Ὁ Ἀρχιστράτηγος τῆς ἐποποιΐας 1940-1941

papagos c  «Ἀναλαμβάνων τήν ἀρχηγίαν τοῦ Στρατοῦ καλῶ τούς ἀξιωματικούς καί ὁπλίτας τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ εἰς τήν ἐκτέλεσιν τοῦ ὑψίστου πρός τήν Πατρίδα καθήκοντος μέ τήν μεγαλυ­τέραν αὐταπάρνησιν καί σταθερό­τη­τα. Οὐδείς πρέπει νά ὑστερήσῃ... Θά πολεμήσωμεν μέ πεῖσμα, μέ ἀδά­μα­στον ἐγκαρτέρησιν, μέ ἀμείωτον μέ­χρι τελευταίας πνοῆς ἐνεργη­τικό­τητα. Ἔχω ἀκράδαντον τήν πεποίθη­σιν ὅτι ὁ Ἑλληνικός Στρατός θά γράψῃ νέας λαμπράς σελίδας εἰς τήν ἔν­δοξον ἱ­στορίαν τοῦ Ἔθνους. Μή ἀμ­φιβάλ­λε­τε ὅτι τελικῶς θά ἐπικρα­­τήσωμεν μέ τήν βοήθειαν καί τήν εὐ­λογίαν τοῦ Θεοῦ καί τάς εὐχάς τοῦ Ἔθνους.
  Ἕλληνες ἀξιωματικοί καί ὁπλῖται, φανῆτε ἥρωες!».
  Εἶναι ἡ πρώτη διαταγή τοῦ ἀρχι­στράτηγου, μόλις πληροφορεῖται τήν ἰταμή πρόκληση τῆς γειτονικῆς Ἰ­τα­λίας νά τῆς ἐπιτραπεῖ νά περά­σουν ἐλεύθερα τά στρατεύματά της στή χώρα μας.
Ποιός εἶναι ὁ ἀρχιστράτηγος; Ὁ Ἀλέξανδρος Παπάγος. Ὁ ἄνθρωπος πού χρόνια τώρα, ἀφοσιωμένος στό καθῆκον, μάχεται μέ αὐταπάρνηση, ὅταν ἡ πατρίδα τόν καλεῖ. Γεννη­μέ­νος στήν Ἀθήνα τό 1883, σπουδάζει στή στρατιωτική σχολή τῶν Βρυξελ­λῶν κι εἶναι ἔμπειρος γνώστης τῆς ξένης στρατιωτικῆς ὀργάνωσης. Καί ποῦ δέν δίνει τό «παρών»! Οἱ τι­μη­τι­κές διακρί­σεις τό μαρτυροῦν. Τιμᾶται μέ τόν ἄρ­γυρό σταυρό τοῦ τάγματος τοῦ Σω­τῆρος γιά τίς ὑπηρεσίες του στούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-1913, μέ τό χρυσό ἀριστεῖο ἀν­δρείας γιά τήν ἐνεργό συμμετοχή του στή Μικρασιατική Ἐκστρατεία (1921-1922).
   Μέ τήν ἔκρηξη τοῦ ἑλληνοϊ­ταλι­κοῦ πολέμου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1940, ἀνακηρύσσεται ἀρχιστράτηγος τῶν Ἑλληνικῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων. Σέ μιά πολύ κρίσιμη φάση τῆς ἑλλη­νικῆς ἱστορίας, τήν ἀνώτατη ἡγεσία τοῦ στρα­­τοῦ κατέχει εὐτυχῶς πρόσ­ωπο ἄξιο καί πολύπειρο. Χάρη στή δική του στρατιωτική προετοιμασία καί ἐκτέ­λεση ὁ ἑλληνικός στρατός μας σημει­ώνει λαμπρές νίκες κατά τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων. Ἔκπληκτη ἡ διεθνής κοι­νότητα παρακολουθεῖ τό θαυμαστό ἔ­πος τοῦ 1940-1941, πού συντρίβει τόν μύθο τοῦ ἀήττητου Ἄ­ξονα.
Ἀλλ’ ἐνῶ γι’ αὐτή τήν ἐποποιΐα ὁ Ἀρχιστράτηγος ἐργάστηκε σκληρά, δημιουργεῖ μέ τά μετριόφρονα λόγια του τήν ἐντύπωση πώς ἡ νίκη ὀφεί­λεται στούς στρατιῶτες του, πού τούς ἀγαποῦσε σάν δικά του παιδιά:
  «Ὁ πόλεμος αὐτός ὑπῆρξε πόλε­μος τοῦ Λαοῦ καί ἡ νίκη, νίκη τοῦ Λα­οῦ... Οὐδείς παραγνωρίζει τήν συμβολήν τῆς ἡγεσίας, τήν συμβο­λήν τῶν Διοικήσεων εἰς τό εὐτυχές ἀπο­τέ­λε­σμα. Οἱ ἡγήτορες εἶναι τά κε­φαλαῖα εἰς τάς σελίδας τῆς πο­λε­μικῆς ἱστο­ρί­ας. Αὐτά μαγνητίζουν τήν προσοχήν. Ἀλλ’ ἡ ἱστορία γράφε­ται μέ τάς μυριά­δας τῶν μικρῶν γραμ­μά­των, καί δέν γράφεται χωρίς αὐτά, χωρίς τάς μυ­ριά­δας τῶν ἀφα­νῶν μα­χητῶν. Εἰς πο­λέμους, ἰδίως ὅπως αὐ­τόν, ὅπου τόν ἀποφασι­στι­κόν ρό­λον παίζουν αἱ ἠθι­καί δυνά­μεις, ἡ νίκη εἶ­ναι ἔργον τοῦ Στρατοῦ ἐν τῷ συνόλῳ του. Τοῦ Στρατοῦ καί τοῦ Λαοῦ».
Αὐτός ὁ ἁπλός καί ταπεινός ἀξιω­ματικός γεύεται στή συνέχεια τό πι­κρό ποτήρι τῆς γερμανικῆς κατοχῆς. Οἱ Γερμανοί μισοῦν θανάσιμα καί θέ­λουν νά ἐκδικηθοῦν τούς κύριους ὑπεύθυνους τῆς περίλαμπρης νίκης τοῦ 1940. Συλλαμβάνουν, λοιπόν, τόν Ἰούλιο τοῦ 1943, τόν Ἀρχιστρά­τηγο μαζί μέ τούς ἀντιστρατήγους Ἰ. Πιτσί­κα, Κ. Μπακόπουλο, Π. Δέδε, Γ. Κο­σμᾶ καί τούς μεταφέρουν στή Γερ­­μανία. Καί οἱ πέντε ζοῦν ὡς ὅμη­ροι στά στρατόπεδα συγκέντρωσης Καί­νιχ-στάιν, Ὀράνιεν­μπουργκ, Φλύ­σεν­μπουργκ, Νταχάου, Ντίντερν­τορφ. Μέρα μέ τή μέρα νιώθουν ἐπίμονα τόν θάνατο νά γλείφει τή δύσμοιρη ὕ­παρξή τους. Ὁποία ἀντί­θεση! Ἀπό τό φῶς στό σκοτάδι, ἀπό τό γόητρο στήν ἐξουδένωση, ἀπό τή δόξα στό μαρτύριο! Ἐντελῶς ἀνέλ­πιστα, μέ τά παράσημα τῆς κακο­πά­θειας ἀποτυ­πωμένα πάνω στό σῶμα τους, ἐπι­στρέφουν, ὕστερα ἀπό δύο χρόνια, ζωντανοί στήν ἐλεύθερη πιά πατρίδα.
  Ἔρχεται ἐπιτέλους ἡ ὥρα τοῦ χρέους, νά τιμήσει ἡ Ἑλλάδα μεγα­λόπρεπα κι εὐγνώμονα τόν σεβαστό Ἀρχιστράτηγο γιά τήν προσφορά του στόν πόλεμο τοῦ ’40. Τόν τιμᾶ μέ τόν Ἀνώτερο Ταξιάρχη τοῦ Τά­γματος τοῦ Γεωργίου Α´μετά ξιφῶν, μέ τό Χρυ­σό Ἀρι­στεῖο Ἀνδρείας, τόν Πο­λε­μικό Σταυρό Α´τάξεως, τό Μετάλλιο Ἐξ­αι­ρέτων Πράξεων, τόν Μεγα­λό­σταυ­ρο τοῦ Τάγματος τοῦ Γεωργίου Α´ μετά ξιφῶν, τόν τίτλο τοῦ Ἐπιτίμου Γενικοῦ Ὑπασπιστοῦ τοῦ βασιλιᾶ Γε­ωρ­γίου Β´ καί μέ τόν Ταξιάρχη τοῦ Ἀριστείου Ἀνδρείας.
  Κι ὅλο ἀνεβαίνει τήν κλίμακα τῶν ἀξιωμάτων ὁ Ἀρχιστράτηγος. Γίνε­ται στρατηγός, ὕστερα στρατάρ­χης, κρατώντας τή στραταρχική ράβδο, πού πάνω της εἶναι γραμμένα τά ὀ­νόματα τῶν μαχῶν. Τόν καμα­ρώσα­με στή στρατιωτική του σταδιο­δρο­μία, τόν θαυμάζουμε καί στήν πο­λιτική του ἐξέλιξη. Τό 1952 εἶναι ὁ Πρω­θυ­πουρ­γός τῆς Ἑλλάδος καί τήν κυβερνᾶ γόνιμα μέχρι τή μέρα τοῦ θανάτου του, 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 1955. Μέ ἐξ­αιρετικές τιμές κηδεύεται στήν Ἀ­θή­να καί θάβεται στό Α´ Νεκρο­τα­φεῖο Ἀ­θηνῶν. Ἡ Ἑλλάδα ξεπροβοδᾶ γιά τήν αἰωνιότητα τόν φι­λό­πατρη στρα­τάρχη της, πού ὑπηρέτησε μέ ἀφο­σί­ωση γιά μισό αἰώνα τό στρά­τευμα, καί τόν σεμνό, ἀκέραιο κι ἀξια­γάπητο ἡγέτη της!

Ἑλληνίς