Ἀπό τήν αὐλή τῆς ἐκκλησιᾶς στήν ἀγκαλιά της

dihghma CἩ αὐλή τῆς ἐκκλησιᾶς ἔσφυζε πάλι ἀπό ζωή. Δέν ἦταν μόνο τό μεγάλωμα τῆς μέρας πού ἔφερε τόσα πολλά παιδιά στήν αὐλή τοῦ Ἁη-Γιώργη, ἦταν κι οἱ ὄμορφες ἀνοιξιάτικες μέρες πού ἔκαναν μικρούς καί μεγάλους νά βγοῦν σάν τά σαλιγκάρια μετά τή βροχή. Ἔσυρε τήν πολυθρόνα του ὁ Χάρης μέχρι τή μεγάλη μπαλκονόπορτα. Τράβηξε τήν κουρτίνα κι ἄρχισε νά παρατηρεῖ τό καθετί πού γινόταν. Χαμογέλασε σάν εἶδε ἕναν πιτσιρικά νά ἀφήνει τό παιχνίδι καί νά τρέχει πρός τήν καγκελόπορτα πού ἔμπαινε ὁ παπα-Σταῦρος καί ξοπίσω του, σάν νά ρίχτηκε σύνθημα, νά τρέχουν ὅλα τά παιδιά γιά νά κάνουν τό ἴδιο. Τούτη ἡ σκηνή τοῦ ἦταν πολύ γνώριμη τοῦ Χάρη κι εἶχε γιά πολλά χρόνια πρωταγωνιστή τόν ἴδιο. Ὥς τή στιγμή ἐ­κείνη πού κάποιο μεγάλο παιδί τοῦ Λυκεί­ου μπῆκε στήν παρέα τους καί, μιά μέ­ρα πού πέρασε ὁ παπάς, τούς εἶπε πώς ὅ­ποιος διακόψει τό παιχνίδι θά βγεῖ ἀπό αὐτό. Κι ὁ Χάρης τό διέκοψε καί δέν τόν ἄφησε νά ξαναπαίξει! Τότε τοῦ στοίχισε πολύ, γιατί τοῦ ἄρεζε τό παιχνίδι στήν αὐ­λή τῆς ἐκκλησιᾶς. Πο­τέ οἱ γονεῖς του δέν τοῦ εἶπαν ὄχι ὅταν ζητοῦσε νά πάει νά παίξει, γιατί ἦταν σάν νά κατέβαινε στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του. Τόσο κοντά ἦταν τό σπίτι του, μά προτιμοῦσε νά βλέπει τούς ἄλ­λους νά παίζουν κι αὐτός νά τρέχει νά ὑποδέχεται τόν παπα-Σταῦρο κι ὕ­στε­ρα νά μπαίνει μαζί του στήν ἐκκλησία γιά τόν Ἑσπερινό.
Εἶδε τόν παπα-Σταῦρο πού σήκωσε τό κεφάλι του καί κοίταξε κατά τό μπαλκόνι τους. Κούνησε τό χέρι καί τόν χαιρέτησε. Στήν ἀρρώστια του δέν ἔλειψε οὔτε στιγμή ἀπό κοντά του. Ἰδιαίτερα πέρσι πού ξεκίνησε τίς θεραπεῖες καί ἔχασε καί τίς Πανελλήνιες, ὁ παπα-Σταῦρος ἦταν τό ἀποκούμπι του κι ἡ παρηγοριά του. Ἴσως ἄν ἐκεῖνος ὁ μαθητής τοῦ Λυκείου δέν τόν πετοῦσε ἔξω ἀπό τό παιχνίδι, νά μή συνδεόταν ποτέ τόσο πολύ μέ τόν Θεό, τήν ἐκκλησία καί τόν παπα-Σταῦρο.
- Σοῦ λείπει ἔ; Κάνε ὑπομονή, γιέ μου, λίγο ἀκόμα.
Ἡ μητέρα τοῦ χάιδεψε τό νεανικό ἄ­δειο ἀπό τρίχες κεφάλι καί τό φίλησε ἁ­παλά.
- Τή Μεγάλη Ἑβδομάδα θά πᾶμε, ἔτσι δέν εἶναι μαμά;
Ὁ Χάρης κοίταξε τή μητέρα του στά μάτια καί τῆς χαμογέλασε
- Ὅ,τι μᾶς πεῖ ὁ γιατρός, παιδί μου! Ἔκανες τόση ὑπομονή... Ἄλλωστε εἶ­ναι τόσο κοντά μας ἡ ἐκκλησιά, πού ὅ­λα θά τά ἀκοῦς καί θά τά βλέπεις ἀπό ᾽δῶ!
Κτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ Ἁη-Γιώργη κι ἡ μάνα ἔφερε τό βιβλιαράκι τοῦ Με­γά­λου Ἀποδείπνου στόν γιό της. Πῆρε κι αὐ­τή τό δικό της καί συγχρόνως μέ τόν πα­πα-Σταῦρο ἔκαναν κι αὐτοί τήν ἀκολουθία.
Τή Μεγάλη Πέμπτη πέρασε ὁ πα­πα-Σταῦρος καί τόν κοινώνησε.
- Ὅταν δέν μποροῦμε ἐμεῖς, παιδί μου, νά τρέξουμε κοντά Του, ἔρχεται Αὐ­τός κοντά μας, τοῦ εἶπε, κι ὁ Χάρης ἔκυψε σεβαστικά τό κεφάλι του.
- Τό βράδυ, ὅταν ἀραιώσει ὁ κόσμος, θά ἔρθεις, Χαράλαμπέ μου, νά προσκυνήσεις τόν Ἐσταυρωμένο. Θά σοῦ τηλεφωνήσω ἐγώ μετά τήν ἀκολουθία.
-Οὔτε πέρσι, πάτερ, ἤμουν στό στόλισμα τοῦ Ἐπιταφίου οὔτε φέτος, εἶπε μέ μικρό παράπονο ὁ Χάρης.
-Καί πέρσι ἤσουν καί φέτος θά εἶ­σαι, παιδί μου, ἀπάντησε συγκινημένος ὁ ἱε­ρέας. Ἡ καρδιά σου εἶναι ἐκεῖ! Ἡ ψυχή σου εἶναι ἐκεῖ!
Περίμενε μέ λαχτάρα τήν ὥρα πού θά στεκότανε μπροστά στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ὁ Χάρης. Καί σάν βρέθηκε, ἀκούμπη­σε τό γυμνό του κεφάλι στά πόδια τοῦ Ἐ­σταυρωμένου, πιότερο γιά νά τοῦ πεῖ ὅτι ὑπέμεινε τόν σταυρό πού τοῦ ἔστειλε μέ πίστη, ὅτι συνεχίζει νά τόν κουβαλᾶ μέ πί­στη. Σήκωσε ὕ­στερα ἕνα γύρο τό βλέμ­μα του στόν ἀγαπημένο του ναό. Οἱ φίλοι του, φοιτητές πιά ὅλοι, ἦταν ἐκεῖ! Ὁ Γιάννης τοῦ χαμογελοῦσε μέ θαυμασμό κι ἡ Μαρία μέ μάτια δακρυσμένα κι ὁ Γιῶρ­γος κι ὁ Βασίλης κι ἡ Χριστίνα κι ὁ...
Σταμάτησε τό βλέμμα του ὁ Χάρης στόν νεαρό πού στεκόταν δίπλα στόν πα­πα-Σταῦρο. Ἡ μορφή του κάτι τοῦ θύμιζε μά δέν μποροῦσε νά βρεῖ κάτι συγκεκριμένο.
- Ὁ Ἀποστόλης μόλις σήμερα μοῦ εἶ­πε ἕνα κρίμα πού τόν βάραινε, Χαράλα­μπε. Ἕνα κρίμα πού ἔχει νά κάνει μέ σένα καί τά παιδιά αὐτά. Καί μοῦ ζήτησε νά σᾶς μαζέψω ἐδῶ μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο γιά νά σᾶς ζητήσει συγγνώμη.
-Ἰδιαίτερα ἀπό σένα, Χάρη, διέκοψε τόν παπα-Σταῦρο ὁ νεαρός.
- Εἶσαι ἐκεῖνος ὁ Ἀποστόλης πού..., ἄστραψαν τά μάτια τοῦ Χάρη στή θύ­μη­ση. Μή λυπᾶσαι, φίλε μου, ἐμένα ἐ­κείνη τή μέρα μέ ἔστειλες γιά πάντα ἀπό τήν αὐλή τῆς ἐκκλησιᾶς μέσα στήν ἀγκαλιά της, τοῦ εἶπε μέ γλυκειά φωνή. Χαίρομαι πολύ πού σέ βρίσκω καί σένα μέσα, εἶπε χαμογελώντας καί τόν ἔκλει­σε στή δική του ἀγκαλιά.
Τή Μεγάλη Παρασκευή ὁ Χάρης δέν ἦταν μόνος του στό σπίτι. Ὁ Ἀποστόλης πῆγε ἀπό νωρίς καί τόν βρῆκε.
- Θά βγοῦμε μαζί στό μπαλκόνι ὅ­ταν θά βγεῖ ὁ Ἐπιτάφιος, τοῦ εἶπε, καί θά ψάλουμε μαζί καί τά Ἐγκώμια. Ἡ μαμά σου ἄς πάει στήν ἐκκλησία, θά καθίσω ἐγώ μαζί σου, τοῦ εἶπε μέ χαμη­λωμένο τό κεφάλι ὁ Ἀποστόλης.
- Καινούργιος φίλος, γιέ μου; ρώτη­σε ἡ μητέρα.
- Ὄχι, μαμά, παλιός, ἀπό τήν πα­ρέα τῆς αὐλῆς τῆς ἐκκλησιᾶς, ἀπάντησε ὁ Χάρης καί κοίταξε τόν Ἀποστό­λη πού τοῦ ἔγνεφε εὐγνώμονα.
Τήν ἄλλη μέρα, τή μεγάλη μέρα τῆς Ἀνάστασης ὁ Χάρης ἦταν ἀπό τούς πρώτους στόν ναό. Τό ξεκαθάρισε καί στόν γιατρό καί στούς δικούς του. Στήν Ἀνάσταση θά πάει στήν ἐκκλησιά. Καί κεῖνοι τοῦ εἶπαν πώς ναί, στήν Ἀνάστα­ση μποροῦσε νά πάει. Κι ἦταν δι­πλή ἡ χαρά τοῦ Χάρη. Πρῶτον, γιατί ἦταν Ἀ­νάσταση καί δεύτερον, γιατί ἦταν στόν ναό. Ἦταν τό­ση ἡ χαρά του, πού ξέχασε νά πάρει μαζί του καί τόν σκοῦφο του. Τί τόν ἔνοιαζε πού δέν εἶχε μαλλιά;
«Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ἀντιλάλησε στήν αὐλή τῆς ἐκκλησιᾶς ἡ φωνή τοῦ παπα-Σταύρου κι ὁ Χάρης τό ἄκουγε μαζί μέ τό δυνατό κτύπημα τῆς καρδιᾶς του πού γεμάτη σιγουριά κρατοῦσε τόν ρυθμό.
- Χριστός Ἀνέστη, Χάρη, ἄκουσε τόν Ἀποστόλη νά τοῦ λέει λάμποντας ὁλόκληρος ἀπό χαρά.
-Ἀληθῶς Ἀνέστη, Ἀποστόλη, ἀπάντησε κι ἀγκαλιασμένοι μπῆκαν ἀπό τήν αὐλή στήν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς...

Ἑλένη Βασιλείου