ΑΠΟΚΡΙΑ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

 apokria Οἱ ἀντίθεες δυνάμεις, πού δέν ἔπαψαν νά δροῦν καί στίς κοινωνίες οἱ ὁποῖες, κα­κῶς, χαρακτηρίστηκαν χριστιανικές, ἐ­πέ­τυ­χαν σημαντική νίκη καθιερώνοντας βακ­χική καί ἀφροδισιακή γιορτή σέ περί­οδο κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τούς πιστούς σέ ἑτοιμασία, μέσῳ τῆς ἄσκησης καί μετάνοιας, γιά τή μεγάλη γιορτή της, τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν θά ἰσχυριστῶ ὅτι ὅλα τά δρώμενα κατά τήν περίοδο τῆς Ἀποκριᾶς ἀντιβαίνουν πρός τόν εὐαγγελικό λόγο. Οἱ κατήγοροι πάντως τῆς Ἐκ­κλησίας ἐκτοξεύουν τήν κατηγορία ὅτι αὐτή στραγγαλίζει τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀν­θρώ­που νά χαρεῖ καί συμπαρασύρουν ἀρ­κε­τούς στήν ἀποδοχή τῆς κατηγορίας. Στήν πραγματικότητα ἀγνοοῦν τόσο οἱ κατήγοροι ὅσο καί οἱ συνοδοιπόροι τό τί εἶναι χαρά, καθώς αὐτή δέν βιώνεται χω­ρίς ἀ­γώ­να, ἀγώνα πνευματικό.
  Ἡ διασκέδαση δέν εἶναι ἀπαγορευμέ­νη ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μόλις πρίν ἀπό δύο γενιές αὐτή ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό θρησκευτικό πανηγύρι. Σ᾽ αὐτό οἱ ἄν­θρωποι, ἀφοῦ μέ εὐλάβεια παρακολουθοῦ­σαν τή θεία Λειτουργία, στή συνέ­χει­α συγ­κεντρώνονταν, συνέτρωγαν καί συγχόρευ­αν. Ἡ ἀντίρρηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τή διασκέδαση τῆς ἀποκριᾶς ἔγκειται στή χρονική περίοδο πού ἐπιλέγεται γιά τή διασκέδαση, ὡσάν νά μήν ἐπαρκοῦν οἱ ἄλ­λες ἡμέρες τοῦ ἔτους, ἀλλά καί στή βακχική ἀφροδισιακή ἐλευθεριότητα τῆς διασκέδασης αὐτῆς. Οἱ ἀντίχριστες δυνάμεις ἔχουν πείσει ἀκόμη καί πιστούς ὅτι κατά τίς ἡμέρες αὐτές ἰσχύει διαφορετικός ἠθικός κώδικας. Συνεπῶς ἐ­πιτρέπεται σ᾽ ὅ­σους δέν τολμοῦν κατά τό λοιπό χρονικό διάστημα τοῦ ἔτους νά «ἐκ­τονωθοῦν» τραγουδώντας «ἄσεμνα» ἄσμα­τα (ὁ ὅρος «ἄ­σεμνα» εἶναι πλέον ἐντελῶς παρωχημένος, καθώς τό αἰ­σχρό παρελαύνει καθημερινά στή μικρή ὀθόνη), πίνοντας ὑπερβολικά (ὄχι βέβαια μέ συνταγή γιατροῦ) καί παρακολουθώντας θεάματα (παρελάσεις λέγονται, ὄχι βέβαια σάν τίς ἄλλες τῶν φανα­τικῶν «ἐθνικιστῶν») μέ ἔν­τονο ἕως ὑπερβολικό τό ἀφροδισιακό στοιχεῖο καί προπάντων χω­ρίς ὑπονοούμενα, ἀλλά πλήρως κατανοητά τά βλεπόμενα καί λεγόμενα.
  Τήν Κυριακή τῆς μικρῆς λεγόμενης Ἀ­ποκριᾶς, ἐνῶ ὁ «βασιλιάς» καρνάβαλος κά­νει τήν πρώτη ἐμφάνισή του στούς δρό­μους, στούς ναούς ἀναγινώσκεται ἡ περικοπή περί μελλούσης κρίσεως: «Ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλ­θετε πρός με» (Μθ 25,35-36)! Ὁ Χριστός στήν περικοπή αὐτή ἀποκαλύπτει τό κριτήριο κρίσης τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἤ παραλείψεων. Κανένα σύστημα δικαίου ἐπί τῆς γῆς δέν ποινικοποίησε τήν ἀποφυγή πράξης τοῦ καλοῦ. Τό κριτήριο ὅμως τῆς μέλ­λου­σας κρίσης ἑδράζεται ἀκριβῶς ἐπ᾽ αὐτοῦ. Τά ἄλλα, ὅσα μᾶς καλεῖ νά πράξου­με ἡ Ἐκκλησία, ἡ νηστεία (πάσης φύσεως καί ὄχι μέ τή στενή ἔννοια τοῦ ὅρου), ἡ προσ­ευχή, ἡ ἀ­γρυπνία, ἡ συμμετοχή στίς ἀκο­λου­θίες δέν εἶναι σκοπός τοῦ πιστοῦ, ἀλλά μέσον γιά τήν ὑπέρβαση τῆς ἐγωπάθειας καί τῆς προσέγγισης πρός τόν ἔ­χον­τα τήν ἀνάγκη πλησίον. Ἐφ᾽ ὅσον δέν θε­­ωρεῖται ὑπό τό πρίσμα αὐτό ἡ ἄσκηση, τό­τε γίνεται ἀντιληπτή ὡς ἐξαναγκασμός καί στέρηση τῆς χαρᾶς, ἡ ὁποία σκοπίμως ἤ ἐν ἀγνοίᾳ ταυτίζεται μέ τήν εὐχαρίστηση, πού δέν εἶ­ναι τίποτε περισσότερο ἀπό τήν ἱκανοποίηση τῶν ἐνστίκτων. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀδυναμία «πιστῶν» καί «ἀπίστων». Οἱ μέν ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν τό μεγαλεῖο τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, αὐτάρεσκοι καί ἀ­λαζόνες ὄντες, καί ρέπουν πρός τήν εὐχαρίστηση μέ τή βεβαιότητα ὅτι βιώνουν κα­τά τή ζωώδη φύση μας, καθώς ἀρ­νοῦν­ται τόν κόσμο τοῦ πνεύματος. Οἱ δέ ἐνδίδοντες στόν πειρασμό τῶν αἰσθήσεων ἑτοιμάζονται γιά τήν ἀντιρρόπηση μέ «ἔργα ἀ­γαθά» κατά τό ἀκόλουθο διάστημα τῆς Σαρακοστῆς, λησμονώντας τόν λόγο τοῦ Κυ­­ρίου «οὐδεὶς δύναται δυσὶν κυρίοις δου­λεύ­ειν» (Μθ 6,24).
  Κάποιοι πιστοί βλέποντας τά ἔκτροπα τῶν ὑποχειρίων τοῦ σκότους εὔχονται νά πέσει πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καί νά τούς κατακαύσει ἤ, τουλάχιστον, καταρρακτώδης βροχή, ὥστε νά ματαιωθεῖ ἡ παρέλαση! Ἔχουν ἀστοχήσει πλήρως στήν κατανό­η­ση τοῦ πνεύματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπάνω στόν σταυρό παρακαλοῦσε τόν Πατέρα νά συγχωρήσει τούς σταυρωτές Του λέγοντας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποι­οῦσι» (Λκ 23,34). Μήπως ἐμεῖς, οἱ αὐτοα­πο­καλούμενοι πιστοί, μοιάζουμε μέ τόν πρεσβύτερο γυιό τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου, τήν ὁ­ποί­α λησμονήσαμε εὐθύς μετά τό ἄκουσμά της; Μήπως ὁ ἐγωισμός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά δείξουμε συμπάθεια πρός τούς ἀδελφούς μας πού ἀκολουθοῦν διαφορετικό δρόμο στόν βίο τους; Μήπως θεωροῦ­με σκάνδαλο τή θερμή ἐκδήλωση ἀγάπης τοῦ πατέρα πρός τόν ἄσωτο γυιό; Μή­πως ἔ­χουμε κουραστεῖ ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐν­τολῶν του, ἐργαζόμενοι στόν ἀμπελώνα του ἀπό τά χαράμα­τα τοῦ βίου μας; Μή­πως λησμονήσαμε τόν ἀμειφθέντα κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἄν καί προσῆλθε μόλις τήν ἑνδεκάτη ὥρα; Μήπως, σέ τελευταία ἀνάλυση, θά θέλαμε νά εἶναι ἐπιτρεπτό νά πράξουμε καί ἐμεῖς τά ὅσα πράττουν αὐτοί, πού, ὅπως ἀποδεικνύεται, λόγῳ φθόνου ἐ­πικρίνουμε; Ἄς μή τρέφου­με τήν ψευδαίσθηση ὅτι τά κίνητρά μας δέν γίνονται ἀν- τιληπτά ἀκόμη καί ἀπό τούς συνανθρώπους μας.
  Στούς ναούς κατά τήν Κυριακή τῆς «μεγάλης» Ἀποκριᾶς ἀναγινώσκεται ἡ πε­ρι­κοπή περί συγχωρήσεως. Εἶναι ἡ συγ­χώ­ρη­ση τό δυσκολότερο πνευματικό ἐπίτευ­γμα, καθώς προϋποθέτει ταπείνωση σέ μεγάλο βαθμό. Εἶναι πάντως καί ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή θεία φώτιση. Ὑπό τό πρίσμα τῆς ταπείνωσης νοηματοδοτεῖ­ται καί κάθε πράξη φιλανθρωπίας. Σέ ἀντίθετη περίπτωση μπορεῖ αὐτή νά καταπέσει σέ ἀξιοκατάκριτη ἐπιδειξιομανία.
  Εὐχῆς ἔργο θά ἦταν νά μηδενισθοῦν τά κονδύλια γιά τά ξεφαντώματα, ὥστε νά καλυφθεῖ μέρος τῶν ἀναγκῶν τῶν συνανθρώπων μας πού ὑποφέρουν στόν καιρό τῆς κρίσης. Μήπως ὅμως πρέπει νά προη­γηθεῖ τό καλό παράδειγμα τῶν πιστῶν; Δυστυ­χῶς, ἄν φαίνεται νά θριαμβεύει τό κακό, αὐτό ὀφείλεται στήν ἀδράνεια αὐ­τῶν πού ἐπιθυμοῦν νά θριαμβεύσει τό κα­λό.

Ἀπόστολος Παπαδημητρίου

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2019