­στήμιο, στή δουλειά μας ὑπάρχουν σίγουρα κάποιοι ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας πού μᾶς περιμένουν. Περιμένουν ἀπό μᾶς, χωρίς νά τό ξέρουν, μιάν ἀχτίδα ἀπό τόν ἄπειρο Ἥλιο. Ἡ ἱεραποστολική δρά­ση δέν εἶναι προνόμιο ὁρισμένων. Γιά τόν ἄνθρωπο πού γεύτηκε τήν ἀλή­θεια τοῦ Χριστοῦ, ἄνδρα ἤ γυναίκα, νέο ἤ ἡλικιωμένο, κληρικό ἤ λαϊκό, εἶναι ἐσω­τερική ἀνάγκη. Πῶς νά στερήσεις ἀπό τόν ἀδελφό σου πού πάσχει τό φάρμα­κο τῆς ἀθανασίας καί τῆς λύτρωσης;
   Τό δεύτερο πού ἀπαιτεῖται εἶναι νά ἔχουμε γιά τή σπορά μας σπόρο γερό, ὄχι κούφιο ἤ σάπιο. Καί σπόρος γερός, πού θ’ ἀναστήσει πνευματικά τόν ἀδελφό, δέν εἶναι οἱ θεωρίες, οἱ φιλοσοφίες, οἱ ψυχολογίες καί τ’ ἀλλα ἀποκυήματα τοῦ νοῦ μας, ἀλλά ὁ ἀτόφιος λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι θησαυρι­σμέ­νος στήν ἁγία Γραφή, εἶναι ζωοδότης. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ πνοή τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Φωτίζει κάθε ἄνθρωπο καί τοῦ ἀπο­καλύπτει τόν οὐρα­νό. Μπολιάζει ὁποιονδήποτε ἄγριο Αὐγουστῖνο τῆς κοι­νω­νίας μας καί τόν μεταβάλλει σέ ἅγιο. Ἄπειρες τέ­τοιες μεταβολές ἔχουν συμβεῖ καί συμβαίνουν. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι στά πιό ἡρωικά καί ἅγια χρόνια τῆς ἐκκλησια­στι­κῆς ζωῆς, δηλαδή στούς ἕξι περίπου πρώτους αἰῶνες μ.Χ., οἱ πρωτοστάτες ἅγιοι Πατέρες δέν δίδασκαν καί δέν ἐντρυ­φοῦσαν σέ τίποτε ἄλλο πέρα ἀπό τήν ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε πῶς μπορεῖ κανείς νά τό ἀγνοήσει; Τό πρῶτο μέ­ρος τῆς θείας Λειτουργίας, πού ἀποτελεῖ τήν καρδιά καί τό εἶναι τῆς Ἐκ­κλη­σίας, εἶναι ἀφιερωμένο στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς. Χωρίς αὐτή, τό Μυστήριο τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ θά ἦταν σκοτεινό, ἕνα σκέτο αἴνιγμα. Σήμερα βέβαια τά ἐνδιαφέροντά μας εἶναι ἄλλα· εἶναι τά παράδοξα, τά θαύματα. Ὅμως τό πιό μεγάλο θαῦμα εἶναι ὅτι ἡ ἀσύλληπτη ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ χώρεσε σ’ ἕνα βιβλίο καί προσφέρεται στήν ἀνθρωπότητα στήν τιμή πλέον ἑνός καρβελιοῦ(!). Καί εἶναι ξεκάθαρο γιά ὅποιον ἔχει μάτια καί νοῦ Χριστοῦ: Στά ἔ­σχα­τα, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, αὐτή ἡ ἄφατη καί ἀνήκουστη ταπείνωσή του θά μᾶς κρί­νει.
   Ὡστόσο, ὅπως ὅλοι ξέρουμε, ἀκόμη καί τό πιό τέλειο ὅπλο εἶναι ὄχι μόνον ἄ­χρηστο ἀλλά καί ἐπικίνδυνο στά χέρια ἑνός ἀνεκπαίδευτου, ράθυμου ἤ ἀνε­πίδεκτου μαθήσεως στρατιώτη. Θέλω νά πῶ ὅτι, ἀκόμη καί τέλειος γνώστης τῆς Γραφῆς νά εἶμαι, ἄν δέν ὑποτάσσω τόν ἑαυτό μου στόν ἅγιο Θεό, δέν εὐ­θυ­γραμμίζομαι στή γραμμή τῶν Πατέρων καί δέν εἶμαι ἕτοιμος νά ἀρνηθῶ τά πάντα γιά τή δόξα Του, τίποτε δέν θά καταφέρω. Ἴσως μάλιστα καί νά βλά­ψω.
   Ἄν πραγματικά μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ὑπόθεση τῆς ἱεραποστολῆς, ἡ ἀπόλυτη προϋπόθεση γι’ αὐτό τό ἔργο, ἡ «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ», εἶναι νά ἀπο­τελεῖ ἔκ­φραση τῆς καρδιᾶς μας. Ἱεραποστολή σημαίνει νά μοιράζεις ὄχι χρήματα κι ἄλλα ἐξω­τε­ρικά, ἀλλά πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη Χριστοῦ. Ἄν ὅμως δέν κατέ­χουμε αὐτές τίς δωρεές οἱ ἴδιοι, πῶς θά τίς προσφέρουμε; Συνεπῶς ὁ σέ βά­θος πνευματικός μας καταρτισμός πρέπει νά εἶναι ἡ πρώτη προτε­ραι­ότητά μας καί συνεχής, τόσο γιά τή δική μας ὠφέλεια ὅσο καί γιά τήν προσφορά στούς ἀδελφούς μας.

Εὐάγγελος Δάκας

Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος

Ἀπολύτρωαις, Ὀκτ. 2020