Καί ἐγένετο Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Ὅλα ὅσα ἔ­γιναν μετά, ἔγιναν δι’ αὐτοῦ.

 sun plus cΚαί πρῶτα-πρῶτα τό φῶς. Εἶπε «γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο». Ἐγενήθησαν, λοιπόν, ἄστρα καί μάγεψαν μέχρι καί τούς ἀγγέλους, πού ὕψωσαν φωνή μεγάλη αἰνέσεως στό πρωτοαντίκρισμά τους. Θάμπωσαν ἀπ᾽ τό τόσο φῶς τῶν ἄστρων αὐτοί πού κι οἱ ἴδιοι ἦταν φῶς, πνεύματα, πυρός φλόγα. Νά λάμψει ἔτσι τό σκοτάδι καί ἡ ἄβυσσος νά γίνει κόσμημα, κόσμος, ἐκθαμβωτικό στολίδι!
Μποροῦμε λίγο κάπως νά καταλάβουμε αὐτήν τήν ἔκσταση τῶν ἀγγέλων, ἄν θυμηθοῦμε κάποιο λυκόφως πού χαράχτηκε μέσα στό βλέμμα μας, τό σκοτάδι νά καταπίνει τό φῶς· ἤ κάποιο λυκαυγές τό φῶς νά κυνηγᾶ καί νά σκορπᾶ τό σκοτάδι.
 Τέτοιο ἦταν τό σκοτάδι καί κείνη τή νύχτα κι ὁ κόσμος ὅλος σέ ὕπνο βα­θύ. Ὅλος; Ὄχι, αὐτοί οἱ ποιμένες ξαγρυπνοῦν γιά τά πρόβατά τους. Καί νά πά­­λι φῶς λαμπρό πάνω ἀπ’ τήν ἀν­θρώπινη ἄβυσσο αὐτή τή φορά. «Φῶς περι­έλαμψεν αὐτούς». Καί πάλι ἐκστατικές οἱ στρατιές τῶν ἀγγέλων ξεσποῦν σέ μεγαλειώδη ὕμνο: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Ὅπως τότε γιά τά ἄ­στρα στά σύμπαντα, τώρα γιά ἕνα τόσο δά βρέφος μέσα στή φάτνη!
 Κι οἱ μάγοι στόν δρόμο μέ λυχνάρι τ’ ἀστέρι ψάχνουν γι’ αὐτό. Γιά τό Φῶς πού ἦρθε στόν κόσμο, Φῶς ἐκ Φωτός, ἀνατολή ἐξ ὕψους, ἀπαύγασμα δόξης, ἀνατολή ἀνατολῶν. Ἦταν σκοτεινή ἡ νύχτα τοῦ κόσμου, ἀσέληνη, μέσα στή σκιά τοῦ θανάτου. Κι ὅ,τι ἔγινε ἐκείνη τή νύχτα δέν ἔγινε ἁπλῶς δι’ Αὐτοῦ. Ἔγινε Αὐτός. «Ὁ ἀ­ναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» μέσα στή σκοτεινιά τῆς φάτνης.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο».
 Ἀπ’ τή στιγμή πού στήν ἄβυσσο τοῦ ἀκατασκεύαστου χωροχρόνου ἐ­γένετο φῶς, ἀπ’ τή στιγμή πού στό χά­ος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ἐγενήθη τό φῶς, μποροῦν πλέον νά γίνουν τά πάντα καί στόν ἄνθρωπο. «Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».
 Σ’ αὐτό τό κουρέλι τῶν ἐπιθυμι­ῶν καί τῶν λαθῶν πού λέγεται ἄν­θρωπος, πού ζητιάνεψε ὅλες τίς ἐπιθυμίες καί ποτέ δέν χόρτασε, μπορεῖ πλέον νά γίνει τό ἀκατόρθωτο: «ἔ­δωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι».
 Σ’ αὐτό τό ἕρμαιο τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου, ἔδωσε νά κρατάει γερά στά χέρια του τόν ἀστέρα τόν λαμπρό τόν πρωινό.
 Σ’ αὐτό τό τρεμάμενο λυχνάρι ὅ­λων τῶν ἀνέμων καί τῶν περιπετειῶν, ἔδωσε νά γίνει τό φῶς τοῦ κόσμου.
 Φῶς παντοῦ, μέσα μας, γύρω μας. Φῶτα, στολίδια, λαμπιόνια, δέντρα γιορτι­νά, φωτοχυσίες, ψαλμωδίες, ἄγ­­γελοι, καμπάνες, ἀστέρια, κάλαν­τα, τραγούδια, εἰρήνη, ἀγκαλιές, «ἐν ἀν­θρώποις εὐδοκία».
 Θυμᾶμαι γιά πάντα χαραγμένο στή μνήμη μου ἕνα τέτοιο μουντό λυκόφως στή ζωή μου. Ὕστερα ἔπεσε βαθύ σκοτάδι. Νόμιζες ὅτι ὅλα ἔχουν τελειώσει. Κι ὕστερα ἦρθε ἕνα ἀχνό λυκαυγές πού ξέσπασε σέ φῶς, «αὐ­γὴ μυ­στικῆς ἡμέρας».
 Ξημέρωναν Χριστούγεννα!

Ζωἠ Γούλα

Φιλόλογος

"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2018