Κυρ. ΙΒ΄ Ματθαίου Μθ 19,16-26

῾Ο διάλογος τοῦ Χριστοῦ μέ τόν πλούσιο νέο

 plousios neos  Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ΙΒ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου περιγράφει τή συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ ἕναν πλούσιο ἄρχοντα νέο (19,16-26). Τό περιστατικό ἐξιστοροῦν καί οἱ τρεῖς πρῶτοι εὐαγγελιστές (βλ. Μρ 10,17-31· Λκ 18,18-30) καί τό ἐντάσσουν στήν ἴδια συνάφεια. ῾Ο Χριστός πορεύεται γιά τελευταία φορά πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα περιοδεύοντας τή Γαλιλαία, τή Σαμάρεια, τήν Περαία καί τήν ᾿Ιουδαία. Κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς πορείας διδάσκει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐγγίζει· τώρα βρίσκεται ἤδη πιό κοντά ἀπό ἄλλοτε.
  Στό διάλογο μέ τόν πλούσιο νεανίσκο τόν ὁποῖο κατά πᾶσα πιθανότητα συνάντησε ὁ ᾿Ιησοῦς στήν ᾿Ιουδαία συζητοῦνται δύο ἐπί μέρους θέματα· α) ῾Η ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς καί β) ῾Ο κίνδυνος τοῦ πλούτου.


α) ῾Η τήρηση τῶν ἐντολῶν καί ἡ αἰώνια ζωή (19,16-20)

   ῾Ο Κύριος ἔχει μπροστά του ἕναν ἀξιοσυμπάθητο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος φρονεῖ ὅτι ἔχει ἐκτελέσει μέ ἀκρίβεια τίς ὑποχρεώσεις του καί ζῆ σύμφωνα μέ τό Νόμο. ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος σημειώνει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἀγάπησε τόν νέο (βλ. 10,21). ῾Ωστόσο αὐτός δέν κατόρθωσε νά νικήσει τήν προσκόλλησή του στόν πλοῦτο καί νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο μέ ἀπόλυτη αὐταπάρνηση καί ἀφοσίωση.
   ῾Ορισμένοι ἑρμηνευτές λένε ὅτι ὁ πλούσιος νέος πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ μέ πονηριά καί ὑπουλότητα θέλοντας νά τόν πειράξει. Αὐτή ἡ ἄποψη ὅμως εἶναι λανθασμένη. Εἶναι φανερό ἀπό ὅσα λέει ὅτι οἱ διαθέσεις του δέν εἶναι κακές.

19,16. Καί ἰδού εἷς προσελθών εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;
   ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀποκαλεῖ «νεανίσκον» (στ. 22) αὐτόν πού πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ ἐνῶ κατά τόν Λουκᾶ εἶναι «ἄρχων» (18,18). Πρόκειται γιά θρησκευτικό ἄρχοντα, ἀρχισυνάγωγο ἤ γραμματέα, πρόσωπο μέ κάποια κοινωνική θέση. ῾Ο Μᾶρκος χρησιμοποιεῖ τό ἀόριστο «εἷς» (Μρ10,17). Τό «ἄρχων» δέν ἀντιφάσκει πρός τό «νεανίσκος». Στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μετέπειτα, «νεανίσκο» οἱ ῾Εβραῖοι ὀνόμαζαν τόν ἄνδρα πού ἦταν κάτω τῶν 40 ἐτῶν. ᾿Επειδή στήν ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν ὁ ἄνδρας ἔμπαινε στό δημόσιο βίο, ἦταν δυνατόν κάποιος μεταξύ 30-40 ἐτῶν νά λέγεται «νεανίσκος» καί νά κατέχει θέση γραμματέως ἤ ἀρχισυναγώγου. ῎Αλλωστε καί ἡ φράση «πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» (στ. 20), φανερώνει ὅτι ὁ συνομιλητής τοῦ ᾿Ιησοῦ δέν μπορεῖ νά εἶναι κάτω τῶν 30 ἐτῶν.
   ῾Ο νέος ἀποκαλεῖ τόν ᾿Ιησοῦ διδάσκαλε ἀγαθέ καί τόν ρωτᾶ· Τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον; ῾Ο ἄνθρωπος πού ὑπέβαλε στόν Χριστό αὐτή τήν ἐρώτηση εἶχε πολλά ἀξιοζήλευτα προσόντα· α) ἡλικία λίγο πάνω ἀπό τά 30 (νεανίσκος), β) θέση σπουδαία (ἄρχων), γ) ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά (πλούσιος). Κι ὅμως, ὅλα αὐτά δέν τόν ἱκανοποιοῦν καί δέν τόν ἀναπαύουν, γι᾿ αὐτό ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο νά τοῦ δώσει μία συνταγή γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. ῞Ολα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, ὅσο σπουδαῖα καί μεγάλα καί ἄν εἶναι, δέν μποροῦν νά χαρίσουν στόν ἄνθρωπο πληρότητα καί εὐτυχία, ἀφοῦ εἶναι προσωρινά.
   ῾Η αἰώνιος ζωή, τήν ὁποία ἐπιζητεῖ ὁ νεανίσκος, ἦταν πόθος τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς. ᾿Ιδιαίτερα ἦταν θέμα συζητήσεως μεταξύ τῶν ραββίνων. Στά κείμενά τους ὁρίζεται ὡς «ζωή τοῦ μέλλοντος κόσμου», ἤ ἁπλῶς αἰώνιος ζωή, ὁπότε ἀντιδιαστέλλεται ἀπό «τήν ζωήν τῆς ὥρας ταύτης» ἤ τήν «πρόσκαιρον ζωήν». ῾Ο νεανίσκος, ὅταν ζητάει νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, τήν ἐννοεῖ ὡς ζωή εὐφρόσυνη ἐδῶ στή γῆ πού θά συνεχίζεται καί μετά τό θάνατο στόν οὐρανό.  

19,17. ῾Ο δέ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός. Εἰ δέ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν, τήρησον τάς ἐντολάς.
   Στήν προσφώνηση τοῦ νεανίσκου· «Διδάσκαλε ἀγαθέ», ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπάντησε: Τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός. Δηλαδή δέν ξέρεις ὅτι αὐτή ἡ προσφώνηση ἀποδίδεται μόνο στόν Θεό; ῾Ο νεανίσκος βλέπει τόν ᾿Ιησοῦ ὡς ἕναν ἁπλό διδάσκαλο, ἕναν ἀπό τούς τόσους ραββίνους τῆς ἐποχῆς του. Καμία σκέψη δέν τοῦ περνᾶ ὅτι αὐτός ὁ διδάσκαλος εἶναι ὁ Θεός. Κι ὅμως τόν ὀνομάζει ἀγαθό, ἐπίθετο μέ τό ὁποῖο χαρακτήριζαν μόνο τόν Θεό. Τό κάνει ἴσως ἀπό εὐγένεια ἤ φιλοφρόνηση, ἀλλά ὁ ᾿Ιησοῦς, γνωρίζοντας τήν ἀντίληψη τοῦ συνομιλητῆ του, τόν ρωτᾶ· «Τί μέ λές ἀγαθό, ἀφοῦ μέ θεωρεῖς ἄνθρωπο; ᾿Αγαθός εἶναι μόνον ὁ Θεός».
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς κι ἄλλες φορές μιλᾶ σύμφωνα μέ τή σκέψη καί τή γνώμη τῶν ἀκροατῶν του· «κατά τήν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», ὅπως εὔστοχα τό διατύπωσε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Μπαίνει στά πλαίσια τῆς νοοτροπίας τοῦ συνομιλητῆ του καί συζητάει κατά τά δεδομένα της, γιά νά μπορέσει νά συνεννοηθεῖ (βλ. ᾿Ιω 5,31).
  Τό χωρίο αὐτό τό χρησιμοποίησαν οἱ ἀρειανοί καί στίς μέρες μας οἱ λεγόμενοι μάρτυρες τοῦ ᾿Ιεχωβᾶ πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔδωσε αὐτή τήν ἀπάντηση στόν νέο γιά νά τόν ἀνεβάσει σιγά σιγά πνευματικά. Θέλει νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν κολακεία, νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τά ἐπίγεια πράγματα καί νά τόν προσηλώσει στόν Θεό. Τόν κάνει νά ζητάει τά οὐράνια ἀγαθά καί νά στραφεῖ σ᾿ Αὐτόν πού εἶναι τό ἀληθινό ἀγαθό, ἡ ρίζα καί ἡ πηγή ὅλων τῶν ἀγαθῶν, καί αὐτόν νά τιμᾶ.
  Εἰ δέ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν, τήρησον τάς ἐντολάς: ῾Ως προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὁ Χριστός ὑποδεικνύει στόν νεανίσκο τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου. Τό Δευτερονόμιο θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν ὡς πρόξενο τῆς αἰώνιας ζωῆς (βλ. 4,9· 6,2· 30,16· 19-20· 32,46-47).
Πολλές φορές ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη τονίζει στούς ᾿Ισραηλίτες ὅτι, ἄν τηρήσουν τίς ἐντολές, θά ζήσουν μακροχρόνια καί θά εὐτυχήσουν. Σέ ἀντίθετη περίπτωση τούς περιμένει ἡ δυστυχία καί ὁ θάνατος. «᾿Εάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε· ἐάν δέ μή θέλητε, μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται» (᾿Ησ 1,19-20).
  ῾Η γνώση τῶν ἐντολῶν ἐπιτυγχάνεται μέ τή μαθητεία στήν ἁγία Γραφή, ἐνῶ ἡ τήρησή τους μέ τήν προσπάθεια καί τόν ἀγώνα. Στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι δύσκολη ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. ῞Οταν ὅμως ὁ πιστός προχωρήσει πολύ πνευματικά καί μπεῖ στήν ἀτμόσφαιρα τῆς χάριτος, τότε οἱ ἐντολές δέν τοῦ φαίνονται βαρειές, «αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν» (Α´ ᾿Ιω 5,3). Γιά νά εἴμαστε ἄρτιοι ἄνθρωποι (βλ. Β´ Τι 3,17), «τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι, ἐν μηδενί λειπόμενοι» (᾿Ια 1,4), ὁ Κύριος ζητάει νά ἐφαρμόσουμε ὅλες τίς ἐντολές. ᾿Εξάλλου οἱ ἐντολές δέν εἶναι ἀνεξάρτητες ἀλλά συνδέονται καί ἐξαρτῶνται ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη, ὅπως οἱ κρίκοι τῆς ἁλυσίδας. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιάκωβος τονίζει· «῞Οστις ὅλον τόν νόμον τηρήσει, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί γέγονε πάντων ἔνοχος» (᾿Ια 2,10).

19,18-19. Λέγει αὐτῷ· ποίας; ῾Ο δέ ᾿Ιησοῦς εἶπε· τό οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα καί τήν μητέρα, καί ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
  ῾Ο νόμος τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε στό Σινᾶ, ἦταν χαραγμένος σέ δύο πλάκες. ῾Η πρώτη περιεῖχε τίς 4 πρῶτες ἐντολές πού ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἐνῶ στή δεύτερη ἀναγράφονταν οἱ 6 ἐντολές πού ρυθμίζουν τή σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. ῾Ο Χριστός ἀπαριθμεῖ στόν νεανίσκο τίς ἐντολές τῆς δεύτερης πλάκας· Μή μοιχεύσῃς, μή φονεύσῃς, μή κλέψῃς, μή ψευδομαρτυρήσῃς. ῾Η τήρησή τους ἀποτελεῖ «λυδία λίθο» καί ἐγγυᾶται τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν καί τῆς πρώτης πλάκας (βλ. Α´ ᾿Ιω 4,20-21). Στήν ἀντίστοιχη περικοπή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου μεταξύ τῶν ἐντολῶν πού ἀναφέρει ὁ Κύριος ἔχει καί τό «μή ἀποστερήσῃς» (10,19). Εἶναι μία εἰδική σύσταση τοῦ Χριστοῦ πρός τόν φιλάργυρο νεανίσκο, διότι ἡ σφοδρή ἐπιθυμία τοῦ πλούτου, πού ὑπῆρχε μέσα του, εὔκολα θά τόν παρέσερνε στό νά ἀποστερήσει τόν πλησίον του ἀπό διάφορα ἀγαθά, χωρίς νά ἔχει τή συνείδηση ὅτι ἀδικεῖ.
  Τίμα τόν πατέρα καί τήν μητέρα: ῾Η ἐντολή αὐτή ἀναφέρεται τελευταία, ἄν καί προηγεῖται τῶν ἄλλων. Πιθανόν γιά νά τονιστεῖ ἰδιαίτερα, διότι κατά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ εἶχε παρερμηνευθεῖ καί καταπατηθεῖ. Συνήθιζαν νά λένε στούς γονεῖς τή χαρακτηριστική φράση· «Κορβᾶν, ὅ ἐστι δῶρον, ὅ ἐάν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς» (Μρ 7,11), δηλαδή· «᾿Εκεῖνο πού θά ἔπρεπε νά σοῦ δώσω εἶναι δῶρο στόν Θεό, τοῦ τό πρόσφερα καί δέν μπορῶ νά δώσω τίποτα σέ σένα». ῾Ο Χριστός ἤλεγξε αὐτήν τή νοοτροπία ὡς ἀστήρικτη παράδοση καί καταπάτηση τοῦ θείου νόμου.
  Καί ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν: ῾Η φράση ἀποτελεῖ περίληψη τῶν ἐντολῶν τῆς δεύτερης πλάκας τοῦ Νόμου καί προέρχεται ἀπό τό Λευιτικό (βλ. 19,18). ῾Ο Κύριος δείχνει στόν νέο τήν τέλεια ἀγάπη πρός τόν πλησίον γιά νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τόν πλοῦτο.
 
19,20. Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;
  ῎Οχι μόνο γιά τούς πατριάρχες καί τούς προφῆτες, ἀλλά καί γιά πολλούς ραββίνους ἀναφέρεται ὅτι «ἐτήρησαν τάς ἐντολάς τοῦ νόμου ἀπό τοῦ ῎Αλεφ μέχρι τοῦ Ταῦ», κατά τό ἑβραϊκό ἀλφάβητο ἤ ὅπως θά λέγαμε στά ἑλληνικά ἀπό τό Α μέχρι τό Ω. Καί ὁ νεανίσκος καταθέτει· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητος. Τήρησε ὅλες τίς ἐντολές ἀπό τή νεανική του ἡλικία δηλαδή ἀφ᾿ ὅτου ἔνιωσε τόν ἑαυτό του. Οἱ ραββίνοι θεωροῦσαν τήν ἡλικία τῶν 5 ἐτῶν ὡς κατάλληλη γιά νά διδάσκεται ὁ ἄνθρωπος τά πρῶτα στοιχεῖα τοῦ νόμου καί τήν ἡλικία τῶν 12 ἐτῶν γιά νά μελετᾶ καί νά τηρεῖ τίς ἐντολές του.
  Δέν θά ὑπῆρχε μεγαλύτερο κατόρθωμα καί θαυμαστότερο ἐπίτευγμα γιά τόν κάθε νέο, ἀπό τό νά μποροῦσε μέ καθαρή καί φωτισμένη συνείδηση νά πεῖ: Κύριε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. ῾Ο προφήτη ᾿Ιερεμίας βεβαιώνει· «ἀγαθόν ἀνδρί, ὅταν ἄρῃ ζυγόν ἐν νεότητι αὐτοῦ» (Θρ 3,27). Εἶναι θεία εὐλογία νά γνωρίσει κανείς ἀπό μικρός τόν Κύριο καί νά ἀνατραφεῖ μέ τίς ἐντολές του, ὅπως ὁ Τιμόθεος στόν ὁποῖο ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει· «ὅτι ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα οἶδας, τά δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διά πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Β´ Τι 3,15).
  ῾Ο Ματθαῖος προσθέτει καί τήν ἐρώτηση τοῦ νεανίσκου: Τί ἔτι ὑστερῷ; ἡ ὁποία ἐξυπακούεται καί στούς ἄλλους δύο εὐαγγελιστές. ῾Ο Μᾶρκος σημειώνει ὅτι ὁ νεανίσκος «ἐγονυπέτησεν» μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ καί ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅταν ἄκουσε ὅτι φύλαξε τίς ἐντολές, «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (10,21). ῞Ολα αὐτά δείχνουν τήν ἄδολη πρόθεση τοῦ νέου γιά τήν ὁποία ὁ ᾿Ιησοῦς τόν ἐκτίμησε παραβλέποντας τήν ἄγνοιά του.
  ῾Ο νέος ρωτᾶ τόν ᾿Ιησοῦ σέ τί ὑστερεῖ. «Καί αὐτό ἦταν ἀπόδειξη τῆς μεγάλης του ἐπιθυμίας γιά αἰώνια ζωή. Πάντως δέν ἦταν μικρό πρᾶγμα τό ὅτι νόμιζε ὅτι ὑστερεῖ σέ κάτι καί θεωροῦσε ἀνεπαρκεῖς τίς ἐντολές τοῦ νόμου γιά νά πετύχει αὐτά πού ἐπιθυμοῦσε», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.


β) Τά ὑλικά ἀγαθά ἐμπόδιο γιά τήν τελειότητα (19,21-22)

19,21. ῎Εφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι.
  Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι: ῾Ο ἄνθρωπος ἔχει μέσα στήν ψυχή του τήν ἐπιθυμία νά γίνει τέλειος, νά μοιάσει στόν Θεό ἀπό τόν ὁποῖο πλάστηκε «κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέ 1,26). ῾Ο Κύριος στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία προτρέπει· «῎Εσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Μθ 5,48). Αὐτή ἀκριβῶς τή στιγμή δίδεται στόν νεανίσκο ἡ εὐκαιρία νά γίνει τέλειος. ᾿Εάν ἀποδεσμευτεῖ ἀπό τά πράγματα τά ὁποῖα τόν κρατοῦν δέσμιο στόν κόσμο, μπορεῖ τώρα ν᾿ ἀκολουθήσει τόν ᾿Ιησοῦ.
  Κατά τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ ὁ Κύριος ἐπιπλέον λέει στόν νεανίσκο· «῎Ετι ἕν σοι λείπει» (18,22). ῾Ο νεανίσκος εἶναι ἕνας συμπαθητικός νέος, πού ἀπό μικρός εἶχε μελετήσει τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί κατά τήν ἀντίληψή του τόν εἶχε ἐφαρμόσει. Τόν θαυμάζουμε καί τόν συμπαθοῦμε γιά τή δήλωσή του· «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου». Ποιός θά μποροῦσε νά πεῖ τό ἴδιο γιά τόν ἑαυτό του; ῾Ο καρδιογνώστης Κύριος ὅμως διακρίνει μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς του ἕναν σοβαρό κίνδυνο, ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖ τό πνευματικό του οἰκοδόμημα. ᾿Εξάλλου καί ὁ ἴδιος ἔνιωθε στό βάθος του μία ἔλλειψη, γι᾿ αὐτό καί ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Κυρίου. Δέν εἶχε ὅμως τή δύναμη νά ὑπακούσει στήν παραγγελία του.
  ῞Υπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα: ῾Ο Χριστός ὁ ὁποῖος κατάλαβε ὅτι ὁ νέος ἦταν σκλάβος στά ὑπάρχοντά του, τοῦ προτείνει νά τά πουλήσει, νά τά μοιράσει στούς φτωχούς καί νά τόν ἀκολουθήσει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐλέγχει μέ λεπτότητα τόν συνομιλητή του γιά ὅ,τι παρέλειψε νά κάνει. ῾Ο Κύριος εἶναι ἀπόλυτος· δέν λέει στό νέο νά δώσει τό δέκατο πού ὁρίζει ὁ μωσαϊκός νόμος, οὔτε τά μισά, ὅπως ἔλεγε ὁ Πρόδρομος, ἀλλά ὅλα, καί νά τόν ἀκολουθήσει. Τοῦ ζητᾶ τή θυσία καί τήν αὐταπάρνηση πού ζήτησε ἀπό τούς μαθητές του (βλ. Μθ 16,24). Γι᾿ αὐτό καί ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος λέει· «καί δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τόν σταυρόν» (Μρ 10,21).
  ῾Η προτροπή αὐτή τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάγκη νά κατανοηθεῖ σωστά, γιά νά γίνει φανερός ὁ πλούσιος θησαυρός τῶν ἀληθειῶν καί τῶν νοημάτων πού περικλείει γιά τόν κάθε πιστό. Δέν ζητάει ὁ Κύριος ἀπό τόν καθένα μας νά πουλήσει τά ὑπάρχοντά του. Ζητεῖ ὅμως ἀπό ὅλους μας νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά πάθη καί νά ἔχουμε ἀγάπη καί αὐτοθυσία γιά νά κερδίσουμε τήν αἰώνια ζωή. Γι᾿ αὐτό θά προσάρμοζε τήν ἀπάντηση ἀνάλογα μέ τό ποιό εἶναι τό κυριαρχικό πάθος μας, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα, πού μᾶς δένει μέ τόν κόσμο αὐτό, μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό κοντά του καί δέν μᾶς ἀφήνει νά μποῦμε στή συχνότητα τῆς αἰώνιας βασιλείας του, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
  Καί δός πτωχοῖς: Οἱ ραββίνοι θεωροῦσαν τήν περιουσία ἀναγκαία, γιά νά μπορεῖ κάποιος νά δίνει συχνά ἐλεημοσύνες. ῾Ο Χριστός, ὅμως, ζητάει τήν ἄμεση ἀπαλλαγή ἀπ᾿ αὐτήν καί τήν ἐξ ὁλοκλήρου διανομή της στούς πτωχούς, τονίζοντας ὄχι τήν ἐλεημοσύνη ἀλλά τή θυσία.
 ῾Η διανομή τῆς περιουσίας στούς πτωχούς δέν εἶναι κάτι πέραν τοῦ νόμου. ᾿Εντάσσεται ὡς ἔμπρακτη ἀγάπη στά πλαίσια τῆς ἐντολῆς «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σαυτόν» (Λε 19,18).
  ῾Ο Κύριος μέ τήν πρόσκλησή του δεῦρο ἀκολούθει μοι ἀντικαθιστᾶ τό νόμο μέ τό πρόσωπό του καί ζητᾶ ἀπό τόν νεανίσκο νά πουλήσει τά ὑπάρχοντά του γιά νά τόν ἀκολουθήσει. Αὐτή εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, πού ἀναζητοῦσε ὁ νεανίσκος. ᾿Αρχίζει ἀπό τήν ὥρα πού κάποιος θά πιστεύσει, θά δεχθεῖ τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ καί θά τόν ἀκολουθήσει. Οὐσιαστικά συμπίπτει μέ τόν ὁρισμό πού δίνει ὁ Κύριος στό κατά ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο· «Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (17,3). ᾿Αλλά ἐπειδή ὁ νεανίσκος δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο φορτωμένος, τοῦ λέει· «ἀπαλλάξου ἀπό τό βάρος τοῦ πλούτου σου καί ἔλα».
   Στή διπλή ἐντολή, δός πτωχοῖς - δεῦρο ἀκολούθει μοι, τό βάρος πέφτει στό δεύτερο μέρος. Τό πρῶτο θεωρεῖται ὡς προϋπόθεση καί προπαρασκευή. ῾Η θυσία πού ἀπαιτεῖ ὁ Κύριος ἐντοπίζεται μᾶλλον στήν πρόσκληση: δεῦρο ἀκολούθει μοι καί «ἄρας τόν σταυρόν σου» (10,21), τήν ὁποία ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος ἀναφέρει ὡς συνέχεια τῆς προηγούμενης προτροπῆς. ᾿Ακολουθῶ τόν Χριστό σημαίνει βαδίζω στά ἴχνη του, τόν μιμοῦμαι, σκέπτομαι, ἐνεργῶ, μιλῶ ὅπως ᾿Εκεῖνος. ῞Ενας ζωγράφος, γιά νά κάνει ἕναν πίνακα, βάζει μπροστά του τό μοντέλο καί σύμφωνα μ᾿ αὐτό ζωγραφίζει· κάθε χριστιανός ἔχει ὡς πρότυπό του τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, θέλοντας νά φθάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφ 4,13). ῾Ο τέλειος Θεός «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» (Ψα 17,10), ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νά μποροῦμε νά τόν μιμηθοῦμε. ῎Εζησε ὑποδειγματικά πάνω στή γῆ «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ», μᾶς λέει ὁ ἀπ. Πέτρος (Α´ Πέ 2,21).
  Καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ: Μιά συναλλαγή πολύ συμφέρουσα γιά τόν νέο κάνει ὁ Κύριος. ῾Η δύσκολη πρόταση νά πουλήσει ὅλα τά ἀγαθά του μετριάσθηκε μέ τήν ὑπόσχεση ἑνός θησαυροῦ στούς οὐρανούς. Νά δώσει γῆ καί νά πάρει οὐρανό. Νά δώσει πρόσκαιρα ἀγαθά καί νά πάρει αἰώνια. Νά δώσει φθαρτά καί νά ἀποκτήσει ἄφθαρτα. ῾Ο νέος ὅμως προτίμησε τούς ἐπίγειους θησαυρούς πού κρατοῦσε στά χέρια του. ῎Αν γνωρίζαμε ποιό εἶναι τό πραγματικό συμφέρον μας, μέ λαχτάρα θά δεχόμασταν νά ἐγκαταλείψουμε τά πάντα, φθάνει νά εἴμαστε μαζί μέ τόν Χριστό.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει: «Τοῦ ἔδωσε περισσότερα ἀπό αὐτά πού τοῦ ζήτησε νά ἀποχωριστεῖ. ῎Οχι μόνο περισσότερα ἀλλά καί σπουδαιότερα. Τόση εἶναι ἡ διαφορά ὅσο διαφέρει ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ καί ἀκόμη περισσότερο. Θησαυρό ὀνόμασε τή μεγαλοδωρία τῆς ἀνταμοιβῆς, γιά νά δείξει τή μονιμότητα καί τήν ἀσφάλειά της».

19,22. ᾿Ακούσας δέ ὁ νεανίσκος τόν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά.
  Μέ τήν καρδιά προσκολλημένη στά πλούτη του ὁ νεανίσκος ἄν καί εἰλικρινά ἐπιθυμοῦσε τήν αἰώνια ζωή, ὅμως δέν μπόρεσε νά ἀκολουθήσει τή ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου. Μέ τήν ἀπόφαση πού πῆρε τήν κρίσιμη αὐτή στιγμή ἀποκάλυψε τή βαθύτερη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του. Θυσίασε τόν Χριστό γιά τό χρυσό. ῾Η σφοδρή ἀγάπη του γιά τά πλούτη στάθηκε ἰσχυρότερη ἀπό τή λαχτάρα του γιά τήν αἰώνια ζωή. «Οὐ γάρ ἐστιν ὁμοῦ ἀργύρια καί ψυχήν φιλεῖν», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος καί προσθέτει· «Πολλή τῶν χρημάτων ἡ τυραννίς, καί δῆλον ἐντεῦθεν· κἄν γάρ τά ἄλλα ὦμεν ἐνάρετοι, πάντα αὐτῇ λυμανεῖται τά ἄλλα ἀγαθά».
  ῎Αν ὁ χαριτωμένος αὐτός νέος ἀκολουθοῦσε τόν Κύριο θά εἶχε ἀποκτήσει τόν πολύτιμο μαργαρίτη, θά εἶχε ἀνακαλύψει τόν κεκρυμμένο θησαυρό, κάνοντας εὐτυχισμένη τή ζωή του καί ἐδῶ στή γῆ καί στήν αἰωνιότητα. ᾿Ενῶ ἦρθε τόσο κοντά στόν Χριστό καί ἔλαβε τήν πρόσκληση νά γίνει μαθητής του, ἀπῆλθε λυπούμενος, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε μεγάλη περιουσία. ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει· «῾Ο δέ στυγνάσας ἐπί τῷ λόγῳ ἀπῆλθε λυπούμενος» (Μρ 10,22). ῾Η λύπη του φανερώνει ὅτι πλησίασε μέ καλή διάθεση τόν Κύριο καί ὄχι ὑποκριτικά, ὅπως οἱ φαρισαῖοι, ἀλλά δέν εἶχε τή δύναμη νά ἐφαρμόσει τή συμβουλή του. ῾Η συμπαθής περίπτωση αὐτοῦ τοῦ νέου φανερώνει ὅτι εἶναι δυνατόν νά τηρεῖ κανείς τόν Νόμο καί συγχρόνως νά βρίσκεται παγιδευμένος καί αἰχμάλωτος στά ὑλικά ἀγαθά. ῾Ο Θεός ὅμως δέν θέλει συμβιβασμούς ἀλλά ζητᾶ τήν ὁλοκληρωτική ἀπαγκίστρωση ἀπό τά ἐπίγεια ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἐμπόδιο γιά τήν τελειότητα. ῾Ο νέος ζοῦσε σέ μιά ψευδαίσθηση. ῎Εχει σ᾿ αὐτόν ἐφαρμογή ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου· «οὐ γάρ ὁ ἑαυτόν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὅν ὁ Κύριος συνίστησιν» (Β´ Κο 10,18).
  Εἶναι θλιβερή ἡ ἐξέλιξη τῆς πορείας τοῦ νεανίσκου. ῎Αν ἀποδεχόταν τό προσκλητήριο τοῦ Κυρίου, θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει γιά ὅλους μας ἕνα θαυμαστό πρότυπο, ὅπως ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀκολούθησαν τόν Χριστό. Χάθηκε ὅμως λόγῳ τοῦ πάθους του. ᾿Αλλά καί ἄν ὁ Χριστός ἦταν συγκαταβατικότερος στούς ὅρους του καί ὑποχωροῦσε στό πάθος τοῦ νεανίσκου μέ σκοπό νά τόν κερδίσει, μπορεῖ γιά κάποιο χρονικό διάστημα νά τόν εἶχε ἐνθουσιώδη ἀκόλουθο, μέ τόν κίνδυνο ὅμως νά ἔχει ἀργότερα ἕναν δεύτερο προδότη.
  Καί ἡ πιό μικρή ἀδυναμία καί τό πιό τιποτένιο ἐλάττωμα ἔχει τόση δύναμη, ὥστε νά γίνει αἰτία νά χάσουμε τόν Χριστό καί τήν αἰωνιότητα. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἐξετάσουμε προσεκτικά καί ἐπίμονα τόν ἑαυτό μας καί νά ἐπισημάνουμε τά ἀδύνατά μας σημεῖα, τά μικροελαττώματά μας. ῞Οσο κι ἄν μᾶς φαίνονται ἀσήμαντα, θά πρέπει νά ἐπιμείνουμε στόν ἀγώνα γιά τήν καταπολέμησή τους. ῎Αλλος μπορεῖ νά ἔχει τό πάθος τοῦ θυμοῦ, ἄλλος τῆς μνησικακίας, ἄλλος νά πάσχει ἀπό φλυαρία ἤ κατάκριση... Εἶναι ἔγκλημα σοβαρό εἰς βάρος τοῦ ἑαυτοῦ μας ἡ ἀδιαφορία γι᾿ αὐτά τά μικροελαττώματα.


γ) ῾Ο πλοῦτος κίνδυνος γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου (19,23-26)

19,23. ῾Ο δέ ᾿Ιησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
  ῞Οταν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε τόν νέο καταλυπημένο, εἶπε· «Πόσο δύσκολο εἶναι γιά ἐκείνους πού ἔχουν τά χρήματα νά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ!». ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε τί σημαίνει πλούσιος καί γιατί εἶναι δύσκολο νά μπεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ᾿Αντί τῆς λέξεως πλούσιος χρησιμοποιεῖ τήν περίφραση «πεποιθότας ἐπί χρήμασι». ῞Οταν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πεποίθηση στά χρήματα, τά λατρεύουν σάν θεό τους. Γιά χάρη τους ἀδικοῦν τούς ἀδελφούς τους καί συνεργάζονται μέ τόν διάβολο. ῾Ερμηνεύοντας τό στίχο ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γράφει· «Κατηγορεῖ ὄχι τά χρήματα ἀλλά αὐτούς πού εἶναι δοῦλοι σ᾿ αὐτά. ᾿Εάν θά εἰσέλθει δύσκολα ὁ πλούσιος, πολύ πιό δύσκολα θά εἰσέλθει ὁ πλεονέκτης. ᾿Εάν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν τό νά μή δίνει κανείς, σκέψου πόση φωτιά ἐπισωρεύει τό νά παίρνει καί τά πράγματα τῶν ἄλλων». Καί ἐπιγραμματικά ὁ ἅγιος πατέρας προσθέτει· «Πλοῦτος τοῖς μή προσέχουσι, πονηρίας ἐστίν ὑπηρέτης».
  Συνήθως ὁ χρυσός βαραίνει στή ζυγαριά τῆς καρδιᾶς τῶν πλουσίων περισσότερο ἀπό τόν Χριστό. Εἶναι δύσκολο ἀλλά ὄχι ἀδύνατο οἱ πλούσιοι νά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τό ἐπιβεβαιώνουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πατέρες καί οἱ διδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τά πλούτη καί τίς περιουσίες τους καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό. Στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας μας ἔχουμε πολλούς πλουσίους, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν μεγάλοι ἅγιοι. Πλούσιοι π.χ. ἦταν ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ ᾿Ιώβ κι ὅμως συγκαταλέγονται στούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στούς φίλους τοῦ Θεοῦ. ᾿Επίσης ὁ Μέγας ᾿Αντώνιος, ὅταν ἄκουσε αὐτή τήν εὐαγγελική περικοπή, πούλησε τή μεγάλη περιουσία του καί ἀκολούθησε τόν Χριστό. ᾿Αλλά καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Μ. Βασίλειος καί τόσοι ἄλλοι πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας γιά νά μπορέσουν ἀνάλαφρα νά ὑπηρετήσουν τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, πρῶτα μοίρασαν στούς φτωχούς τά ὑπάρχοντά τους.
  ῾Ο π. Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης γράφει· «Τά λόγια αὐτά τοῦ ᾿Ιησοῦ εἶναι λόγια-κεραυνοί, πού πρέπει νά κάνουν τούς πλουσίους ὅλων τῶν αἰώνων νά τρομάξουν γιά τή σωτηρία τους. ῎Οχι μικρή καί ἀσήμαντη τιμωρία, ἀλλά κόλαση αἰώνια περιμένει τούς πλουσίους» (Σταγόνες ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν,σελ. 198).
  «Κανένα δέν πολιορκοῦν τόσοι πειρασμοί, ὅσοι τούς πλουσίους, καί εἰς κανένα ἄλλον ἡ ἀρετή δέν εἶναι τόσον δυσκατόρθωτος, ὅσον εἰς τούς τά χρήματα ἔχοντας... ᾿Ιδού διατί ὁ αὐτός Χριστός εἰς ἄλλην περίστασιν ἐξεφώνησε τό “οὐαί ὑμῖν τοῖς πλουσίοις”! τούς ἀδίκους πλουσίους ταλανίσας», παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος Κ. Καλλίνικος.
  ῾Ο πλοῦτος ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τό πολυτιμότερο ἀγαθό, τήν ἐλευθερία, διότι τόν ὑποδουλώνει σέ φθαρτά πράγματα. Τό χρῆμα εἶναι ἕνας ἀμείλικτος τύραννος, ἕνας ἐπικίνδυνος πειρασμός. ᾿Εκεῖνοι πού ἔχουν τό χρῆμα καί μποροῦν νά ἀγοράσουν τήν αἰώνια ζωή, τίς περισσότερες φορές τήν χάνουν. Τό χρῆμα τούς ὠθεῖ στήν ἁμαρτωλή ζωή, νεκρώνει κάθε εὐγενικό αἴσθημα, σκληραίνει τήν καρδιά. Γι᾿ αὐτό ὁ Ψαλμωδός ἀναφωνεῖ· «πλοῦτος ἐάν ρέῃ, μή προστίθεσθε (= μή προσκολλᾶτε σ᾿ αὐτόν) καρδίαν» (Ψα 61,11).

19,24. Πάλιν δέ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διά τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἤ πλούσιον εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
  ῾Ο Χριστός, ὅταν εἶδε τόν νεανίσκο νά ἀπομακρύνεται περίλυπος, εἶπε πρός τούς παρισταμένους μιά παροιμία, πού δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νά σωθεῖ κάποιος πλούσιος. ῾Η παροιμία αὐτή ἦταν γνωστή στήν Παλαιστίνη ἀλλά καί σέ ἄλλες ἀνατολικές χῶρες. Στήν περιοχή τῆς Βαβυλώνας ἀναφέρεται ἐλέφαντας στήν παροιμία ἀντί γιά τήν καμήλα, διότι εἶναι ὀγκωδέστερος ἀλλά καί γνωστότερος. ᾿Εκεῖ ἡ παροιμία ἦταν· «ἐλέφαντα διά τρυπήματος βελόνης διελθεῖν». Στούς παλαιστίνιους ᾿Ιουδαίους ὅμως, ἦταν πιό οἰκεία ἡ εἰκόνα τῆς καμήλας. ῾Η καμήλα ἐρχόταν στό νοῦ τῶν ἀκροατῶν ὄχι μόνο ὡς τό πιό μεγαλόσωμο ζῶο πού «κουβαλᾶ τήν καμπούρα του», ἀλλά καί ὡς τό πάντοτε φορτωμένο, διότι κουβαλάει τό φορτιό της ἀκόμη καί ὅταν κοιμᾶται. ῾Ο πλούσιος παραλληλίζεται μέ τήν καμήλα, διότι εἶναι φορτωμένος μέ τά ὑπάρχοντά του. Καί ἐμεῖς σήμερα ὅταν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι κάτι εἶναι ἀδύνατο, χρησιμοποιοῦμε τέτοιες ἐκφράσεις· λέμε π.χ., ἄν βγεῖ ὁ ἥλιος ἀπό τή δύση, τότε θά γίνει αὐτό ἤ ἄν ὁ ἀράπης ἀσπρίσει.

19,25. ᾿Ακούσαντες δέ οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;
  Οἱ μαθηταί ἐξεπλήσσοντο σφόδρα: ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος διερωτᾶται· «Γιά ποιό λόγο ταράσσονται καί ἀνησυχοῦν οἱ μαθητές ἀφοῦ ἦταν φτωχοί καί μάλιστα πάρα πολύ φτωχοί;» καί ἀπαντᾶ· «᾿Επειδή πονοῦσαν γιά τή σωτηρία τῶν ἄλλων καί ἔτρεφαν μεγάλη στοργή γιά ὅλους καί θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὡς διδασκάλους τους».
  Οἱ μαθηταί ἀντιλαμβάνονται τή δυσκολία τοῦ πράγματος. Ξέρουν καλά ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τά πλούτη καί προσπαθοῦν νά τά ἀποκτήσουν, γι᾿ αὐτό σκέπτονται ὅτι ἔτσι κανένας δέν θά σωθεῖ. Αὐτό ἐκφράζει τό ἐρώτημά τους: Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; Μπορεῖ νά μήν ἔχουμε χρήματα, ἀλλά ἔχουμε τό πάθος. ῎Αρα κινδυνεύουμε ὅλοι. Κινδυνεύουν καί οἱ πτωχοί ἐφ᾿ ὅσον λαχταροῦν τό χρῆμα καί πυρπολοῦνται ἀπό τή φιλοκτηματία, ὅπως οἱ πλούσιοι πού ἡ καρδιά τους κολλάει σάν στρείδι πάνω στά χρήματα καί στήν περιουσία τους. ῞Ενας ἀπό τούς μαθητές πού ἄκουγαν τόν Κύριο καί ἀποροῦσαν, ἦταν καί ὁ ᾿Ιούδας. Δέν κατόρθωσε νά ὑπερνικήσει τήν ἀδυναμία του καί πρόδωσε τόν ᾿Ιησοῦ γιά τό ἀσήμαντο ποσό τῶν τριάντα ἀργυρίων.

19,26. ᾿Εμβλέψας δέ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρά ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρά δέ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.
  ᾿Εμβλέψας δέ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς: ῾Ο Κύριος τούς παρατήρησε μέ προσοχή (βλ. Μθ 6,26) καί στή συνέχεια διέλυσε τήν ἀγωνία τους καί τούς γέμισε μέ θάρρος.
  Παρά ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρά δέ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι: Προβάλλοντας ὁ Κύριος τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει τούς μαθητές του ὅτι εἶναι δυνατόν καί οἱ πλούσιοι μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔμπρακτη μετάνοια (π. χ. Ζακχαῖος) νά σωθοῦν. Τούς ἐπισημαίνει ἐπίσης ὅτι μέ τή θεία βοήθεια θά ξεπεράσουν ὅλες τίς ἀδυναμίες καί τά ἐμπόδια στό ἀποστολικό τους ἔργο.
  Τά παρήγορα αὐτά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι ἐνισχυτικά καί ἐνθαρρυντικά γιά ὅλους. ῾Ο ἀδύναμος ἄνθρωπος γίνεται δυνατός, ὅταν ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του στόν Θεό καί παραδίδει τά πάντα στά παντοδύναμα χέρια του.
  Αὐτήν τήν πείρα ἐκφράζει καί ὁ ἀπ. Παῦλος μέ τή διακήρυξή του· «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φι 4,13).

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)