Κυρ. Γ΄ Λουκᾶ Λκ 7,11-16

῾Η ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν


  gios xiras῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὅπως ἤδη λέχθηκε, μέ ἰδιάζουσα εὐαισθησία διασώζει στό Εὐαγγέλιό του κάθε λέξη, κίνηση καί περιστατικό ἀπό τήν ἐπίγεια δράση τοῦ ᾿Ιησοῦ πού προβάλλει τή θεϊκή εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία. Μέσα σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο ἐξιστορεῖ καί τήν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στήν πόλη Ναΐν, τήν ὁποία δέν ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές.

 7,11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.
  ῾Η φράση καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς φανερώνει ὅτι ἡ διήγηση ἀκολουθεῖ χρονικά τήν προηγούμενη, ἀλλά δέν συνδέεται ἐννοιολογικά μαζί της. ῾Ο Κύριος ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναῒν γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν ἀνθρώπινο σπαραγμό μπροστά στό ἀμείλικτο γεγονός τοῦ θανάτου.
  Τό ὄνομα τῆς πόλεως «Ναΐν», πού σημαίνει «ὡραία», «καλλονή», φανερώνει τήν ἰδιαίτερη ὀμορφιά τῆς πόλεως. Καί σήμερα ὑπάρχουν χωριά μέ παρόμοια ὀνόματα, Καλλονή, Πανόραμα, Καλλιθέα. ῾Η Ναΐν ἦταν πόλη τῆς Γαλιλαίας, κτισμένη στήν ὄχθη τοῦ χειμάρρου Κισών ὄχι μακριά ἀπό τήν μεγάλη κοιλάδα ᾿Εσδραλών. Τά ἐρείπιά της βρέθηκαν κοντά στήν Καπερναούμ, νοτιοανατολικά τῆς Ναζαρέτ. ᾿Ανῆκε στήν φυλή ᾿Ισσάχαρ.
  Στόν δρόμο γιά τήν Ναΐν ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε μέ μεγάλη συνοδία. Πολλοί μαθητές παρακολουθοῦσαν τακτικά τήν διδασκαλία του, ἀλλά δέν εἶχαν ὅλοι τήν ἴδια σχέση μαζί του. Μέ κριτήριο τόν βαθμό σχέσεως πού διατηροῦσαν οἱ μαθητές μέ τόν ᾿Ιησοῦ μποροῦν νά καταταγοῦν σέ τρεῖς κύκλους· τῶν δώδεκα, τῶν ἑβδομήκοντα καί ἕναν εὐρύτερο. Οἱ δώδεκα, ὅταν τόν γνώρισαν, τά ἄφησαν ὅλα, τήν δουλειά τους καί τήν οἰκογένειά τους, καί τόν ἀκολούθησαν στήν δημόσια δράση του. Γιά τούς ἑβδομήκοντα δέν γνωρίζουμε πολλά στοιχεῖα παρά μόνον ὅτι συχνά ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος τούς ἔστειλε νά κηρύξουν στήν Παλαιστίνη (βλ. 10,1). Στόν τρίτο κύκλο, τέλος, ἀνῆκαν ἐκεῖνοι πού κατά καιρούς τόν ἀκολουθοῦσαν στίς περιοδεῖες του. ῾Ο Λουκᾶς κάνει σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς πού παρακολουθοῦσαν τακτικά τίς ὁμιλίες τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καί στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού τυχαῖα ἤ ἀπό περιέργεια βρισκόταν κοντά του καί χαρακτηρίζεται ὡς ὄχλος.

 7,12. ῾Ως δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.
  Καθώς πλησιάζει τῇ πύλῃ τῆς πόλεως ὁ ᾿Ιησοῦς συναντᾶ κηδεία. Τά νεκροταφεῖα τῶν ῾Εβραίων ὅπως καί τῶν ῾Ελλήνων στήν ἀρχαιότητα ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, κοντά στά τείχη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό νεκροταφεῖο τῶν Γαδαρηνῶν (βλ. Λκ 8,27) καί ὁ Κεραμεικός τῆς ἀρχαίας ᾿Αθήνας. ῎Εξω ἀπό τίς ἀρχαῖες πόλεις, ἐπίσης, ἑνωμένοι μέ τά τείχη ἦταν οἱ τόποι τῶν ἐμποροπανηγύρεων καί ὁ ἱππόδρομος.
 Κοντά στήν πύλη τῆς Ναΐν, λοιπόν, ὁ ᾿Ιησοῦς βρέθηκε μπροστά σέ μιά πολύ θλιβερή σκηνή. Μέ συντομία ἀλλά καί ζωηρότητα τήν περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἐξεκομίζετο -τό ρῆμα «ἐκκομίζω» συνήθως σημαίνει τήν ἐκφορά νεκροῦ- τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα. ῾Η ἐκφορά τοῦ νεκροῦ γινόταν κατά κανόνα πάνω σ᾿ ἕνα εἶδος φορείου, τό νεκροκρέβατο, καί ὅλοι μποροῦσαν νά βλέπουν τήν σορό. Μπροστά ἀπό τόν νεκρό πήγαιναν οἱ γυναῖκες θρηνώντας.
  Κάθε κηδεία περιέχει ὀδύνη. Αὐτή ὅμως τήν ὁποία συνάντησε ὁ ᾿Ιησοῦς ἦταν ὀδυνηρότερη ἀπό τίς συνηθισμένες. Νεκρός ἦταν ὁ μονάκριβος γιός μιᾶς χήρας μάνας. Σπάραζε ἀπό τόν πόνο ἡ δυστυχισμένη γυναίκα, καθώς ξεπροβοδοῦσε τό νεαρό βλαστάρι της στό ἄνθος τῆς ἡλικίας του· αὐτόν πού εἶχε ἀπορροφήσει ὅλη της τήν μητρική στοργή καί ἀγάπη· αὐτόν πού μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν ἡ μόνη χαρά καί συντροφιά της, ὅλη ἡ οἰκογένειά της καί ἡ μοναδική βακτηρία τῶν γηρατειῶν της.
  Στήν σκληρότερη ὥρα τῆς ζωῆς της, καθώς ἡ χαροκαμένη μάνα ἔμενε τελείως ἔρημη στόν κόσμο καί βαθειά πληγωμένη, ἔτρεξε νά τῆς συμπαρασταθεῖ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός, σχεδόν ὅλη ἡ πόλη. Τό σημεῖο πού ἀκολούθησε, ἑπομένως, ἔγινε μπροστά σέ πολλούς μάρτυρες, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά τό ἀμφισβητήσε.

 7,13. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε.
  ᾿Ανάμεσα σέ ἐκείνους πού ἔσμιγαν τά δάκρυά τους μέ τόν θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης μάνας βρέθηκε καί ὁ ᾿Ιησοῦς. Συμμερίζεται κι αὐτός τόν πόνο της, συγκινεῖται βαθειά, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ. Στό πρόσωπό της βλέπει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα νά πληρώνει ἀκριβά τό τίμημα τῆς ἀποστασίας της. Παρά τά ἀγαθά καί τά ἐπιτεύγματά της μένει σέ κάθε ἐποχή φαρμακωμένη ἀπό τόν θάνατο, ἐνῶ ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη τήν δημιούργησε γιά τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια μακαριότητα.
  ῾Η συμπόνοια τοῦ Κυρίου δέν ἦταν σάν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Κανείς δέν θά ἀποτολμοῦσε νά παρηγορήσει τήν γυναίκα ἐκείνη. Στό πρῶτο πλῆγμα τῆς χηρείας της ἐρχόταν νά προστεθεῖ δεύτερη ἀβάσταχτη συμφορά. Τί νά τῆς ἔλεγαν γιά νά τήν στηρίξουν; ῾Ο Κύριος ὅμως στρέφεται μέ ὅλη του τήν συμπάθεια πρός αὐτήν, δίχως κανείς νά τοῦ τό ἔχει ζητήσει, καί μέ τρυφερότητα τῆς λέγει· μὴ κλαῖε. Μόνον Αὐτός ὡς Θεός μπορεῖ νά πεῖ ἕναν τέτοιο λόγο, διότι, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως, κρατᾶ στά χέρια του τήν ζωή καί τόν θάνατο.

7,14. καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
  ῾Ο Κύριος δέν περιορίσθηκε στά λόγια. ῎Εκανε, ἐπιπλέον, μία κίνηση· ἥψατο τῆς σοροῦ, δηλαδή ἔπιασε τό φέρετρο ἐμποδίζοντας τούς μεταφορεῖς νά προχωρήσουν. «Σορός» λεγόταν τό σκεῦος, φέρετρο, νεκροκρέβατο στό ὁποῖο τοποθετοῦνταν ὁ νεκρός καί ὄχι τό σῶμα, ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται σήμερα. ῾Ο Κύριος προχωρεῖ καί ἀγγίζει τό φέρετρο. ῾Ο νόμος, βέβαια, δέν ἐπέτρεπε νά ἀγγίζουν οἱ ἰουδαῖοι καθετί πού εἶχε σχέση μέ νεκρό, διότι αὐτό μετέδιδε λευιτική, δηλαδή τυπική ἀκαθαρσία (βλ. ᾿Αρ 19,11). ῾Ο Κύριος, ἐντούτοις, ὅπως ἤδη λέχθηκε (βλ. σχόλια στό 5,13 καί στό 6,5), δέν δεσμεύεται ἀπό τόν νόμο πού ὁ ἴδιος νομοθέτησε. Τό ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι καί κανείς δέν τοῦ προβάλλει ἀντίσταση. ῏Ηταν ἐπιβλητικός ὡς ἄνθρωπος ὁ ᾿Ιησοῦς, ἱκανός νά πείθει καί νά κυριαρχεῖ ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί ἰδιάζουσες στιγμές. ῎Ετσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρίν ἀπό τήν πτώση, ὁ πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐξουσιάζει ὅλη τήν κτίση (Γέ 1,26).
  ῾Ως ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκουμπᾶ τήν σορό μεταγγίζοντας τήν ζωή, καί μέ στοργή ἀπευθύνει πρός τόν νεκρό νέο τό πρόσταγμά του· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Τό χέρι του ἀνορθώνει τόν νεκρό, ἡ φωνή του κάνει τήν ψυχή νά ἐπιστρέψει στό σῶμα. «Οὐ λόγῳ δὲ θαυματουργεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς σοροῦ ἅπτεται· ἵνα μάθωμεν ὅτι τὸ σῶμα αὐτοῦ σῶμα ζωῆς ἐστιν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. ῞Οπως ὁ σίδηρος, ὅταν ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν φωτιά, ἀποκτᾶ τήν ἐνέργειά της, ἔτσι καί ἡ ἁγία σάρκα τοῦ Κυρίου, ἐφόσον ἑνώθηκε μέ τήν θεότητα, ἀπέκτησε τήν ἐνέργειά της, νά μεταδίδει ζωή. ῾Ο Κύριος ἐδῶ ἀποκαλύπτει στήν πράξη αὐτό πού θά διακηρύξει ἀργότερα· «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 11,25).
  Οἱ νεκραναστάσεις πού ἀναφέρονται στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Γ´ Βα 17,19-22· Δ´ Βα 4,34-36) ἔγιναν μετά ἀπό ἐναγώνια προσευχή τῶν προφητῶν καί θερμή ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων βλέπουμε ὅτι μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀνέστησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος τήν Ταβιθά (9,40). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός ὅμως ἐπιτελεῖ νεκραναστάσεις δίνοντας μόνο μία προσταγή (βλ. Μρ 5,41· Λκ 8,54· ᾿Ιω 11,43). Καλεῖ τούς νεκρούς ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή σάν νά τούς καλεῖ νά ξυπνήσουν ἀπό τόν ὕπνο. ᾿Αποδεικνύει ἔτσι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί νικητής τοῦ θανάτου. Ταυτόχρονα, προμηνύει τήν ἀνάστασή του καί τήν κοινή ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν.

 7,15. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.
 ᾿Από τούς ἑλληνιστικούς χρόνους μέχρι καί σήμερα μέ τό ρῆμα «ἀνεκάθισεν» οἱ γιατροί δηλώνουν ὅτι ὁ ἀσθενής πού ἦταν ξαπλωμένος στό κρεβάτι σηκώθηκε σέ στάση καθιστική. Τό ὅτι ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς (πρβλ. Πρξ 9,40) καὶ ἤρξατο λαλεῖν ἀποτελεῖ τό κυριώτερο τεκμήριο ὅτι δέν πρόκειται γιά παιχνίδι τῆς φαντασίας ἀλλά γιά πραγματική ἀνάσταση. ᾿Αξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ τό λιτό καί ἀπέριττο ὕφος πού διατηρεῖ ὁ Λουκᾶς στήν περιγραφή ἑνός τόσο σπουδαίου καί ὑπερφυσικοῦ γεγονότος.
 ῾Η φράση καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ τονίζει ὅτι ὁ Κύριος κρατοῦσε στά χέρια του τήν ζωή τοῦ νέου. Τοῦ ἀνῆκε καί θά μποροῦσε νά τοῦ ζητήσει νά προστεθεῖ στήν ἀκολουθία του. Τόν παραδίδει ὅμως στήν μητέρα του. Τόν ἀφήνει κοντά στήν πονεμένη χήρα ὡς στήριγμα καί παρηγοριά της.

7,16. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
  Μόλις εἶδαν ἀναστημένο τόν νέο, κυριεύθηκαν ἀπό φόβο ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Δέος καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κοντά του ἐνεργεῖ μία ὑπεράνθρωπη καί ὑπερφυσική δύναμη. Εἶναι τό ἴδιο αἴσθημα πού δοκίμασαν ὁ Ζαχαρίας, ἡ παρθένος Μαρία καί οἱ βοσκοί μπροστά στήν παρουσία ἀγγέλου, καθώς ἐπίσης καί ὁ Πέτρος μετά ἀπό τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας (βλ. Λκ 1,13· 1,30· 2,9-10· 5,8-10). ῾Η ἐπιτέλεση ἑνός θαύματος δηλώνει πάντοτε τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική του παρουσία στήν ὥρα τῆς δοκιμασίας.
  ῾Η φράση προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν θυμίζει τήν ὑπόσχεση τοῦ Μωυσῆ στό Δευτερονόμιο· «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (18,15), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν Μεσσία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ νέου ἦταν μία ἔνδειξη ὅτι αὐτός πού τήν ἐπιτέλεσε δέν ἦταν ἄλλος παρά ἐκεῖνος ὁ προφήτης γιά τόν ὁποῖο μίλησε τότε ὁ Μωυσῆς. ῾Η παρουσία προφήτη σημαίνει γιά τήν ἐκλεκτή μερίδα τοῦ ᾿Ισραήλ ὅτι ὁ Θεός θυμήθηκε καί πάλι τόν λαό του. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ φράση ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὑπαινίσσεται καί τό μακροχρόνιο διάστημα ἀπό τόν προφήτη Μαλαχία ὥς τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, κατά τό ὁποῖο δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἄλλος προφήτης (βλ. σχόλια στό 3,3).
 

7,16. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
  Μόλις εἶδαν ἀναστημένο τόν νέο, κυριεύθηκαν ἀπό φόβο ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Δέος καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κοντά του ἐνεργεῖ μία ὑπεράνθρωπη καί ὑπερφυσική δύναμη. Εἶναι τό ἴδιο αἴσθημα πού δοκίμασαν ὁ Ζαχαρίας, ἡ παρθένος Μαρία καί οἱ βοσκοί μπροστά στήν παρουσία ἀγγέλου, καθώς ἐπίσης καί ὁ Πέτρος μετά ἀπό τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας (βλ. Λκ 1,13· 1,30· 2,9-10· 5,8-10). ῾Η ἐπιτέλεση ἑνός θαύματος δηλώνει πάντοτε τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική του παρουσία στήν ὥρα τῆς δοκιμασίας.
  ῾Η φράση προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν θυμίζει τήν ὑπόσχεση τοῦ Μωυσῆ στό Δευτερονόμιο· «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (18,15), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν Μεσσία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ νέου ἦταν μία ἔνδειξη ὅτι αὐτός πού τήν ἐπιτέλεσε δέν ἦταν ἄλλος παρά ἐκεῖνος ὁ προφήτης γιά τόν ὁποῖο μίλησε τότε ὁ Μωυσῆς.
  Ἡ παρουσία προφήτη σημαίνει γιά τήν ἐκλεκτή μερίδα τοῦ ᾿Ισραήλ ὅτι ὁ Θεός θυμήθηκε καί πάλι τόν λαό του. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ φράση ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὑπαινίσσεται καί τό μακροχρόνιο διάστημα ἀπό τόν προφήτη Μαλαχία ὥς τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, κατά τό ὁποῖο δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἄλλος προφήτης (βλ. σχόλια στό 3,3).

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 294-299.