Τά σιωπηλά Χριστούγεννα τοῦ Παπανικολῆ

PAPANIKOLIS c  Ἄν βρεθεῖς στόν Πειραιᾶ, μπροστά στό ναυτικό μουσεῖο, θά δεῖς μιά παλιά γέφυρα ἱστορικοῦ ὑποβρυχίου. Θά δια­βά­σεις τό ὄ­νομά του: «Παπανικολῆς». Φέρει τό ὄνομα τοῦ ἀτρόμητου ψαριανοῦ πυρ­πολητῆ τοῦ 1821, Δημητρίου Παπανικολῆ. Εἶναι τό ἐν­δοξότερο ἑλληνικό ὑποβρύχιο, πού ἔδρασε λαμπρά στόν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ἀπέ­δειξε περίτρανα πώς οἱ Ἕλ­ληνες μέ τήν ἀξι­ωσύνη καί τή μαχη­τι­κό­τη­τά τους κατάφεραν νά συντρίψουν τόν μύθο τοῦ ἀήττητου ἰταλικοῦ στόλου.
  Πρῶτος κυβερνήτης τοῦ θρυλικοῦ «Πα­πανικολῆ» εἶναι ὁ πλωτάρχης Μιλ­τι­ά­δης Ἰατρίδης ἀπό τό Σοφικό Κορινθίας, ἄν­θρωπος ἀσυναγώνιστος στίς θάλασσες, ἔμ­πειρος στόν ὑποβρυχιακό πόλεμο. Ὁ «Παπανικολῆς» μέ τόν ἱκανό πλωτάρχη του καί τούς τριάντα λεβέντες ἄντρες τοῦ πληρώματός του «βάζει πλώρη γιά τήν Ἱ­στορία», ὅπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, γράφοντας σελίδες δόξας στίς μάχες τοῦ νεροῦ.
  19 Δεκεμβρίου 1940. Ξεκινᾶ ἀπό τή Σα­λαμίνα ὁ «Παπανικολῆς» γιά περιπολία στήν Ἀδριατική θάλασσα. Εἶναι τό πρῶτο ἑλληνικό ὑποβρύχιο πού διανύει τόν Τά­ραντα. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά σταματήσει τόν ἀνεφοδιασμό τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ στό λιμάνι τοῦ Αὐλώνα. Ἕνας ἀπό τούς ναῦτες του, ὁ Ν. Τασιάκος, διηγεῖται:
  «Ἑτοιμαστήκαμε γιά μάχη. Ὁ κυ­βερ­νήτης μᾶς λέει: “Μήπως θέλει κανένας νά μείνει ἔξω; Ἔχει μάνα, γυναίκα, παιδιά. Νά τό δηλώσει. Δέν εἶναι ντροπή. Δέν θά θεω­ρηθεῖ δειλός”. Κανένας. Μᾶς διακα­τεῖ­χαν συναισθήματα ὀργῆς καί χαρᾶς. Ὀρ­γῆς, γιατί μᾶς τορπίλισαν τήν “Ἕλλη”. Χα­ρᾶς, γιατί σκοπεύαμε νά τούς πετάξουμε στή θάλασσα, ὅπως κι ἔγινε».
  22 Δεκεμβρίου. Ὁ «Παπανικολῆς» μέ τόν ἀνύσταχτο κυβερνήτη του συ­λλαμ­βά­νει στίς ἰταλοκρατούμενες ἀλβανικές ἀκτές ἰταλικό ἱστιοφόρο. Ἀνακαλύπτει θη­σαυρό σπάνιο: ἀπόρρητα ἔγγραφα τοῦ ἰ­ταλικοῦ ναυτικοῦ. Τούς πληροφοροῦν πώς στό λι­μάνι τοῦ Αὐλώνα, σταθμό ἀνε­φο­δι­ασμοῦ τῶν Ἰταλῶν, θά κάνει τήν ἐντυπω­σι­ακή της ἐμφάνιση, σέ σύντομο χρονικό διά­στημα, μεγάλη ἰταλική νηοπομπή.
Ὁ θαλασσόλυκος πλωτάρχης κι ὅλο τό πλήρωμά του καρτεροῦν γύρω ἀπό τό λι­μά­νι τά ἐχθρικά πολεμικά. Δύο μέρες μετά, προβάλλει ἡ νηοπομπή στόν ὁρί­ζον­τα. Ποῦ νά φανταστεῖ τό καρτέρι θανάτου πού τῆς ἔχει στηθεῖ! Δύο τορπίλες ἐκτο­ξεύ­ει ὁ «Πα­πανικολῆς» καί βυθίζει στά στενά τοῦ Ὀ­τράντο δύο ὁπλιταγωγά. Εἰκοσιπέντε χι­λιάδες τόνοι ὅπλα καί πολεμοφόδια, πού προο­ρί­ζονταν νά ἐνισχύσουν τίς ἰταλικές μονάδες στό μέτωπο, βουλιάζουν στόν πά­το τῆς Ἀ­δριατικῆς. Τό ἑλληνικό ὑποβρύχιο ἔχει πε­τύχει μιά ἀπίθανη στρατηγική νίκη. Οἱ Ἰτα­λοί παλεύουν πεισματικά νά τό βυ­θί­σουν. Τό κυνηγοῦν διαρκῶς, ἐκτοξεύ­ον­τας 85 βόμ­βες βυθοῦ. Ἀστοχοῦν ὅλες.
  Οἱ ὧρες γιά τό ἑλληνικό ὑποβρύχιο εἶναι κρίσιμες. Τό πλήρωμά του ὅμως ἔχει τυφλή ἐμπιστοσύνη στόν ἱκανό πλωτάρχη του. Ὑπακούει λοιπόν στίς διαταγές του. Ποιός νά τούς τό ᾽λεγε πώς τέτοια χρο­νιά­ρα μέρα, 25 Δεκεμβρίου, θά περνοῦσαν σι­ωπηλοί στόν βυθό τῆς θάλασσας, κυνη­γη­­μένοι ἀπό τούς Ἰταλούς! Κι ὅσο τό ὑπο­βρύχιο παρέ­μενε στόν πυθμένα, τόσο ἔ­πρεπε ὅλοι τους νά κάνουν ἡσυχία, νά εἶ­ναι μουγγοί. Ἡ οἰ­κονομία στό ὀξυγόνο ἦταν ἀπαραίτη­τη. Ἕνας ἀπό τό πλήρωμα καταθέτει τή ζων­τανή μαρτυρία του:
  «Ἀνήμερα Χριστούγεννα οἱ ἄντρες ἔ­γνεφαν τά “Χρόνια πολλά”, μιᾶς καί κα­νείς δέν ἔπρεπε νά μιλᾶ. Ἦταν τά σιω­πηλά Χρι­στούγεννα τοῦ “Παπανικολῆ”!».
  Κι ἐκεῖ πού κουνοῦσαν τά κεφάλια τους, ἡ σκέψη πετοῦσε, ἡ καρδιά νοσταλ­γοῦσε, τό μάτι δάκρυζε. Τέτοια μεγάλη μέ­ρα τῆς χρι­στιανοσύνης, μέρα εἰρήνης καί χαρᾶς, τούς βρίσκει μακριά ἀπό τούς δι­κούς τους, ἀπό τά παιδιά τους, δίχως ἐκ­κλη­σιά, δίχως λευ­τεριά, μές στήν ἀντάρα τοῦ πολέμου, μέ συντροφιά μόνο τό ὑγρό στοι­χεῖο καί τό ἀπόκριμα τοῦ θανάτου. Κάθε δάκρυ καί μιά εὐχή, κάθε δάκρυ καί μιά προσευχή. Μά νικοῦσε τίς ἀτέλειωτες πο­νεμένες θύμησες καί θέρμαινε τήν καρ­διά τους τό ἐπιτακτικό καθῆκον: «Ὅλα γιά τήν πατρίδα!».
  Φτάνει ἐπιτέλους ἡ πολυπόθητη στιγ­μή πού σῶοι ἐπιστρέφουν. Οἱ σκηνές πού ἐκτυλίσσονται δύσκολα περιγράφονται:
  «Ὅταν φτάσαμε στή βάση ὑποβρυ­χί­ων, οἱ σειρῆνες ἀπ᾽ ὅλα τά καράβια δέν στα­μα­τοῦσαν. Ἡ μπάντα τοῦ Ναυτικοῦ ἔ­παιζε συνέχεια. Σήκωσαν τόν κυβερνήτη στούς ὤ­μους κι ἀπό τόν μόλο τόν πῆγαν στό ναυ­πηγεῖο. Δέν μπορῶ νά σᾶς περι­γράψω τί ἀ­κρι­βῶς αἰσθανόταν ὁ κόσμος! Τό ὡραιό­τε­ρο ἦταν, ὅταν ἀκούσαμε τό ἀνακοινωθέν τῆς Ἰταλίας: “Ἐβυθίσθη, ἐ­βυθίσθη τό ἑλ­λη­νικό ὑποβρύχιο «Παπανι­κολῆς»”. Τότε ἐ­μεῖς σκά­σαμε στά γέλια. Πήγαμε μ᾽ ἀπό­φαση νά κερδίσουμε τόν ἀγώνα. Μιά γρο­θιά ἤ­μα­σταν ὅλοι».
  Ὕστερα ἀπό τέτοιες νίκες, πῶς νά μήν προβιβαστεῖ ἄμεσα ὁ Ἰατρίδης σέ ἀντι­πλοί­αρχο ἐπ᾽ ἀνδραγαθίᾳ καί νά μήν τοῦ ἀπο­νεμηθεῖ τό χρυσοῦν ἀριστεῖον ἀν­δρεί­ας!
  Καί στά μαῦρα χρόνια τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ὁ θρυλικός «Παπανικολῆς» συ­νε­χίζει ἀκάθεκτα τίς πολεμικές περιπολίες καί ἀποστολές του στή Μέση Ἀνατολή, κάτω ἀπό τίς διαταγές τῆς ἐξόριστης ἑλληνικῆς Κυβέρνησης. Εἶναι ὁ ἐφιάλτης τῶν θαλασ­σῶν, τό φάντασμα, ὁ σκοπευ­τής πού σκορ­πᾶ πανικό καί στέλνει στόν ὑγρό τάφο γερ­μανικά καί ἰταλικά ἱστιο­φόρα. Τό ὑπο­βρύ­χιο ξαναζεῖ νέες δόξες, ξαναγράφει χρυ­σές ἐποποιΐες.
   Κι ἐμεῖς, ἡ εὐδαιμονιστική γενιά τοῦ 21ου αἰώνα, πόσα δέν σᾶς χρωστοῦμε, τι­μη­μένοι μας πρόγονοι! Τόσες θυσίες, τό­σες κακοπάθειες, πού ξεπερνοῦν τή δική μας φιλόυλη σκέψη, πυροδοτοῦν τήν ὕπαρ­ξή μας. Μᾶς κατακλύζουν αἰσθήματα εὐ­χαρι­στίας καί ἀπέραντης εὐγνωμοσύνης, ἀλλά συνάμα καί χρέους καί εὐθύνης με­γάλης.

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2019