Μέσης δὲ νυκτός

DEKA PARTHENES page cἮταν μιά μεγάλη, ἀτελείωτη νύ­χτα. Ξεκίνησε μέ τόν μαθητή πού παίρ­νοντας τό ψωμί στά χέρια του βγῆκε βιαστικά ἔξω ἀπ᾽ τό Δεῖπνο. Ἤδη εἶχε νυ­χτώσει. Ἀκολούθησε ὁ ὕπνος τῶν μα­θη­τῶν στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Τρεῖς φορές τούς ξυπνά­ει κι αὐτοί πά­λι καί ξανά κοιμοῦνται. Βαριά τά βλέφαρα κλείνουν. «Μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων» ἔρχονται ὕ­στε­ρα νά Τόν συλ­λά­βουν αὐτοί πού ὅλη μέρα κάθονταν δί­πλα του στό ἱερό, ἀλλά δέν τόν ἔπια­ναν. Τώρα ἦταν ἡ ὥρα καί ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους. Κι ὕστερα ὅλη νύχτα ἀπ᾽ τόν Ἄννα στόν Καϊάφα. Ξημέρωνε πιά. Ὁ ἄλλος μαθητής ἄκουγε τό ὀρνίθι ἀπό μακριά νά λαλεῖ δυό φορές. Ὅ­ταν ἐπιτέλους ἦρθε τό πρωί, ἐκείνη ἡ μακρά νύχτα εἶχε πάρει τίς ἀποφάσεις της, «ὥστε θανατῶσαι αὐ­τόν».
Ἔτσι ἀτελείωτη καί σκοτεινή φαίνεται νά εἶναι καί ἡ νύχτα τῆς ζωῆς μας. «Χρονίζοντος δὲ τοῦ Νυμφίου, ἐ­νύσταξαν πᾶσαι (αἱ παρθένοι) καὶ ἐ­κά­θευδον». Γιά τίς μισές ἀπ᾽ αὐτές, ἕνας ὕ­πνος βα­θύς, βαρύς, ἀδιατάρακτος, ἀ­­διαπέραστος, ναρκωμένος σάν βύθιση. Ἔτσι εἶναι ὁ ὕπνος τῆς ἀφροσύνης, ὁ ζοφερός ὕπνος τῆς ἁμαρτί­ας. Ξυ­πνᾶμε μόνο ἕνα λεπτό πρίν πε­θά­νου­με, γιά νά πεθάνουμε. Ὅμως «ἡ νύ­χτα πέρασε», φωνάζει ὁ Παῦλος, «φτάνει ἡ μέρα». Κι οἱ λαμπάδες μας σβησμένες, τά ἀγγεῖα μας ἄδεια ἀπό λάδι.
Τή νύχτα τῆς Μεγάλης Τρίτης ἡ μνήμη τῆς παραβολῆς τῶν δέκα Παρ­θένων. Ἡ πιό τελεσίδικη, ἀμετάκλητη διήγηση πού ἔχει ἀκουστεῖ ποτέ στόν κόσμο. Σ᾽ ὅλες τίς ἄλλες ὑπάρχει ἕνα παραθυράκι ἐλπίδας, ὅτι κάτι θά γίνει κι ὅλα θά ἀλλάξουν. Ἐδῶ κανένα. Μέ­σα στή νύχτα ξυπνοῦν ἀπρόσμενα, ἀ­πότομα, ἑτοιμάζουν γρήγορα τίς λαμ­­­πά­δες. Οἱ ἄλλες πού δέν ἔχουν ζητοῦν, τρέχουν, δέν προλαβαίνουν, κλεί­­­­­νει ἡ πόρτα, χτυποῦν, παρακαλοῦν... «Δέν σᾶς ξέρω». Ὁ ρυθμός εἶ­ναι φρενήρης, θυμίζει ἐφιάλτη πού βλέπουμε στόν ὕπνο μας κι ὅταν ξυ­πνᾶμε κάθιδροι, λέμε «εὐ­τυχῶς πού ἦταν ὄ­νει­ρο».
Τή νύχτα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ὄχι ἄλ­­λα δάκρυα μπροστά στόν Νυμφίο. Φτάνουν τόσα δά­κρυα λύ­πησης καί συγ­­­κίνησης. Ὁ ἐπίλογος τῆς παραβολῆς εἶναι «γρηγορεῖτε». Μπρο­­­­­­­στά στόν Νυμφίο, βιαστεῖτε, ξυ­πνῆστε, γεμίστε τή ζωή σας λάδι, «ἔ­λαιον», πού εἶναι μόνο τό ἔλεος γιά ὅλους.
Μπροστά στόν Νυμφίο ἄς πάψουν ὅλες οἱ φωνές τοῦ κόσμου, καί οἱ ἰαχές τῶν θρι­άμ­βων του καί οἱ οἰ­μω­γές τῶν θρήνων του, γιά νά ἀκουστεῖ μόνο μία κραυ­γή μέ­σα στή νύχτα, μόνο μία γιά νά τήν ἀκούσουμε ὅ­λοι:
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρ­χεται, μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ». Ἐκεῖ πού θά πίνει τό ποτήρι τοῦ οἴ­νου καινόν στό οὐράνιο Δεῖπνο, στή Βασιλεία τοῦ Πατρός Του, μετά τῶν φρονίμων παρθένων. Μήν κλείσει ἡ πόρτα.
Γιατί, θά εἶναι ἀνεπιστρεπτί.

Ζ.Γ.